Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2007

Nosferatu, eine Symphonie des Grauens


Εν έτει 1922 τα πάντα στο σινεμά βρίσκονται υπό διαμόρφωση. Κυρίως οι τεχνικές και τα είδη, κι ένα απ' τα πρώτα κινηματογραφικά ήδη που προτίμησαν οι πρώιμοι δημιουργοί της 7ης για να καλλιτεχνήσουν ήταν το σινεμά του φανταστικού. Βέβαια πριν το F.W. Murnau το σινεμά ήδη μετρούσε αρκετές δεκαετίες ζωής και κατ' επέκταση πολλές ταινίες ήδη κοσμούσαν το είδος. Ο ιδιοφυής Γερμανός όμως έμελλε να είναι αυτός που θα έδινε την πιο διάσημη ταινία στο χώρο επιλέγοντας ταυτόχρονα του πιο διάσημο ήρωά του, τον Κόμη Δράκουλα έστω και σε καμουφλάζ.


Το βιβλίο του Bram Stoker, σπάνια πηγή έμνευσης για τους καλλιτέχνες, διασκευάζεται εδώ χωρίς να αναφέρεται το κανονικό όνομα του κεντρικού χαρακτήρα. Αιτία γι' αυτό η χήρα του Stoker που ένοιωσε ότι οι επιτήδειοι βιάζουν το έργο του συζύγου της κι απαγόρεψε στον οποιονδήποτε να πάρει τα δικαιώματα. Ο Murnau μετονομάζει τον Count Dracula σε Graf Orlok. Οι λοιποί χαρακτήρες παίρνουν κι αυτοί πιο Βαυαρικά ονόματα και η δράση μεταφέρεται απ' το Λονδίνο στην οικία για τον σκηνοθέτη Βρέμη. Ο τίτλος φυσικά δεν μπορεί να παραμείνει Δράκουλας και έτσι ο Murnau επιλέγει το επιβλητικό Nosferatu "το όνομα από μόνο του κάνει το αίμα να παγώνει" (ο πλήρης τίτλος της ταινίας είναι Νοσφεράτου - Mια Συμφωνία Τρόμου).Στην ιστορία ένα νεαρό κι ερωτευμένο ζευγάρι ζει ευτυχισμένο στη Βρέμη (οι Harkers έχουν γίνει Hutter με τη Nina να μετονομάζεται συμβολικά σε Ellen απ' τον σεναριογράφο Henrik Galeen). Ο Hutter λοιπόν δουλεύει στο μεσιτικό γραφείο του φημισμένου ως αλλόκοτου και δυσάρεστου Knock (ο γνωστός μας Renfield, ο τραγικότερος χαρακτήρας του Δράκουλα), που τον στέλνει στην "χώρα των φαντασμάτων" Τρανσυλβανία για να κλείσει υποτίθεται μια σπουδαία δουλειά με τον πλούσιο κόμη Orlok λέγοντας να μην ανησυχεί ότι κι αν του συμβεί στο διάβα του. Ο νεαρός πρωταγωνιστής μας αποχαιρετά την μνηστή του και ξεκινά το μακρινό ταξίδι του. Στην πραγματικότητα αυτή η αποστολή είναι μια βουτιά του ανυποψίαστου Hutter στον τρόμο και τις παραδόσεις που διαβάζει απ' "το βιβλίο των βαμπίρ" και αρχικά χλευάζει, έναν τρόμο που ζει τηλεπαθητικά και η Ellen και προσωποποιείται στον Orlok, έναν αληθινό βρυκόλακα που τρέφεται απ' το αίμα των ζωντανών. Ο Knock αποδεικνύεται όχι απλά γνώστης της φύσης του πελάτη του, αλλά ουσιαστικά τον αναγνωρίζει σαν αφέντη του. Τη στιγμή που ο Hutter και ο Orlok ετοιμάζονται να υπογράψουν τη συμφωνία, ο κόμης βλέπει για πρώτη φορά τη φωτογραφία της Ellen που φέρει μαζί του ο νεαρός υπάλληλος, την "ερωτεύεται" ("τι υπέροχος λαιμός!") και το ίδιο βράδυ αφού αφαιμάξει τον συνειδητοποιημένο πλέον Hutter μπαρκάρει στο πλοίο Δημήτριος με προορισμό τη Βρέμη και το πεπρωμένο του...

Όταν το Δημήτριος φτάνει με όλους του τους άνδρες νεκρούς (φέρουν όλοι δύο τσιμπήματα στο λαιμό) στον προορισμό του όλη πόλη φοβάται ότι το πλοίο έφερε μαζί του την πανώλη. Ο καθηγητής Bulwer όμως (προφανώς ο Van Helsing) που εκτός απ' τα πτώματα εξετάζει και το ημερολόγιο του καπετάνιου, δείχνει να γνωρίζει την ύπαρξη των βαμπίρ και την πραγματική αιτία του θανάτου των ναυτικών... Εν τω μεταξύ ο Hutter που δραπέτευσε απ' τον πύργο του κόμη τρέχει πίσω στην πατρίδα του για να σώσει ότι μπορεί. Στην πραγματικότητα όμως "μόνο μια γυναίκα μπορεί να ξεφύγει απ' το τρομερό ξόρκι Του - μια γυναίκα τόσο αγνή στην καρδιά που θα προσφέρει ελεύθερα το αίμα της στον Νοσφεράτου και θα κρατήσει το βρυκόλακα δίπλα της μέχρι να λαλήσει ο κόκορας..."


Η ιστορία του Stoker είναι καθαρά προσχηματική: ο συγγραφέας θέλησε να χωρέσει σε ένα μυθιστόρημα όλες τις αφηγήσεις, τις δοξασίες, τις παραδόσεις και τους γοτθικούς θρύλλους που γοήτευαν τον ίδιο. Ολ' αυτά αποδείχτηκαν αρκούντως τρομακτικά για την πλειοψηφία του κοινού μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα και εξ ίσου γοητευτικά για μια περιορισμένη μερίδα μέχρι τον αιώνα τον άπαντα. Το σινεμά του φανταστικού και η ζωγραφική έχουν φροντίσει ώστε τα βαμπίρ να αποκτήσουν μια συκγεκριμένη εξωραϊσμένη εικόνα στην λαϊκή αντίληψη. Ο Δράκουλας κατά F.F. Coppola για παράδειγμα ή ακόμη περισσότερο ο Neil Jordan με την έξοχη Συνέντευξη με έναν βρικόλακα τους προσέδωσαν έναν άφυλο αισθησιασμό. Ο Crhistopher Lee τους έδωσε μια επιβλητική μεγαλοπρέπεια. Σ' αυτό που όλοι όμως αναγκαστικά προσκολλήθηκαν ήταν ο χαρακτηρισμός του βρικόλακα ως το αιώνια καταραμένο, στα όρια της τραγωδίας, πλάσμα, και σ' αυτό συμβάλλει τα μέγιστα και η υποδειγματική ταινία του Murnau. Μακριά από δραματοποιήσεις, ωραιοποιήσεις και αισθαντικά παραληρήματα ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα απόκοσμο και τρομακτικό στην όψη πλάσμα. Ο δικός του Δράκουλας σε κανένα σημείο δεν γίνεται "ωραίος". Αρχικά διαλέγει σαν πρωταγωνιστή του τον Max Schreck επειδή τον θεωρούσε, όπως του είπε, αρκετά άσχημο απ' τη φύση του. Με το κατάλληλο μακιγιάζ, τα ψεύτικα νύχια, αυτιά και δόντια ο Schrek μετατρέπεται σε ένα φρικιαστικό (με τα μέτρα της εποχής πάντα) και πραγματικά καταραμένο ακόμη κι απ' τη φύση κτηνώδες πλάσμα. Δεν νομίζω ότι χωράει αμφιβολία ότι από κάποια νυκτόβια ζώα πήρε κομμάτια η λαϊκή φαντασία και έφτιαξε το βρυκόλακα... Ακριβώς αυτά τα ζώα θυμίζει και ο Nosferatu στην ταινία, μόνο που φαίνεται στο βλέμμα του ότι κάθε του κτηνότροπη κίνηση βασανίζεται από κάποιου είδους συνείδηση. Όχι συμπόνια ή οίκτος... Περισσότερο αγωνία...


Η παράδοση όμως θέλει τον βρικόλακα όχι μόνο εξ όψεως καταραμένο... Στην ταινία δεν γίνεται καμιά αναφορά για το πως δημιουργείται ο Count Orlok. Απλά προυπάρχει της ιστορίας πράγμα που φαίνεται κι απ' "το βιβλίο των βαμπίρ". Εμείς γνωρίζουμε ότι τέτοια πλάσματα είναι ουσιαστικά καταραμένα να μην αναπαυθούν ποτέ. Να ζουν μόνιμα με τον άσβεστο πόθο (να κι η αγωνία που λέγαμε) με την αθανασία να τους βαραίνει. Στο τέλος του παραμυθιού βρίσκουμε τον Nosferatu θύμα του ίδιου του του πάθους. Θύμα της αγνότητας μιας κοινής θνητής. Το βαμπίρ κυνηγάει τα ένστικτά του (είπαμε είναι περισσότερο ζώο παρά άνθρωπος) δεν λογαριάζει τους κινδύνους γιατί τα -ποιος ξέρει πόσα- χρόνια ζωής το έχουν συνηθίσει να τους αψηφά. Ώσπου βρίσκει τον έρωτα (;) στο πρόσωπο της Ellen. Στη δαιμονικότητα των Knock και Orlok αντιπαραβάλλεται η αθωότητα του ζεύγους Hutter, που εδώ δεν σώζεται απ' την αγάπη, αλλά απ' την μυστήρια έλξη που νοιώθει η Ellen για τον κόμη που την παρακολουθεί κάθε βράδυ. Αποφασίζει πως είναι η κατάλληλη για να θυσιαστεί ώστε να νικηθεί επιτέλους το προαιώνιο τέρας, και μπροστά στα τηλεπαθητικά της βασανιστήρια μόλις διαβάζει τον τρόπο στο βιβλίο του άντρα της παίρνει την απόφαση να δοθεί στο κτήνος. Έτσι λοιπόν η λαλιά του κόκορα και το πρώτο φως της μέρας εξαφανίζουν και το βαμπίρ... Ή καλύτερα με τη θυσία μιας γυναίκας λυτρώνεται και ο ίδιος ο βρυκόλακας. Ο Orlok στην ταινία μόλις συνειδητοποιεί ότι ξημέρωσε δεν τρέχει να κρυφτεί. Στην αρχή απλά σηκώνει τα μάτια, μετά πάει να φύγει αλλά κοντοστέκεται και αναλογίζεται... Κι έτσι η αιώνια ζωή του, η αιώνια αναζήτησή του λαμβάνει τέλος.


Πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τον θάνατο τόσο ο Stoker όσο και ο Murnau. Κι αν για τον πρώτο προκύπτει από θαυμασμό και δέος για τις παραδόσεις για τον δεύτερο προκύπτει απ' την πρόσφατη της εποχής γερμανική φιλοσοφία. Δεν πιστεύω να νομίζατε ότι ο δημιουργός εδώ ασπάζεται σε οποιαδήποτε στιγμή τα παραμύθια που αφηγείται... Το Nosferatu φτιάχτηκε στην εποχή που θεμελιώνεται ο σύγχρονος ευρωπαϊκός ορθολογισμός και ο Murnau υπήρξε ορθολογιστής και στην έντονη ζωή και στην καριέρα του. Λογικό είναι λοιπόν να αποτάσσεται κάθε θεωρία περί πλασμάτων που κυκλοφορούν τη νύχτα. Στην ιστορία του Δράκουλα όμως μπορεί να πεις κανείς ότι βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αληγορήσει πάνω σε φιλοσοφικές θεωρήσεις, και πιο συγκεκριμένα στην μάχη του καλού με το κακό (Πέρα απ' το καλό και το κακό αν θέλετε). Δεν επεκτείνομαι περισσότερο επί του θέματος γιατί θα γίνω κουραστικός και πιθανότατα δεν θα ενδιαφέρει και κανέναν... Εσείς απλά κρατάτε ότι στο Nosferatu ο δημιουργός διαχειρίζεται τέλεια το μύθο.


Αν κάπου η ταινία παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, ακόμη και για τον θεατή του σήμερα, είναι στο οπτικό αποτέλεσμα. Αρχικά να αναφέρουμε πως ναι μεν το Nosferatu γυρίζεται την εποχή του γερμανικού εξπρεσιονισμού, εκ των κυρίαρχων σχολών, αλλά δεν έχουμε να κάνουμε με ένα αγνά εξπρεσιονιστικό φιλμ... Αναλυτικά: Ο Friedrich Murnau υπήρξε μεγάλος μάστορας της εικόνας εκτός των άλλων. Φυσικά και στη Γερμανία αναπτύσσοταν συγκεκριμένες τεχνικές αλλά σαν σκηνοθέτης δεν έμεινε ποτέ προσκολλημένος στα "ντόπια". Σφοδρά επηρεασμένος απ' τις τεχνικές τον Αμερικάνων και Σουηδών συναδέλφων του, δεχόμενος και μερικά δάνεια απ' τον πρόσφορο σουρεαλισμό στο Nosferatu δημιουργεί μια τρομακτικά δουλεμένη και εντυπωσιακή για τα δεδομένα της εποχής φιλμική κατασκευή. Χάρην ευκολίας μπορούμε να κατατάξουμε την ταινία στον καλιγκαρισμό χωρίς να έχουμε και τύψεις. Στην ουσία όμως πρόκειται για ένα δικό του καθαρά προσωπικό τρόπο (κινηματογραφικής) γραφής που ξεφεύγει από παρόμοιες δουλειές Γερμανών κυρίως συναδέλφων του. Καθαρά εξπρεσιονιστικό το τέχνασμα με τις γωνίες (όχι της κάμερας, της εικόνας). Στη θέα του βαμπίρ ή κάποιας άλλης απειλής ο εκάστοτε πρωταγωνιστής καταφεύγει στην γωνία της εικόνας... Ο πύργος του κόμη στην Τρανσυλβανία και τα γεγονότα που συντελούνται εκεί αποτελούν ύψιστο δείγμα καλιγκαρισμού και εξπρεσιονιστικής κινηματογραφιστικής προσέγγισης. Απ' την άλλη όμως υπάρχουν πανέμορφα εξωτερικά πλάνα - η εικόνα εδώ συντελεί στον ήπιο (καταπληκτικά ήπιο) λυρισμό της ταινίας. Η φύση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο γύρισμα του Murnau, εκμεταλλεύεται κάθε κίνηση του τοπίου όπως μπορεί (τα δέντρα, το νερό, τα σύννεφα, τα βουνά, τα κύματα...), άλλωστε δεν είχε και τα μέσα (ούτε τα χρήματα) που ο ίδιος επιθυμούσε. Τα στοιχεία της φύσης λειτουργούν κυρίως προληπτικά στην πλοκή, συμμετέχουν με τον τρόπο τους στα δρώμενα επηρεασμένα πάντα απ' την ύπαρξη του "κακού". Γνωρίζοντας πως είχε να κάνει με ένα θρύλο είχε το ακαταλόγιστο στη χρήση τους. Μόλις ο Hutter πλησιάζει τον πύργο του Orlok για παράδειγμα η ίδια η φύση τριγύρω αγριεύει, μόλις το καταραμένο Δημήτριος βάζει πλώρη για τη Βρέμη έχοντας μόνο ένα επιβάτη πια, τα κύματα σηκώνονται (όπως σημειώνει και η λεζάντα ο Nosferatu επέδρασε ώστε να φτάσει πιο γρήγορα στον προορισμό του). Αυτό που πρέπει να προσέξει ο σημερινός θεατής στο φιλμ είναι το σύνολο της επιρροής της φύσης στο τελικό γύρισμα του σκηνοθέτη κι όχι μεμονωμένες σκηνές. Χρειάζεται μια κάποια ανοχή και γνώση από πλευράς του θεατή της σκηνοθετικής θεωρίας ώστε να μην χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα πρωτογονιστικό. Σκεφτείτε ότι μιλάμε για μια εποχή που ο Murnau δημιουργεί το παράδοξο χρησιμοποιώντας το fast-forward και οι θεατές τότε το βρήκαν και πειστικό. Σπέσιαλ εφέ και η χρήση των συμπληρωματικών χρωμάτων σε διάφορα τοπία (το αρνητικό του φιλμ δηλαδή). Ωραία, άγρια χρόνια...


Σε ένα σκοτεινό παραμύθι όπως αυτό η ατμοσφαιρική απεικόνιση μοιάζει μονόδρομος και με τον τρόπο που κινηματογραφεί ο Murnau όλοι στο πέρασμα των χρόνων παραδέχτηκαν πως έχει χτίσει αριστοτεχνικά την ατμόσφαιρα του Nosferatu. Αρχικά επικεντρώνει στις σκιές, ειδικά στην περίπτωση του Orlok θέτει κάτι άυλο όπως είναι η σκιά του ηθοποιού να δράσει για λογαριασμό του ήρωα. Σε μια τουλάχιστον σκοτεινή ταινία ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται αυτήν ακριβώς την έλλειψη φωτός. Όπου χρειάζεται, όπως είπαμε και πριν, επιστρατεύεται και η εξπρεσιονιστική απεικόνιση, στις σκηνές που ο κόμης δαγκώνει τον Hutter για παράδειγμα... Το οξύτατα ντεκόρ στον πύργο είναι χαρακτηριστικά. Η ταχύτητα της λήψης είναι επίσης κάτι που προσθέτει ατμοσφαιρικά στην ταινία. Η αργή κίνηση του βαμπίρ βάζω στοίχημα ότι τρομοκράτησε πολλούς απ' τους πρώτους θεατές της ταινίας... Ο Nosferatu κινείται αργά προς την κάμερα (όπως κι άλλοι χαρακτήρες) με απόλυτα παγωμένο βλέμμα, γεννάται η απειλή για να εξελιχθεί σε τρόμο. Βέβαια μην περιμένετε κάποιος ενήλικας σήμερα να δει την ταινία και να τρομάξει... Σε όποιον συμβεί αυτό πρέπει να έχει κάποιο πρόβλημα... Όλα όμως τα τεχνικά αυτά στοιχεία μαζί, το feeling σε συνδυασμό με την κινηματογράφηση αναδεικνύουν μια απόλυτα ποιητική συμφωνία τρόμου όπως και κατά την ταπεινή μου την κορυφαία ποιητικά μιλώντας πάντα φιγούρα στον κινηματογράφο του φανταστικού. Στην οθόνη η μορφή του μπορεί να επηρεάζει από χιλιόμετρα μακριά ότι αυτός επιθυμεί ασκώντας του μια αλλόκοτη γοητεία, μα η ίδια αυτή η έλξη για το άρρητο και το παραμυθένιο περνάει και στον κατά κανόνα απορροφημένο θεατή.


Σήμερα 2006, 84 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας, ο Murnau πλέον αναγνωρισμένος σαν ένας απ' τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, το Nosferatu ταινία σταθμός και μνημείο του κινηματογράφου αλλά και η γοητεία που ασκεί το original φιλμ στο ευρύ κοινό αμετάβλητη. Ο Δράκουλας μεταφέρθηκε πάμπολλες φορές ακόμη στην μεγάλη και μικρή οθόνη αλλά ποτέ κανένας δεν κατάφερε να πλησιάσει την ταινία-ποίημα του 1922, που μάλιστα γνώρισε και remake από έναν άλλο Γερμανό, τον Werner Herzog, στην ημιαποτυχημένη διασκευή του 1979 Nosferatu: Phantom der Nacht. Σπουδαίο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ταινία του E. Elias Merhige Shadow of the Vampire στην οποία ο σκηνοθέτης αντλεί έμπνευση από τα γυρίσματα του αυθεντικού Nosferatu κι έναν σύγχρονο θρύλο που ήθελε τον πρωταγωνιστή Max Schreck να είναι όντως βρικόλακας! Ε τώρα θέλετε και βαθμό;


Βαθμός: 10


(The Movies Cult 1-11-06)

Δεν υπάρχουν σχόλια: