Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Fool's Gold


Μετριότατη (το ανεκδιήγητη στα ευγενικά) κωμική περιπέτεια με τους Matthew McConaughey και Kate Hudson ως αποβλακωμένο ζευγάρι κυνηγών θησαυρών έτοιμο να χωρήσει. Αν δεν φτάνουν οι πρωταγωνιστές να σας πείσουν για την μετριότητα τότα να αναφέρουμε ότι σκηνοθέτης του Fool's Gold είναι ο Andy Tennant (του Hitch και του θανάσιμα βαρετού Anna and the King).

Τουλάχιστον απαντάται μερικώς ένα απ' τα ανεξήγητα του μάταιου τούτου κόσμου: πως τα κοριτσάκια στην Αμερική τρελαίνονται για τον αχώνευτο McConaghey. Το σενάριο ευτυχώς γι' αυτές, δυστυχώς για εμάς, έχει φροντίσει ο πρωταγωνιστής στην μισή ταινία να κυκλοφορεί με μαγιό. Και μιας και είπα μαγιό αν για κάτι αξίζει η ταινία δεν είναι η συγκρατημένη πλακίτσα της, αλλά η καλοκαιρινή της διάθεση (sic), ανοίγει κι ο καιρός κι όσο να 'ναι καμιά βουτίτσα έστω και φιφτίχ τη χρειαζόμαστε...

Σε δεύτερους ρόλους εμφανίζονται οι Ray Winstone και Donald Sutherland (για να 'χουμε και κάποιους να γεμίσουμε το πάνω μέρος του DVD) ενώ η μουσική του George Fenton είναι μάλλον η χειρότερη που έχει γράψει ποτέ.

ΥΓ. Ενδεικτικό της "επαγγελματικής" νοοτροπίας των συντελεστών: οι πρωταγωνιστές δεν εμφανίζονται πουθενά στην ταινία όπως στην αφίσα...

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Street Kings


"Ο Τομ Λάντλοου είναι ένας βετεράνος αστυνομικός του Λος Άντζελες που «τα βρίσκει σκούρα» μετά το θάνατο της γυναίκας του. Όταν μια μαρτυρία τον ενοχοποιεί για τη δολοφονία ενός συναδέλφου του, θα αναγκαστεί να πάει ενάντια στα αστυνομικά του καθήκοντα και να αμφιβάλλει για την εμπιστοσύνη όλων όσοι τον περιβάλλουν."

Η ιστορία και το σενάριο ανήκουν στον James Ellroy δοκιμασμένο πολλάκις στο παρελθόν στην μεγάλη οθόνη. Όλοι θα θυμούνται το L.A. Confidential, λίγοι το Dark Blue ενώ όλοι θα θέλουν να ξεχάσουν την Μαύρη Ντάλια. Στο ίδιο μοτίβο με τα παραπάνω και το Street Kings όπου ένας αστυνόμος καλείται να αντιμετωπίσει κακοποιούς και συναδέλφους για να αποκατασταθεί τελικά η αλήθεια και το δίκαιο. Αυτή τη φορά όμως σε σύγχρονο setting. Μπορεί να μην γίνεται άμεσα αντιληπτό αλλά η σύγχρονη εποχή αποδυναμώνει το έργο του Ellroy. Αναφερόμενος σε περασμένες εποχές ο συγγραφέας-σεναριογράφος μπορεί και βάζει πλείστες όσες αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα χωρίς να θίξει κανέναν. Τώρα που σκιαγραφεί μια παντελώς διευθαρμένη κοινωνία, απ' τα γκέτο ως το δημαρχείο και τις εσωτερικές υποθέσεις, αυτή η, υποθέτω, βασική θέση του σεναρίου γίνεται ένα στομφώδες λογύδριο λίγο πριν το φινάλε.

Αν και καλός γενικά σεναρίστας ο Ellroy είχε μέχρι στιγμής την ατυχία τη δουλειά του να αναλαμβάνουν μετριότατοι σκηνοθέτες. Hollywood δη, συμβαίνουν αυτά. Ο David Ayer, παλιός του συνεργάτης, είναι ίσως η καλύτερη περίπτωση που του έχει κάτσει μέχρι σήμερα (ακολουθεί ο ακόμη πιο αρμοστός Joe Carnahan με το White Jazz, sequel του Confidential). Το Street Kings είναι μια αστυνομική περιπέτεια που διαθέτει στο σωστό βαθμό όλα τα απαραίτητα και χαρακτηριστικά του είδους. Έχει ρυθμό και ένταση, μετρημένες εμβόλιμες action sequences, ενδιαφέροντα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα και έναν αρκούντως υπερβολικό πρωταγωνιστή (αυτό τώρα με τον Keanu Reeves που τείνει να καθιερωθεί σε ρόλους αστυνομικού πως σας φαίνετε; - όχι ότι είναι κακός κάθε άλλο). Ο Ayer μπορεί και βγάζει πολύ άνετα τα νυχτερινά γυρίσματα δημιουργώντας ατμόσφαιρα ένα κάποιο, στοιχειώδες έστω, σασπένς.

Το ένα και μοναδικό όμως ολέθριο φάουλ του είναι ότι κάθε χιλιοστό σελλιλόιντ είναι ποτισμένο με τόνους τεστοστερόνης. Όλο αυτό macho-μπάτσο καταστρέφει, στα μάτια μου τουλάχιστον, την ταινία καθώς υποβιβάζει κάθε άλλο ψυχολογικό παράγοντα του φιλμ. Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν μιλάω για μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση του σκληρού προφίλ που αναγκάζεται να υιοθετήσει ο ούτως ή άλλως καταχρώμενος εξουσία αστυνομικός. Μιλάω για έναν Ayer και κυρίως έναν Ellroy που γουστάρουν με τα too much αρσενικά που αναπαράγουν πλυμμηρίζοντας την οθόνη με μπουκαλάκια βότκας και φτηνό after-shave (φαντασίωση το έκανα).

Το Street Kings πάσχει αναλόγως με το έτερο μεγάλο αστυνομικό της χρονιάς, το We Own the Night. Τεχνικά άρτια και τα δύο, αλλά επιμένοντας στα πλέον ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ηρώων (τον τσαμπουκά και το αντριλίκι εδώ, τα μπατσοιδεολογήματα εκεί) τελικά το χάνουν. Και σίγουρα ο Ayer, όσο καλός κι αν είναι καλύπτοντας το ρηχό σενάριο, δεν φτάνει τον Gray.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Actrices


Η Valeria Bruni Tedeschi (πιθανώς για τους περισσότερους απλά η μεγάλη και άσχημη αδερφή της θεάς Carla, έτσι πρέπει άλλωστε) περνάει για δεύτερη φορά πίσω από την κάμερα σκηνοθετώντας ξανά τον εαυτό της. Δεν αναφέρομαι στην διττή ιδιότητά της ως σκηνοθέτις και πρωταγωνίστρια αλλά στο θέμα της ταινίας της και στα άφθονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η Marceline, την οποία υποδύεται, είναι μια φτασμένη θεατρική ηθοποιός αλλά και μια γυναίκα λίγο πριν την εμμηνόπαυση. Αναλαμβάνει το ρόλο της Natalia Petrovna σε ένα ανέβασμα του Μήνα στην Εξοχή αλλά πέρα απ' τις δυσκολίες του ρόλου της έχει να αντιμετωπίσει και τις... γυναικολογικές της, όπως την ανύπαρκτη ερωτική της ζωή ή την βιολογική της ανάγκη να γίνει μητέρα.

Εν ολίγοις η Tedeschi αποπειράται κάτι πολύ ενδιαφέρον αλλά και δύσκολο, ψυχαναλύει την ηρωίδα στο ενδιάμεσο μεταξύ θεατρίνας και (υποκρινόμενης) γυναίκας με νευρωτικά ξεσπάσματα στα αδιέξοδα της μέσης ηλικίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία άλλωστε παρουσιάζει τις πρόβες ή στιγμές απ' τα παρασκήνια εκεί που η Marceline αναγκαστικά αλληλεπιδρά με τους συναδέλφους της προβάλλοντας και τις δυο της ιδιότητες (ποτέ για παράδειγμα δεν θα δούμε την ερμηνεία της στην παράσταση, μόνο ψήγματά της και μια αποτυχημένη προσέγγιση της Petrovna στις δοκιμές).

Ενώ λοιπόν έχει πιάσει το θέμα και έχει βρει το που και πως θα το παρουσιάσει, ξεκινά να αραδιάζει σωρία αντιφατικών ευρυμάτων, τα περισσότερα απ' τα οποία είναι δυστυχώς πολυειδωμένα αν όχι κι αποτυχημένα. Και δεν είναι τόσο τα ευρύματα αυτά καθεαυτά που ενοχλούν όσο η πυκνότητά τους σε ένα ήδη αδρά περιγραφικό για την κατάσταση της ηρωίδας σενάριο. Το ίδιο και ο τρόπος που ενσωματώνονται στην πλοκή. Απαριθμώ ενδεικτικά μήπως και μπορέσω να με καταλάβω:

α. Στην παράσταση η Petrovna ερωτεύεται τον νεαρό δάσκαλο, με τον οποίο θα φλερτάρει και η Marceline στην πραγματική ζωή
β. Όταν η τελευταία δεν μπορεί να πιάσει το ρόλο ο σκηνοθέτης την πηδάει για να αποδώσει
γ. Βοηθός του σκηνοθέτη είναι μια παλιά συμφοιτήτρια της Marceline στη δραματική που απέτυχε σαν ηθοποιός αλλά έχει σύζυγο, παιδιά και είναι ερωτευμένη με το αφεντικό της... Προφανώς η πορεία του χαρακτήρα στο φιλμ είναι δυσανάλογη μ' αυτή της πρωταγωνίστριας (το αντίθετό της στη ζωή)
δ. Υπάρχει επίσης μια νεαρή στο επιτελείο που δεν μπορεί να κλάψει στη σκηνή (την ώρα που η Tedeschi κλαίει συνεχώς) αυτό όμως εναρμονίζεται πλήρως με τις οδηγίες του σκηνοθέτη, πράγμα που δεν μπορεί να κάνει η Marceline (το αντίθετό της πάνω στο σανίδι)
ε. Το ρυθμό που λείπει απ' την ζωή κι απ' την ερμηνεία της κεντρικής ηρωίδας θα έρθει να δώσει το In the Mood του Glenn Miller (αυτό κι αν είναι κλισέ)
στ. Η συνεχείς αποτυχημένες προσεγγίσεις στο ρόλο της φέρνουν τελικά στην οθόνη το φάντασμα της Petrovna
ζ. Η πλήρως αποτυχημένη προσωπική της ζωή φέρνει στον καναπέ της το φάντασμα του πατέρα της να της μιλά παρηγορητικά
η. Την ίδια ώρα που η Μarceline ανάβει κεριά στην εκκλησία και παρακαλάει να γνωρίσει τον έρωτα, η μητέρα της ερωτεύεται με έναν 30άρη καθηγητή
θ. Όταν ζητάει απ' την Παναγία να της δώσει ένα παιδί μετά από αρκετά φιλμικά λεπτά εμφανίζεται στο θέατρο ένα καλάθι με ένα μωρό το οποίο παίρνει για να περιποιηθεί ως μητέρα. Τελικά το βρέφος ανήκει στην αντίζηλό της Nathalie (που κι αυτή στην ίδια σκηνή θα χάσει σχεδόν τα πάντα)

Η λίστα θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, ανέφερα νομίζω τα πιο κραυγαλέα. Καταλαβαίνετε πως μόνο τα παραπάνω αρκούν για να επιφέρουν το χάος στην αφήγηση και στην ροή της ταινίας (αποκορύφωμα του γενικότερου αλαλούμ σίγουρα η σκηνή με τα γενέθλια της ηρωίδας).

Ακόμη κι αυτό το χάος όμως ίσως να ήταν κομματάκι πιο υποφερτό αν τα πάντα δεν ήταν κινηματογραφημένα τόσο επίπεδα, με αισθητική TV5 και εκνευριστικά κεντραρισμένα κάδρα. Τουλάχιστον η βιωματική της (τρομάζω που το λέω) κατάθεση παρέσυρε την ίδια και τους συμπρωταγωνιστές της σε αξιοπρεπέστατες ερημνείες. Ίσως να μετράει λίγο παραπάνω σ' ένα τέτοιο εγχείρημα, μια ταινία δηλαδή που λέγεται Actrices και ως ένα βαθμό διερευνά την ψυχολογία του ηθοποιού. Μια ενδιαφέρουσα ιδέα που ελλείψη σκηνοθετικής εμπειρίας πήγε στράφι.


21


"Ο Μπεν Κάμπελ (Τζιμ Στέρτζες) είναι ένας άριστος φοιτητής του Μ.Ι.Τ. που καταφεύγει στα χαρτιά για να πληρώσει τα δίδακτρά του. Έτσι γίνεται μέλος μιας χαρτοπαικτικής ομάδας ταλαντούχων φοιτητών του Πανεπιστημίου, που πηγαίνουν κάθε σαββατοκύριακο στο Λας Βέγκας με πλαστές ταυτότητες και ανατρέπουν υπέρ τους τις πιθανότητες στο blackjack. Με καθοδηγητή τον Καθηγητή Μαθηματικών Μίκι Ρόζα (Κέβιν Σπέισι), μια ιδιοφυία της στατιστικής, η ομάδα καταφέρνει να κερδίζει σταθερά τα καζίνο μετρώντας τα χαρτιά και χρησιμοποιώντας ένα πολύπλοκο σύστημα σινιάλων. Γοητευμένος από το χρήμα, τη ζωή στο Λας Βέγκας αλλά και την όμορφη συμπαίκτη του Τζιλ Τέιλορ (Κέιτ Μπόσγουερθ), ο Μπεν αρχίζει να τραβάει την κατάσταση στα άκρα. Παρότι το να μετράς τα χαρτιά δεν είναι παράνομο, τα πονταρίσματα είναι μεγάλα και η μεγάλη πρόκληση για τους παίκτες είναι να βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά από τον απειλητικό «προστάτη» του καζίνο Κόουλ Γουίλιαμς (Λόρενς Φίσμπερν)."

Ακόμη και η καλύτερη ταινία του κάποτε ελπιδοφόρου
Robert Luketic είναι μια (διόλου) ψυχαγωγική φούσκα πνιγμένη στα κλισέ και παγιδευμένη στις στερεοτυπικές ταγές του σύγχρονου hollywood. Αν κάτι θα μπορούσε να την σώσει απ' το διαφαινόμενο (λόγω σεναρίου) ναυάγιο είναι η αναπαραγωγή της -όσο να 'ναι- πιασάρικης ατμόσφαιρας του καζίνο και του Λας Βέγκας, αλλά κι αυτά αποτυπώνονται με έναν σχεδόν διαφημιστικό τρόπο.

Ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά αν τελικά αναλάμβανε την σκηνοθεσία ο
Κevin Spacey όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί. Φαίνεται πως οι παραγωγοί φοβήθηκαν να παραδώσουν το success-succession story στις παλιομοδίτικες αισθητικές επιλογές του. (Αλήθεια, μιας και αναφερθήκαμε στην υφή της ιστορίας, μόνο στις Η.Π.Α. θα μπορούσε να γυριστεί ταινία με θετικό ήρωα έναν σχεδόν υπερόπτη νεαρό που προσπαθεί για τα πολλά και παίρνει τα ακόμα περισσότερα). Πάντως η τακτική της παραγωγού Sony και το νεανικό καστ απέδωσαν τα μάλα στο Β.Ο. Το 21 βρίσκεται στην κορυφή του τις δύο τελευταίες εβδομάδες και αυτό κάτι (δυσάρεστο) λέει.


Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Buda as sharm foru rikht


Περίπτωση ανάλογη της Κωνσταντίνας Βούλγαρη είναι η Hana Makhmalbaf. Κόρη του διεθνώς αναγνωρισμένου Ιρανού σκηνοθέτη Mohsen Makhmalbaf πραγματοποιεί κι αυτή το ντεμπούτο της σε ηλικία μόλις 19 ετών. Ο τίτλος της αναφέρεται στην ανατίναξη του περίφημου αγάλματος του Βούδα από φανατικούς Ισλαμιστές στο Αφγανιστάν το 2001 και μ' αυτά τα πλάνα ανοίγει (και κλείνει) η ταινία.

Το γεγονός δεν σχετίζεται άμεσα με τη δράση του φιλμ (εξαιρούμε το ότι η μικρή πρωταγωνίστρια ζει στις σπηλιές του βουνού που βρίσκονται πέριξ του αγάλματος) αλλά ερμηνεύεται απ' την σκηνοθέτιδα ως μια ακόμη παράλογη ενέργεια θρησκευτικού φανατισμού απ' τη μεριά των Ταλιμπάν. Ξεκινώντας μ' αυτό λοιπόν αφηγείται λίγες ώρες απ' την ζωή της Bakhta μια μικρής Αφγανής που γοητευμένη απ' την ανάγνωση και τις αστείες ιστορίες που μαθαίνουν οι μαθητές αποφασίζει να ακολουθήσει τον φίλο της Abbas στο σχολείο. Αρχικά πρέπει να εξασφαλίσει τα απαραίτητα, ένα τετράδιο και ένα μολύβι. Όταν μετά από πολύ κόπο καταφέρνει να ανταλλάξει δυο φρέσκα αυγά με ένα τετράδιο και πηγαίνει στην τάξη έρχεται αντιμέτωπη με μια ομάδα αγοριών που παίζουν τους Ταλιμπάν. "Συλλαμβάνουν" μαθήτριες, βασανίζουν τον Abbas προσποιούνται ότι αντιμάχονται αμερικανικά βομβαρδιστικά...

Το να κάνεις ως Μωαμεθανός μια ταινία εναντίον των εξτρεμιστών του Αφγανιστάν, του Ιράκ και οποιασδήποτε άλλης ισλαμικής χώρας σαφώς δεν είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο, χρειάζεται τόλμη πόσω μάλλον όταν είσαι 19. Για να περάσει όμως ως δραματουργία στους δυτικούς (όπου αποφάσισε να κάνει καριέρα η Makhmalbaf) χρειάζεται και μια λιγότερο σχηματική αντιμετώπιση. Η θέση της δεν γίνεται ποτέ πολιτική και παραμένει στο επίπεδο της καταγραφής μιας απάνθρωπης καθημερινότητας (σχολείο, αγορά, παιδικά παιχνίδια) ενός λαού που ενώ προσπαθεί να εξασφαλίσει τα απαραίτητα έχει να αντιμετωπίσει τον φανατισμό των Ταλιμπάν και τις επιθέσεις των Αμερικάνων.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε πολλά παραπάνω από ένα τέτοιο ντεμπούτο. Η σκηνοθέτιδα είναι εκνευριστικά (με την καλή έννοια) μικρή και παρ' όλ' αυτά χειρίζεται την καταγραφή της άψογα, κινηματογραφώντας σε απόσταση αναπνοής την πορείας της γλυκύτατης πρωταγωνίστριάς της στα δύσβατα της περιοχής του αγάλματος. Με τα πρόσωπα των ανήλικων ηρώων και μια υποτυπώδη σκηνογραφία δημιουργεί απρόοπτα όμορφες εικόνες, όμορφα κάδρα σε απόλυτη αντίθεση με το σκληρό, λίθινο περιβάλλον. Σαφώς ανώτερο απ' το ανάλογο
Kite Runner του δυτικότροπου Marc Forster.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

In Bruges


Δύο Ιρλανδοί γκάνγκστερς ταξιδεύουν στη Μπριζ, υποτίθεται για να κρυφτούν. Ο νεότερος (Colin Farrell) έχει μόλις εκτελέσει έναν παπά και -κατά λάθος- ένα αγοράκι. O ικανότατος συνάδελφός του (τον υποδύεται ιδανικά ο Brendan Gleeson) καταλαβαίνει ότι δεν θα είναι ένα απλό ταξίδι αναψυχής ωστόσο περνάει την περισσότερη ώρα του χαζεύοντας τα αξιοθέατα της πόλης.

Το In Bruges είναι σχεδόν "ταξιδιωτικό" ή μάλλον, καλύτερα, είναι τουριστικό με την έννοια που έκανε το κλασσικό πια A Quiet Weekend in Capri τρομερά ενδιαφέρον. Το setting λειτουργεί παράλληλα και όχι συμπληρωματικά της δράσης. Δίνει στην ταινία την haute αισθητική της, μια αισθητική που Sexy Beast εξαιρουμένου σπανίζει στα βρετανικά γκανγκστερικά φιλμ (συνομοταξία με βαθιά παράδοση). Αυτός είναι μόνο ένας απ' τους παράγοντες που βοηθάει την ταινία να βάλει από κάτω κάθε Guy Ritchie και κάθε Matthew Vaughn ή κάθε... Essex Boys για παράδειγμα.

Ένας δεύτερος είναι οι εκπληκτικοί σε στιγμές διάλογοι που ισορροπούν εξαιρετικά μεταξύ pulp και ακραία κωμικού ύφους, όπως και το σενάριο που φέρει μεν τους αναπόφευκτους συναισθηματισμούς (μιλάμε για γκάνγκστερ που σκοτώνουνε παιδάκια) αλλά όπου πάει να ξεφύγει αποφορτίζεται αμέσως, τις περισσότερες φορές με μια ατάκα ("like Tottenham..."). Ένας τρίτος η γεμάτη υπαινιγμούς ατμοσφαιρική κινηματογράφιση του, ταλαντούχου απ' ότι φαίνεται, Martin McDonagh. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Ιρλανδός σκηνοθέτης επιμένει στις σκιές και στις παράδοξες γωνίες λήψεις, στο κυνηγητό του τέλους ακολουθεί τον Τρίτο Άνθρωπο, η αναμέτρηση στο καμπαναριό ακόμη και πριν τελεστεί φέρνει αυτόματα στο μυαλό τον Ξένο, ο McDonagh έχει noir παιδεία και δεν την κρύβει χωρίς να την καταχράται κιόλας. Χαρακτηριστικό ότι στην ταινία του, μια κωμική περιπέτεια και επουδενί ένα φιλμ νουάρ, εισβάλλει δις το Touch of Evil (το παρακολουθεί στην τηλεόραση ο Gleeson).

Μοναδικό της πρόβλημα είναι όταν η καρικατούρα του Ralph Fiennes προς το τέλος καταφθάνει στην πόλη για να εφαρμόσει έναν ανόητο ηθικό κώδικα, θύμα του οποίου θα πέσει τελικά και ο ίδιος. Ακόμη κι αυτό όμως θα το ξεπεράσετε στις 2-3 πρώτες ατάκες του, ίσως το ξαναθυμηθείτε στο κατάμαυρο αλλά και διφορούμενο και εξεζητημένο φινάλε εκεί όπου ένας εικαστικός αλά Bosch θάνατος ολοκληρώνει την Αποστολή στην Μπριζ, απλούστατα το καλύτερο crime που είδατε μέσα στο 2008. Ο ορισμός του απενοχοποιημένου fun, μια ταινία που ήρθε για να δώσει το φιλί της ζωής στο βρετανικό τουλάχιστον παρακλάδι του είδους. Μην το χάσετε για κανένα λόγο.

ΥΓ: Ασχετη παρατήρηση: Ασπαζόμαστε καταφανώς μια παράλογη σύμβαση που θέλει τους Ιρλανδούς, παρά τους πολυετείς αγώνες τους, Βρετανούς όπως οι Άγγλοι κι οι Σκωτσέζοι... Λάθος αλλά δεν βαριέσαι, δεν νομίζω να μας διαβάζει κανένας απ' τον IRA εδώ μέσα. Το φιλμ παρά την εθνικότητα του σκηνοθέτη του είναι βρετανοβελγική παραγωγή.

Valse Sentimentale


"Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που ζούνε με το τίποτα. Που δεν πιστεύουν σε τίποτα. Που δεν κάνουν τίποτα για ν’ αλλάξει η ζωή τους. Και δεν θέλουν ν’ αλλάξει τίποτα. Μια σχέση όπου τίποτα δεν συμβαίνει, που κανείς δεν λέει τίποτα, κανείς δεν κάνει τίποτα, και που όλα αλλάζουν χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα."

Η σύνοψη είναι χαρακτηριστική για τις προθέσεις της Κωνσταντίνας Βούλγαρη που απ' το "τίποτα" δημιουργεί μια απ' τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες της τρέχουσας σεζόν. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι (πολύ περισσότερο από έναν άντρα και μια γυναίκα) σε συναισθηματικό βαλσάκι, άκρως εξαρχειώτικο και τολμηρό, χαρακτηρισμοί που δικαιολογημένα ξενίζουν εώς και απωθούν αρκετούς.

Το σκηνοθετημένο "τίποτα" του Valse Sentimentale υιοθετεί μια επιθετική κινηματογραφική γραφή, επιτηδευμένα κακότεχνη, που απαιτεί μια κάποια εξοικείωση απ' την πλευρά του θεατή. Το ίδιο ισχύει για το θέμα της ταινίας και τους χαρακτήρες της. Αναφέρεται με απόλυτη ειλικρίνια σε μια σύγχρονη πραγματικότητα, σε παιδιά σαν τον Σταμάτη και την Ηλέκτρα που φοβούνται να ζήσουν τη σχέση τους με τους όρους που θέτουν οι υπόλοιποι, σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν την δεδομένη αλλαγή με αμηχανία. Πολλοί την παραβλέπουν ή την αγνοούν, άλλοι δεν την καταλαβαίνουν αφού οι αυτοκαταστροφικοί νέοι του φιλμ έχουν επιλέξει να ζουν στο -υποφωτισμένο- κοινωνικό περιθώριο. Ό,τι βλέπουμε είναι η μεταξύ τους αλληλεπίδραση σε έναν μικρόκοσμο που όλα πρέπει να μείνουν στάσιμα άλλα κάτι αναπάντεχο (κάτι σαν έρωτας) ανατρέπει επιτακτικά τους ρυθμούς.

Το περίεργο είναι ότι σε ένα τόσο εσωτερικό φιλμ, που σίγουρα γυρίζεται με σκοπό να παρουσιάσει μέρος της αλήθειας της σκηνοθέτιδας, το valse συνεχίζεται και πίσω απ' το φακό. Η Βούλγαρη είναι μεν ειλικρινέστατη και ξεπερνάει το δυσκολότερο σημείο της ταινίας, να πείσει δηλαδή για το υπαρκτό της κατάστασης, με χαρακτηριστική ευκολία. Απ' την άλλη υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι την ίδια κατάσταση την χλευάζει. Τα ξεσπάσματα των ηρώων της είναι η ύστατη προσπάθειά τους να αμυνθούν, αγνοία κινδύνου, απέναντι σ' όσα επιβάλλει το κοινωνικό περίβλημα είτε αυτό είναι ο τρόπος που θα ερωτευτούν είτε το πως θα κινούνται τα αυτοκίνητα στα στενά ή ακόμη και μια παρατήρηση για το θόρυβο που προκαλεί το στερεοφωνικό τους. Κι όμως υπάρχει κάτι διαβολεμένα αναιρετικό στις στιγμές που η αμηχανία γίνεται οργή. (Ίσως επειδή η αλλαγή είναι αναπόφευκτη; Ίσως επειδή η Βούλγαρη πασχίζει να ξορκίσει αυτήν την αλήθεια...)

Όπως και να 'χει πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη προσπάθεια. Αν και μηδαμινού υλικού κόστους, υποθέτω (ότι), το Valse Sentimentale κόστισε πάρα πολύ συναισθηματικά σ' όσους ασχολήθηκαν ή θα ασχοληθούν μ' αυτό. Γι΄ αυτό και (τηρουμένων των αναλογιών) οι δύο πρωταγωνιστές είναι εντυπωσιακοί, ειδικά ο Θάνος Σαμαράς που εφαρμόζει μια πολύ δύσκολη προσέγγιση στο ρόλο του αυτοκτονικού νέου και τελικά τα καταφέρνει περίφημα. Γι' αυτό σε κάποιες λίγες στιγμές που στο κάδρο υπάρχουν μόνο οι τρεις τους (ηθοποιοί και σκηνοθέτις, σίγουρα όχι ηλεκτρολόγος) η σιωπή τους μπορεί να σε τσακίσει.