Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Cloverfield


Ταινία καταστροφής πολύ ανατολικού τύπου

Ομάδα νεαρών ετοιμάζεται για ένα surprise party και δοκιμάζει να καταγράψει τις στιγμές με μια απλή οικιακή βιντεοκάμερα. Ο τιμώμενος αδερφός και φίλος τους ετοιμάζεται να πάει για δουλειά στην Γιαπωνία. Το μαθαίνει ο Godzilla και στέλνει το κακιασμένο ξαδερφάκι του στο Μανχάτταν για να γυρίσουν όλοι μαζί το Blair Witch Project.

Είναι λίγο καλύτερο απ' ότι ακούγεται. Παιδαριώδες όσο και περιπετειώδες blockbuster του Matt Reeves, του σεναριογράφου στο The Yards του James Gray. Ήδη θα γνωρίζετε απ' το υπερεπιτυχημένο trailer την ψευδοντοκουμεντίστικη υφή του (υποτίθεται ότι όσα βλέπουμε είναι τα όσα κατέγραψε ένας ερασιτέχνης κάμεραμαν με την ψηφιακή του). Στις δυσκολίες που μπορεί να έχει ένα τέτοιο γύρισμα, λογικές αφού απαιτούνται σχετικά μεγάλα υποκειμενικά μονοπλάνα, το Cloverfield αντιπαρατάσσει τα εξής: ένας οπερατέρ στάντμαν που τρέχει, πέφτει, πηδάει, γενικά έχει δύσκολη δουλειά, ένα σενάριο που φροντίζει να διακόπτει αιτιολογημένα τη δράση ώστε να ετοιμαστεί η επόμενη σκηνή, άπειρο ποιοτικό CGI, σκηνές αγωνίας να εναλλάσονται με τους φυσιολογικά ηλίθιους διαλόγους των τρομαγμένων νεαρών. Κάπου μέσα σ' όλ' αυτά ο Reeves υπερεκτίμησε τις δυνατότητες που μπορεί να έχει ένα love story (εντελώς της πλάκας) μέσα σε μια τέτοια ταινία.

Αν κι έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον σαν φόρμα, παραμένει μια παρωχυμένη τεχνική επίδειξη. Μετά απ' όσα συνέβησαν με την Blair Witch δύσκολα θα ξαναεντυπωσιάσει (το ίδιο κόλπο στην διαφήμιση που προηγήθηκε πάντως έπιασε). Όσο για το Godzilla κομμάτι... niente! Απλά γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα τέρας που γκρεμίζει την πόλη. Ο πρωταγωνιστής πάντως είναι αρκετά σαφής στην πρώτη φορά που η παρέα κάνει rewind την κασέτα για να δει το κτήνος: "How hard could it be? It's Japanese..."

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Klopka

Το γερμανο-σέρβικο Klopka, ελληνιστί Η Παγίδα, ήταν απ' τις ταινίες που ξεχώρισαν στο πολύ δυνατό βαλκανικό τμήμα του τελευταίου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θεματικά συγγενεύει με το επίσης φετινό Όνειρο της Κασσάνδρας του Woody Allen, μόνο που ο ταλαντούχος και σχετικά νεαρός Srdjan Golubovic (θυμηθείτε και τον Κινούμενο Στόχο) αποδεικνύεται στην πράξη πολύ ανώτερος του βετεράνου συναδέλφου του.

Η ιστορία για να καταλαβαίνουν και όσοι δεν έχουν δει κανένα απ' τα δύο φιλμ, θέλει έναν απελπισμένο Σέρβο πατέρα να δέχεται μια παντελώς ανήθικη πρόταση από έναν άγνωστο: ο Mladen θα πρέπει να σκοτώσει έναν επιχειρηματία-μαφιόζο και σαν αντάλλαγμα θα μπουν στο λογαριασμό του όλα τα χρήματα που χρειάζεται η εγχείρηση του γιου του που υποφέρει από τερματικής μορφής καρδιοπάθεια. Μπορεί φυσικά απλά να αρνηθεί και να περιμένει μια σωτήρια κατάθεση στον λογαριασμό που δημοσίευσε στην εφημερίδα, δίπλα απ' τις μικρές αγγελίες.

Οι οικογενειακοί δεσμοί παραμένουν για να υπενθυμίσουν την κάποτε ενωμένη Γιουγκοσλαβία, ο υπόκοσμος είναι κι εδώ παρών για να δείξει πως στην σημερινή μεταβατική κατάσταση βασιλεύει ο οπορτουνισμός και οι επιτήδιοι, γενικώς ο σκηνοθέτης συνεχίζει τους προβληματισμούς της προηγούμενης του ταινίας. Ενώ εκεί είχε "απλούστατα" καταπιαστεί με τον εμφύλιο, τώρα πάει ένα βήμα παραπέρα παρουσιάζοντας ως ασθενές 11χρονο το συνομήλικο κράτος της Σερβίας. Επαναδιατυπώνω ορθότερα: μετά τον πόλεμο υφίσταται γεοπολιτικώς η χώρα της Σερβίας (για την ακρίβεια Σερβία-Μαυροβούνιο αλλά πάνε κι αυτοί τους φύγανε). Καρδιά της χώρας το σερβικό κράτος που έχει αναλάβει την αναδόμηση της. Το κράτος παραπαίει και ασθενεί την ίδια ώρα που οι υπάλληλοί του παρακολουθούν από μέσα την κατάσταση χωρίς να μπορούν να βοηθήσουν, περιμένοντας απλά εξωτερική βοήθεια. Όλα τα παραπάνω περιγράφονται σε ένα εξαιρετικά δομημένο σενάριο και αντανακλόνται κυρίως στο πρωταγωνιστικό ζεύγος (ο Μλάντεν είναι αρχιτέκτονας-υπάλληλος σε χρεωκοπημένη δημόσια κατασκευαστική και η σύζυγος του δασκάλα σε δημόσιο σχολείο).

Η πυκνή πυρετώδης ατμόσφαιρα και το έντονο σασπένς που σα να υπερτερεί του δραματικού στοιχείου, βοηθούν τον Golubovic να αποτυπώσει μοναδικά την μεταστροφή του κεντρικού του ήρωα απ' την ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή στην απελπισία και το έγκλημα (με τον ίδιο τρόπο που ένας λαός απ' την εποχή της ελπίδας πέρασε σε dt στον εμφύλιο και την μιζέρια του σήμερα). Κάθε ηθική αξία κάμπτεται υπό το βάρος της ανάγκης για επιβίωση στο γκρίζο Βελιγράδι της Παγίδας. Σε απολύτως πραγματικό σκηνικό, με την κάμερα να επιμένει στο βλέμμα του λιτού κι απέριττου Nebojsa Glogovac. Εκεί που ο Allen πασχίζει να δημιουργήσει το αηθικό ολίσθημα με τους εξεζητημένους χαρακτήρες και τους διαλόγους του (και εξαντλείται σχετικά νωρίς), ο Golubovic φτιάχνει μια πλήρη, σχεδόν αψεγάδιαστη, παρεμφερή ταινία.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Heath Ledger 1979-2008

R.I.P.
(What a Joker...)

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

The Mist


Ο Frank Darabont παραμένει ηθικολόγος αλλά υπογράφει παράλληλα την καλύτερη ταινία της καριέρας του με την εκπληκτική Ομίχλη, το πιο ολοκληρωμένο B-movie που είδαμε ποτέ. Το ομότιτλο διήγημα που προηγείται ασφαλώς οδηγεί τον σκηνοθέτη στην βαθιά τομή της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας που επιχειρείται, είδικα σε θέματα χαρακτηριολογίας μέσα στο φιλμ. Ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας του όμως δεν θα μπορούσε να εξοικονομήσει τέτοιο σφοδρά αντιηρωικό φόντο για το έργο του. Περιττό να πούμε ότι επιτέλους ο Stephen King γνωρίζει μια μεταφορά ανάλογη, ίσως παραπάνω κι από αντάξια, της σκοτεινής και (πολτικά) υπαινικτικής γραφής του. Στο παρόν ανυποψίαστοι πολίτες βρίσκονται σε κατάσταση πανικού κλειδαμπαρωμένοι μέσα σε ένα τυπικό αμερικάνικο super-market. Κάπου στην πυκνή ομίχλη που έχει σκεπάσει την πόλη τους ελλοχεύει το "κακό" με την μορφή μεταλλαγμένων τεράτων... προϊστορικών διαστάσεων. Παρά τις συνθήκες οι πρωταγωνιστές αντί να συσπειρωθούν σταδιακά χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα ενώ θεατής και πρωταγωνιστής δεν αργούν να καταλάβουν ότι το μεγαλύτερο τέρας απ' όλα βρίσκεται ανάμεσά τους.

Καταστρατηγώντας οποιαδήποτε αφηγηματική επιταγή επιφέρει η δόμηση ενός τέτοιου σεναρίου (μιλάμε πάντα για ένα B-movie του κερατά), ολόκληρη η πλοκή της ταινίας πλην του διφορούμενου φινάλε (το πιο εξεζητημένο που θυμάμαι εδώ και αρκετά χρόνια) στηρίζεται στους πλούσιους διαλόγους. Εξελισσόμενοι οι τελευταίοι αποκαλύπτουν μια Αμερική μπερδεμένη εώς και αγανακτισμένη απέναντι σε μια δυναμική παγκόσμια κατάσταση, έναν λαό που μέσα σε καθαρά καπιταλιστικό περιβάλλον-σουπερ μάρκετ μόνο με φόβο και καχυποψία μπορεί να κοιτάξει παραέξω. Οτιδήποτε ακολουθεί το πρώτο θανατικό αποτελεί οξεία κριτική από πλευράς του σκηνοθέτη προς πάσα κατεύθυνση. Όχι πως δεν εστιάζει κομματάκι παραπάνω στον επικίνδυνο φονταμενταλισμό μέσω μιας αυγκράτητης Marcia Gay Harden.

Πάμπολλες αναφορές στην B θεματολογία και φιλμογραφία. Η μεγάλη μυστηριώδης "απειλή" (έστω κι αν εδώ η εσωτερική είναι τρομακτικότερη), τα τέρατα και το ανθρώπινο σφάλμα, οι αισθητικές επιλογές και η αχνή φωτογραφία που εν μέρει αναβιώνουν τα 5ο's. Πραγματικά μέχρι να σκάσει κάποια στιγμή ένα κινητό τηλέφωνο στην οθόνη δεν ήμουν σίγουρος σε ποια εποχή εκτυλίσσεται η ταινία. Τελικά το Mist αποτελεί το γνησιότερο τέκνο του σινεμά που έκαναν μισόν αιώνα πριν ο Wise, ο Arnold και η λοιπή ανήσυχη "νεολαία". Τότε βέβαια κι υπό την σκιά του ψυχρού πολέμου, τα αδιέξοδα του έθνους ήταν εμφανέστατα και πολύ πιο κρίσιμα. Από αντίδραση ίσως όσοι ακολούθησαν κατά την μεγάλη ακμή του αμερικάνικου σινεμά το 'ριξαν στον B-χαβαλέ (που προφανώς δεν μας χαλάει). Η Ομίχλη είναι πολύ σοβαρή και παρ' ότι μοιάζει άκαιρη, ειδικά αν σκεφθούμε ότι απευθύνεται σε μια γενιά που αγνοεί θρησκόληπτους, μιλιταρισμό και λοιπά ακραία κοινωνικά φαινόμενα (πράγμα για το οποίο ο Darabont δεν φαίνεται να νοιάζεται ιδιαίτερα - και καλά κάνει), φέρει στον πυρήνα της προχωρημένο προβληματισμό ο οποίος σαν από προγραμματισμό ή σαν περιοδικό φαινόμενο επανέρχεται τακτικά στις οργανωμένες κοινωνίες.

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

AVPR: Aliens vs. Predator - Requiem


Διαστημικό ατύχημα ξαναφέρνει τα Aliens στην Γη κι αυτά αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται δια της γνωστής τηκτικής μεθόδου σπέρνοντας τον πανικό σε μια κωμόπολη των ΗΠΑ. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν καταφθάνει και ένας/ο Predator, τσακωμένος από χρόνια με τη συμπαθή φυλή των Alien.

Παραδέχομαι ότι συνεχίζω να βρίσκω γοητευτική τη θέα ερπετοειδών που ξεσκίζουν αναδυόμενα την ανθρώπινη κοιλιακή χώρα. Εξαιρώντας το (αηδιαστικό) παραπάνω ό,τι μένει είναι μια παλιομοδίτικη και αδιάφορη περιπέτεια του χειρίστου είδους. Αποφάγια των 80s με την φωτεινότητα της εικόνας πολύ πιο κάτω απ' το κρίσιμο όριο που έθεσαν οι δύο πρώτοι Εξολοθρευτές. Δράση και κλειστοφοβία κοντά στο κλίμα και τη λογική των Predator, γι' αυτό και το κυνήγι ξεκινά από το δάσος, γι' αυτό και στη συνέχεια κλεινόμαστε σε υπόγεια και σπηλιές. Και για να μην μείνει κανένας παραπονεμένος χώνουμε και κάνα δυο spooks ξεπατικωμένα απ' τη σειρά Alien. Απόλυτο clue η στιγμή που ο παντοδύναμος Κυνηγός του AVPR σε μια σκηνή αυτοΐασης, καυτηριάζει την πληγή του θυμίζοντας τον Stallone και τον επίκαιρο John Rambo.

Όσοι δάκρισαν και νοστάλγησαν στο άκουσμα των παραπάνω αναφορών έσπευσαν στο multiplex της γειτονιάς τους, με have fan διάθεση και περίσσια υπομονή (για να αντέξουν το πρώτο ημίωρο και την γνωριμία με τους γήινους χαρακτήρες του φιλμ). Οι υπόλοιποι σίγουρα θα προσπεράσουν. Υπάρχει άλλωστε και το κακό προηγούμενο.