Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

CRASH No2: Chaplin vs. Keaton


To κωμικό (και λιγάκι εορταστικό)


Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων το "λιγάκι εορταστικό" δεν αναφέρεται στις "άγιες" μέρες που διανύουμε (θα ακολουθήσει κατάλληλο post γι' αυτές) αλλά στο ZubizabAtazu. Επέλεξα να γιορτάσω την 100η επίσημη ανάρτηση του blogακίου μου με ένα crash. Μαθηματικά βέβαιο ότι κάποιος απ' τους συνήθεις υπόπτους (που αναφέρονται και λίγο πιο κάτω στο CRASH No1) θα το έθετε. Κλασική και αιώνια σινεφιλική κόντρα. Θέμα συζήτησης για πάνω από 70 χρόνια, απ' τα πάσης φύσεως καφέ (πραγματικά πάσης) μέχρι τα συγγράματα θεωρητικών, που ανά περιόδους εναλάσσουν την κορυφή μεταξύ αυτών των δύο. Θα μπορούσω να γράψω άνετα 100 κιλά παπαριές περί ψήφου που πονάει, περί απαρχής της κωμωδίας, περί σταντ, σωματικής αγωγής και φυσικής ικανότητας, περί gag τεχνικής, για το Limelight, για προφήτες και καταραμένους, για την επιρροή που επιμένουν να ασκούν, για-για-για... 1002 πράγματα. Το ερώτημα πιστεύω θα συνεχίσει να είναι ασύστολα δύσκολο για όλους και θα παραμείνει (μέχρι να σταματήσει να γυρίζει η Γη... τουλάχιστον): Buster Keaton ή Charles Chaplin;

ΥΓ. Μιας και περί εορτών ο αρχικός λόγος, τα φετινά Χριστούγεννα συμπληρώνονται 30 χρόνια απ' την ημέρα που το πιο αξιαγάπητο χαμίνι που ζήτησε ποτέ την προσοχή μας, ταλαιπωρημένο ως είχε συνηθήσει, έπεσε για ύπνο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι πλέον είχε τη δύναμη κι επέλεξε να μείνει για πάντα στο όνειρό του. Παρ' όλ' αυτά συνεχίσαμε να είμαστε σκληροί μαζί του...

American Gangster


Έργα και ημέρες του αφροαεμρικάνου αρχιμαφιόζου Frank Lucas καθώς και του ισχυρά αδιάφθορου αστυνομικού Richie Roberts που τελικά τον συνέλαβε. Μια τυπική ιστορία ανόδου και πτώσης, αντιστρόφως ανάλογη με την κατάσταση στην τότε αμερικάνικη κοινωνία που αντιμετωπίζει το τέλος του πολέμου στο Βιετ-Νάμ και τα ναρκωτικά ως τον νούμερο ένα εσωτερικό εχθρό, όπως επισημαίνει και ο Richard Nixon κατά τη διάρκεια του φιλμ. Η διάδοχη κατάσταση που παρουσιάζεται στην αφετηρία με τον Lucas να περνάει στην κορυφή της ιεραρχίας του υποκόσμου, διά του τσαμπουκά του και μέσω μιας πολύ σωστής επιχειρηματικής κίνησης, απευθυνόμενος σε αγορά απελπισμένων πολιτών, συμπίπτει χρονολογικά με την μετάβαση μιας ολόκληρης χώρας απ’ τα λουλουδιασμένα 60s στην σκληρή συνειδητοποίηση των 70s.

Ο Frank Lucas λειτουργεί κόντρα στην παραπάνω αλλαγή. Συνεχίζοντας στο πνεύμα του πρώην αφεντικού του, ενός σύγχρονου «Ρομππέν του Χάρλεμ», αντιστέκεται σθεναρά στον εσκυγχρονισμό της μαφιόζικης παράδοσης (της ίδιας που «διδάσκουν» τα σπουδαία φιλμ του είδους) αρνούμενος να παραδόσει το εμπόριο και έστω μέρος της εξουσίας του σε διεφθαρμένους αστυνομικούς ή αλλιώς στην από καιρό ανερχόμενη συντηρητική τάξη. Αν για κάποιο λόγο ο αρχιμαφιόζος ήταν αδίστακτος, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στο φιλμ, δεν ήταν επειδή απλά φύτευε μια σφαίρα σ’ όποιο κεφάλι του εμπόδιζε το δρόμο του αλλά επειδή χλευαστικά χρησιμοποίσε τα όπλα της ίδιας της ρεπουμπλικάνικης εξουσίας: τα ναρκωτικά που εξαφάνισαν τους Χίπις και τα πτώματα των στρατιωτών του NAM. Εκεί που οι αστυνομικοί προσέφεραν ποσότητα (από νοθευμένη ηρωίνη) ο Lucas προσέφερε ποιότητα με το Blue Magic, την καθαρότερη «παραμύθα» της πόλης στην πιο συμφέρουσα τιμή. Το εμπόριο ναρκωτικών πέρασε πλέον αποκλειστικά στα χέρια του και ο ίδιος δουλεύοντας μακριά απ’ τις όποιες μεθοδεύσεις της νέας τάξης πραγμάτων κράτησε χαμηλό το προφίλ του καταφέρνοντας να περνά απαρατήρητος απ’ τους αδιάφθορους που κλήθηκαν να πιάσουν τους μεγαλέμπορους. Αν και ελάχιστες οι φορές που παρέκλινε απ’ τον (μαφιόζικα) ενάρετο βίο ήταν αρκετές για να οδηγήσουν στην αποκάλυψη του ονόματός του και κατά συνέπεια στην σύλληψή του.

Κι αυτό γιατί απέναντί του βρέθηκε ένας όμοιός του, ένας μπάτσος τόσο έντιμος απέναντι στους συναδέλφους του που βρήκε και παρέδωσε 1έκ. δολάρια γνωρίζοντας πως στο τέλος κάποιος χαρτογιακάς θα τα φάει. Κι αν ο πρώτος καταλήγει ηγετική μορφή για την αφροαμερικάνικη κοινότητα του Χάρλεμ, ο δεύτερος αναδεικνύεται σχεδόν άγιος (σ’ εκείνη τη σκηνή του δικαστηρίου) από τον σκηνοθέτη Ridley Scott.

Με τον τελευταίο στο τιμόνι να πω την αμαρτία μου περίμενα μια εντελώς διαφορετική ταινία. Έπαιξε ρόλο και το promotion που παρουσίαζει εξ αρχής αντιμέτωπους τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Η αντιπαράθεση τελικά δεν έρχεται ποτέ (κάθε άλλο μάλιστα) και η γραμμική αφήγηση, που καλύπτει χρονικό εύρος 7 περίπου ετών, λειτουργεί προς όφελος μιας πιστής καταγραφής κι αναπαράστασης των γεγονότων. Μια ιστορία δύο αφανών ηρώων τύπου αστυνομικού ρεπορτάζ στα χέρια του σπανίως συγκρατημένου Scott θα περίμενε κανείς με τέτοια υποστήριξη απ' το studio να καταλήξει αν όχι σκορσεζικό έπος, που είναι και της μόδας, τραγωδία Μονομάχων. Ευτυχώς και αντίθετα παρακολουθούμε απλά το χρονικό.

Ο "χρονογράφος" Scott δεν παραλείπει να κατέβει με την κάμερα στα γκέτο αποτυπώνοντας μέρος της νέγρικης κουλτούρας κι υπερβολής, υπενθυμίζει το μεγάλο αστυνομικό σκάνδαλο κατάχρησης εξουσίας, θέτει ως άγουσες δυνάμεις του φιλμ τους Washington και Crowe που τον αποζημιώνουν με τις ερμηνείες τους ενσαρκώνοντας ιδανικά το δίπολο του πυρήνα. Επισημαίνει επίσης το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, οριοθετώντας το τέλος για τις παραδοσιακές αξίες του δρόμου (ή της ζούγκλας της ασφάλτου - πολύ τον γουστάρω τον τίτλο του Huston) που αντικαθίστανται ακόμη και στο έγκλημα από αγνές business πρακτικές. Φιγούρα στο μεταίχμιο αυτής της κατάστασης ο Frank Lucas. Ο πιο καλός επιχειρηματίας που επέλεξε να βαδίσει μόνος μακριά απ' τους κανόνες του εμπορίου. Είπαμε 7 χρόνια κατάφερε να κρατήσει... Στην ουσία ένας ρομαντικός, όπως η τροπή που παίρνει η ιστορία του(ς) λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι. Αντιφατική φύση...


Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Michael Clayton


Μιλάω για τον Michael Clayton έχοντας χάσει το πρώτο κρίσιμο 10λεπτο της ταινίας.

Το κακό με τις κινηματογραφικές απόπειρες της φιλελεύθερης Αμερικής είναι ότι στην πλειοψηφία τους και στην συνείδηση του κοινού περνάν ως ταινίες (γενικής) καταγγελίας. Γι' αυτό και ο George Clooney, εκ των σημαιοφόρων της στο σχεδόν αυτόνομο Hollywood (μαζί με τον Robbins, τον Penn, τον Redford και κάνα δυο τρεις ακόμα) δεν άργησε να γίνει γραφικός για τους πολλούς (ας μην ξεχνάμε ότι στις ΗΠΑ έχουν ακόμα τον Bush για πρόεδρο).

Το Michael Clayton ως η πρώτη ταινία του Tony Gilroy είναι αρκετά καλό. Mε μια φανταστική (όπως μη-πραγματική) ιστορία διαφθοράς και ηθικών αδιεξόδων καταφέρνει να πιάσει απ' τις εργασιακές σχέσεις στις μεγάλες φίρμες, μέχρι την ανελέητη πλουτοθηρία, παρουσιάζοντας ακραίες πρακτικές που, φοβόμαστε είναι η αλήθεια, ότι εφαρμόζονται από πολυεθνικές και λοιπές μεγαλοεταιρίες (το Erin Brοckovich άλλωστε βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα). Μη αναφερόμενο σε συγκεκριμένο παράδειγμα λοιπόν μπορείτε να το τραβήξετε μέχρι εκεί που φτάνει η σίγουρα ζωηρή φαντασία σας. Συγκεκριμένες λεπτομέρειες του πονηρού σεναρίου σας επιτρέπουν να αναγνώσετε μέχρι απ' ευθείας πολιτικό σχόλιο (οι τόποι δράσης, το βιβλίο που διαβάζει ο πιτσιρικάς, το όνομα της μοχθηρής U-North που αν δεν συναιτιστεί θα καταστρέψει τον κόσμο). Ευλογείται τέλος από την συνολική επίδοση του εξαίρετου cast του με τους Wilkinson (αγαπημένος), Pollack (μισητός) και Swindon να ξεχωρίζουν σε δορυφορικούς ρόλους.

Το Michael Clayton ως η τελευταία κατάθεση του Clooney (μέχρι το ολόδικό του Leatherheads) είναι ακόμη καλύτερο. Έχουμε μια απ' αυτές τις περιπτώσεις που o σταρ σε συνδυασμό με το θέμα οδηγούν μια πιθανή βαθύτερη ανάλυση πολύ πιο πέρα από εκεί που σταματάει ο σκηνοθέτης. Σκεφτείτε για παράδειγμα πόσο διαφορετική ταινία θα ήταν το Last Castle αν δεν πρωταγωνιστούσε ο Redford... Ο κεντρικός ήρωας, απ' τα καλύτερα πιονάκια μεγάλου δικηγορικού γραφείου, καλείται να αντιμετωπίσει εκτός απ' τα πολλά προσωπικά του προβλήματα (χρέη και διαζύγιο κ.α!) την ξαφνική πνευματική αστάθεια ενός συνεργάτη του που σαμποτάρει αντι να υπερασπίζει την θέση της U-North, του μεγαλύτερου ίσως πελάτη.

Πρώτος ο φιλελεύθερος πρέπει να πειστεί και μετά θα θριαμβεύσει η δικαιοσύνη!!! Όλοι βλέπουνε το ίδιο όνειρο αλλά ο Clooney οφείλει να ξυπνήσει πριν απ΄ τους υπόλοιπους γιατί είναι το μέσο προς το δίκαιο. The truth is out there. Πρέπει να πειστεί για τις αγαθές προθέσεις ενός τρελού που ξοδεύει τα πάντα, ρισκάρει τα πάντα και στο τέλος ξέρει πως θα χάσει τα πάντα. Καταλαβαίνω πως το παρακάνω με την πολιτική χροιά που θέλω να δώσω αλλά με βοηθάει και ο Gilroy. Ακριβώς επειδή η ταινία του δεν μοιάζει καταγγελίας αλλά πολιτικό θρίλερ θυμίζοντας μερικές απ' τις καλές στιγμές του είδους.

ΥΓ. Κάτι καλό θέλανε να κάνουν με την αυθεντική αφίσα αλλά το αποτέλεσμα αισθητικά τουλάχιστον είναι τραγικό. Γι' αυτό σας βάζω τη γαλλική.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

El Orfanato


Μια γυναίκα επιστρέφει στο, εγκαταλελλειμένο πια, ορφανοτροφείο όπου μεγαλώσε, αποφασισμένη να το ανακαινίσει και να φιλοξενήσει 5-6 παιδιά που να έχουν ανάγκη απ' την φροντίδα της ίδιας αλλά και του ιατρού συζύγου της. Μαζί της κι ο θετός γιος της, ο μικρός Simon που αρέσκεται στο να παίζει με τους φανταστικούς του φίλους. Μια τυπικά... ισπανική ιστορία φαντασμάτων απλωμένη σε 100 εξόχως ατμοσφαιρικά, ως συνηθίζουν οι ευρω-λατίνοι, λεπτά.

Το σινεμά του παραγωγού Del Toro που ασπάζεται σε σημεία ο "πρωτοεμφανιζόμενος"* Juan Antonio Bayona εγγυάται (εκ προοιμίου) μπόλικες στιγμές "εικαστικού τρόμου". Το συνολικό αποτέλεσμα απ' την άλλη θυμίζει μάλλον το Others του Amenabar (περισσότερο κι απ' το Devil's Backbone όπως βιάστηκαν να μου καρφώσουν στην Θεσσαλονίκη). Το Ορφανοτροφείο μπορεί να στερείται του βάθους των παραπάνω ταινιών αλλά δεν παύει να αποτελεί ύψιστη πρόκληση για το ένστικτο του θεατή. Όντας σκηνοθετημένο μαεστρικά αναγάγει θεωρητικά ήπιες σκηνές τρόμου σε ψυχοβγάλτες. Πιστό στους πρωτεύοντες μηχανισμούς του σασπενς, η δόμηση του οποίου αποτελεί και το κύριο μέλημα του Bayona, εκμεταλλεύεται άριστα καταλυτικές λεπτομέρειες ενός κατά τ' άλλα "ελαφριού" σεναρίου (ψυχολογική αστάθια, η πλήρης απομόνωση της πρωταγωνίστριας, η καταπληκτικά στημένη επίσκεψη των μέντιουμ). Το παραπάνω σε συνδυασμό με τον λυτρωτικό δραματικό τόνο του φινάλε που διαδέχεται την κλιμακούμενη ένταση, την φροντισμένη στο σύνολό της παραγωγή και την ερμηνεία της Belen Rueda, που τα βγάζει πέρα σε έναν άκρως απαιτητικό ρόλο, δικαιολογούν την άμεση αναγνώριση του φιλμ ως την πιο πρόσφατη μα εξέχουσα προσθήκη στο πάνθεον των ταινιών φαντασίας.

Ένα μικρό παράπονο για το τέλος (και του κειμένου και του φιλμ). Στο ελκυστικότατο αυτό ghost story η πασχίζουσα απόπειρα για μια πλήρως ορθολογιστική εξήγηση έστω μέρους τον τεκτενομένων, απόπειρα παράλληλα για αυτοϊκανοποίηση δια της αντίληψης ορισμένων θεατών, θα μπορούσε απλούστατα να λείπει (ως επεξηγηματικό κομμάτι εντελώς εκτός κλίματος).

* Ο Bayona μετράει ήδη μια γεμάτη 10ετία με πάνω από 25 "μικρές" δουλειές ενώ διδάσκει και σε πανεπιστήμιο

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

CRASH No1: Nolan vs. Aronofsky

Το μοντέρνο:


Παίρνοντας την σκυτάλη απ' τον φίλτατο Μπουκάτσα, τον ευγενή Άκη Καπράνο με τις μπουκιφσκολογίες του και τον πρωτομάστορα των crash(es), και κατά συνέπεια αρχιπροβοκάτορα, ildimo ζητώ να πάρετε θέση στο άκρως επίκαιρο δίλημμα: Christopher Nolan ή Darren Aronofsky;


Νομίζω ότι οι λόγοι για την επιλογή των παραπάνω σκηνοθετών είναι παραπάνω από εμφανείς.


Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007

Love in the Time of Cholera


Κρααααα

Γύρισα απ' τη Θεσσαλονίκη έχοντας παρακολουθήσει τουλάχιστον 2 μεγάλες συζητήσεις σχετικά με την σύγχρονη κριτική. Και οι δύο κατέληξαν στο ότι υπάρχουν σήμερα άνθρωποι που κρώζουν με θέρμη "μην πάτε να δείτε αυτό", "ταινία για τα σκουπίδια", "μείνετε μακριά" και λοιπά απαξιωτικά για τις διάφορες και αδιάφορες καλλιτεχνικές απόπειρες. Αυτοί οι άνθρωποι κάνουν κακό και στο κοινό και στο επάγγελμα του κριτικού.
Επαγγελματίας κριτικός δεν είμαι (ευτραφής νέος με άπειρο ελεύθερο χρόνο είναι θα 'ταν ένας πιο εύστοχος χαρακτηρισμός για το ποιόν μου) αλλά συμφωνώ εν μέρη με την παραπάνω θέση. Εκτός κι αν πούμε ότι η κριτική απευθύνεται μόνο σε μια ανώτερη διανοητικά τάξη. Δεν χρειάζεται να έχεις διαβάσει πολλά κείμενα για να καταλάβεις ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στις μέρες μας.
Πάρτε όμως για παράδειγμα τον Έρωτα στα Χρόνια της Χολέρας...

Διασκευή του αιώνια (μετά τους 4 Γάμους) μέτριου Mike Newell κατ' ευθείαν απ' τα κλασικά εικονογραφημένα. Γνωστό τοις πάσι ότι είναι δύσκολο να ανεβάσεις Marquez στο σινεμά αλλά όχι κι έτσι βρε αδερφέ, αβίαστα και χωρίς καμιά προσπάθεια. Η μεταφορά δεν ακολουθεί απλά την πεπατημένη αλλά άγει τον αρπακολισμό σε νέα επίπεδα. Κατ' αρχάς έχεις να διαλέξεις τους ηθοποιούς που θα ενσαρκώσουν τους ευανάγνωστους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Λες θα πάρω Λατίνους γιατί Λατίνοι είναι και στο βιβλίο. Πρωταγωνίστρια βάζεις την άκυρη Mezzogiorno, που δεν αποδίδει στο ελάχιστο την υποτιθέμενη γοητεία της ηρωίδας, παίρνεις τον καθαρά Hollywoodιανό Benjamin Bratt, που βγαίνει σαν τριτοξάδερφος του John-John, και τέλος καταφέρνεις και εξωθείς ένα σπουδαίο ηθοποιό όπως ο Javier Bardem σε μια ερμηνεία-ανέκδοτο. Κι αφού κάνεις το καλό με το all-tanned cast γιατί τους βάζεις και μιλάνε σπαστά αγγλικά;

Στη συνέχεια, έχεις να διαχειριστείς ένα δύσκολο εσωτερικό βιβλίο, ένα ερωτικό τρίγωνο που κουβαλάει πάνω του 40και χρόνια ιστορίας, σημειολογικός παράδεισος ακόμη και για αρχάριους "λύτες", πως σκατά καταφέρνεις να κάνεις μια τόσο επίπεδη ταινία. God dammit δηλαδή, τον τίτλο πριν το γυρίσεις δεν τον διάβασες;

Μηδέν αγαπητέ αναγνώστα... Προς χάρην της ερωτικής ιστορίας του πυρήνα όλα τα υπόλοιπα εκμηδενίζονται. Και με τόσους λατίνους επί της οθόνης αυτό δεν είναι πια σινεμά, είναι η Ουσουρπανδόρα σε αναβαθμισμένη και ψευτο-ιντελέκτ έκδοση.

Και για να επανέρθουμαι στα της αρχής... Το Love in the Time of Cholera, ταινία με σίγουρο κοινό, ανοίγει μαζί με τον καινούργιο Woody Allen (εκτός συναγωνισμού), με δύο ηλίθιες περιπέτειες (τα Ηitman και Shoot 'em Up), με την Avelon (ακριβώς από κάτω τα δικά της καμώματα), με το Βιολί (που δεν έχω δει) και με μια ακόμη κακή ταινία, το Good Luck Chuck. Κι όμως παρά τους υπέρτερους συντελεστές, παρά το όποιο ποιοτικό υπόβαθρο, παρά τις δεδομένες για τα λεφτά της τεχνικές αρετές είναι η μεγαλύτερη απάτη της εβδομάδας. Κυρίως γιατί παίρνει ένα δηλωμένο έργο τέχνης και το υποβαθμίζει σε τέτοιο βαθμό που γίνεται σαπουνόπερα. Υπήρχαν απαιτήσεις αλλά ξεπέρασε και τους χειρότερους φόβους. Χωρίς το άγχος του κριτικού μπορώ και το λέω ξεκάθαρα: Μην πατήστε στην αίθουσα γι' αυτή τη μλκία... Εκτός κι αν σας άρεσε το Σπίτι των Πνευμάτων (κι αυτό το γράφω για σένα μητέρα Μαριγώ, άσε που στη Σάμο μόνο από σπόντα θα το δεις :p). Για όσους άσχετους με το βιβλίο του Marquez σε καλή έκδοση το βρίσκετε με 3 euro αντί των 8 που έχει πάει το εισητήριο.

Εξοργιστικά κακό...

Das Wilde Leben


Η δικτατορία της ομορφιάς

Το
Das Wilde Leben ή 8 Miles High στα αγγλικά (που καταπίνεται ως σχετική με το κλίμα και την εποχή μετάφραση) ή 1000 Μίλια Έρωτα (;;; ο άσχετος τίτλος) στα ελληνικά είναι μια μικρή βιογραφία για την περιβόητη groupie Uschi Obermeier, βασισμένη μάλιστα στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο High Times: Mein Wildes Leben.

Ε και; (η πρώτη αντίδραση...)

Από πότε μας ενδιαφέρουν και οι ζωές των groupies θα πει κανείς. Μας ενδιαφέρουν από τότε που τις υποδύεται η
Natalia Avelon θα απαντήσω. Πλάσμα θεσπέσιο και εξαιρετικό που δεν διστάζει να κυκλοφορεί γυμνό για παραπάνω απ' τη μισή ταινία. Κατευθείαν στο Πάνθεον λέμε...
Γιατί σου λέει κύριος groupie ήταν η κοπέλα, δουλειά της ήταν να κρατάει ψηλά το ηθικό των ανδρών γύρω της. Ή απέναντί της, στα καθίσματα του σινεμά. Πίσω απ' τα βυζιά υπάρχει και ταινία.

Μην ονειρεύσαι τη ζωή σου. ΖΗΣΕ το όνειρό σου! (το tagline)

Το όνειρο της Uschi ήταν να ζήσει ελεύθερη και νομίζει πως το κατάφερε. Αρχικα στα 16 φεύγει απ' το σπίτι της και με τη βοήθεια χίπιδων κι αριστεριστών καταλήγει στην Κομμούνα 1. Εκεί ερωτεύεται και την ερωτεύεται ο Rainer Langhans!!! Αφού φτάνει να τον διαβρώσει ιδεολογικά εγκαταλείπει το κοινόβιο για να "συμμετάσχει" στην περιοδία των Rolling Stones. Jagger και Richards θα κάνουν από 'δω και στο εξής πολλές στάσεις στο εκάστοτε διαμέρισμά της. Στη συνέχεια ερωτεύεται τον Πρίγκηπα του Αμβούργου ή κατά κόσμον Dieter Bockhorn, έναν celebrity-τυχοδιώκτη που της υπόσχεται ότι θα γυρίσουν μαζί τον κόσμο. Αυτή του η υπόσχεση την ανάγκασε να αρνηθεί πρόταση για 10ετές συμβόλαιο με τον παραγωγό Carlo Ponti..!

Όπως μας τα λέει το 8 Miles High η
Obermeier περισσότερο κι από γυναίκα-σύμβολο της σεξουαλικής απελευθέρωσης ήταν ένας θηλυκός Forrest Gump. Στην Κομμούνα φτιάχναν βόμβες (μερικά δευτερόλεπτα στο φιλμ), οι Rolling Stones τρόπον τινά άλλαξαν τον κόσμο, ο Carlo Ponti παραμένει θρυλικός κι αυτή... πανταχού παρούσα αλλά αδιάφορη. Και το χειρότερο η τολμηρή groupie όπως παρουσιάζεται στην ταινία μόνο ελεύθερη δεν έζησε. Δέσμια του πόθου των αρσενικών, τρόπαιο στα χέρια του Πρίγκηπα που την κλείνει prive με ένα τηλεφώνημα.

Αυταπόδεικτη στο φιλμ η δικτατορία της ομορφιάς. Χάρη σ' αυτή η Uschi, ήταν μέσα σ' όλα. Μπροστά της ακόμη και ο βαρβάτος θεωρητικός Langhans ξέχασε τον Μαρξ και τον Νατσέγιεφ και άρχισε τις ζήλιες. Ολόκληρος Ponti της υπόσχεται ρόλο στο Επάγγελμα Ρεπόρτερ. Μόνο ο θηριοδαμαστής κι αυταρχικός Bockhorn τα βγάζει πέρα μαζί της. Το φιλμ είναι κακό, ασύνδετο και πολύ μεγαλύτερο απ' όσο θα 'πρεπε σε διάρκεια. Αλλά επειδή η Avelon είναι παραπάνω κι από όμορφη (τα πρώτα 5 αστεράκια για φέτος), όπως όμορφο είναι αισθητικά και το Der Wilde Leben, που πέρα από υψίστης ποιότητος σάρκα προσφέρει και μια εξαίρετη ανασύσταση της ταραγμένης εποχής στην οποία αναφέρεται, θα το βρείτε παντού, απ' τα μικρά και ξεχασμένα συνοικιακά σινεμά (που τέτοιες ευκαιρίες ψάχνουν) μέχρι το multiplex της γειτονιάς σας. Εμπορικός κινηματογράφος made in Germany.

Hitman


Κυνικός και φαλακρός εκτελεστής, ατσαλάκωτος και εντυπωσιακός, βρίσκεται παγιδευμένος μεταξύ Interpol, ρωσικών μυστικών υπηρεσιών και του ίδιου του χρηματοδότη του που έχει βαλθεί να τον ξεκάνει. Πρόκειται για μεταφορά στη μεγάλη οθόνη την ομώνυμης σειράς βιντεοπαιχνιδιών με πρωταγωνιστή τον θρυλικό Agent 47, έναν φινετσάτο (πάνω απ' όλα) hitman που ποτέ κανείς ζωντανός δεν έχει δει το πρόσωπό του.

Ως γνωστόν videogames και κινηματογράφος είναι τσακωμένα εδώ και καιρό. Οτιδήποτε περνά απ' την κονσόλα στο πανί και το αντίστροφο... χαλάει. Παραδόξως το Hitman, σκηνοθετημένο από κάποιον Xavier Gens, καταφέρνει να είναι πιστό στο παιχνίδι και παράλληλα κινηματογραφικό. Απ' την μία υπάρχουν πάμπολλες σκηνές να θυμίζουν τον ηλεκτρονικό ήρωα (η θέση της κάμερας πολλές φορές, το περπάτημα του πρωταγωνιστή, η σκηνή με τα λουλούδια, το φονικό καλώδιο κτλ κτλ κτλ). Απ' την άλλη το φιλμ καταφέρνει να πείσει ως ανεξάρτητη μοντέρνα περιπέτεια κι αυτό χαρή κυρίως στην λεπτομερή κινηματογράφιση της αρχής, με πολλά insert πλάνα σε αλληλοδιαδοχή.

Game over όμως όταν αρχίζει το ξυλίκι και οι πιστολιές. Το Hitman θα ήταν μια αξιοπρεπής, πέρα από σύγχρονη, περιπέτεια αν έλειπαν 2-3 μεγάλες σκηνές υπερβολικής δράσης όπως η τετραπλή ξιφομαχία (θυμήθηκα τον αγαπημένο μου Rossio σ' αυτό το σημείο) μεταξύ των πρακτόρων. Αντ' αυτού ξεπέφτει στα εύκολα, αραδιάζοντας ανούσια φασαρία σε τακτά χρονικά διαστήματα. Γιατί..; Για να μην απογοητεύσουμε τα παιδάκια που θα το δουν; Γιατί πίσω απ' τις κάμερες κρύβεται μεταξύ άλλων και ο extragavant Besson, επιρρεπής στην "πυξ, λαξ, δοντάξ" έντονη βία; Επειδή το είδος έχει ξεφτιλιστεί στις μέρες μας και ζωντανή απόδειξη είναι και η έτερη πρεμιέρα της εβδομάδας, το Shoot 'em Up; Όλα τα παραπάνω;.

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

διόρθωση


Η νέα ταινία του Θάνου Αναστόπουλου (Όλο το βάρος του κόσμου, το εξαίρετο κι αδικημένο ντεμπούτο του) βασίζεται μερικώς και αορίστως σε πραγματικά γεγονότα. Μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα Αλβανίας - Ελλάδας μετανάστες πανηγύριζαν στους δρόμους της Αθήνας, προκλητικά θα πουν μερικοί ηλίθιοι, την νίκη της ομάδας τους με αποτέλεσμα να γίνουν στόχος για άκρως επικίνδυνους εθνονταήδες. Σε μια απ' τις αναπόφευκτες συμπλοκές ο Γιώργος Σημαιοφορίδης, κεντρικός ήρωας της διόρθωσης, σκοτώνει έναν Αλβανό ξυλοκοπώντας τον στα σκαλιά του μετρό. Φυλακίζεται και τέσσερα (!!!) χρόνια μετά βγαίνει με αναστολή αναζητώντας την σύντροφο και το παιδί του αλλοδαπού. Πλέον πρέπει πέρα απ' το δυσοίωνο παρόν του ως απόκληρος, να διορθώσει και τα λάθη του παρελθόντος...

Οι κοινωνικοί άξονες γύρω απ' τους οποίους περιστρέφεται η (καθαρά) πολιτική ταινία είναι ο εθνικισμός-χουλιγκανισμός (εδώ ταυτόσημα) και η ζωή των μεταναστών. Γι' αυτό και ο πρωταγωνιστής θα περάσει απ' τα παλιά στέκια των τραμπούκων φίλων του αλλά τελικά θα καταλήξει να δουλεύει σε ψητοπωλείο με Αλβανό ιδιοκτήτη. Η αλήθεια είναι ότι ο σκηνοθέτης θέτει στην συμφιλίωση του ήρωα με το περιβάλλον του όρους εντελώς ψεύτικους γι' αυτό και σε πολλά σημεία η ταινία πάσχει δραματουργικά. Το συναισθηματικό κενό όπως αποτυπώνεται στο ανέκφραστο πρόσωπο του ηθοποιού Γιώργου Σημεονίδη και η ελλειπής προσέγγιση σε δύο ούτως ή άλλως "κουκουλωμένα" θέματα απ' την ελληνική καθημερινότητα φτάνουν να μιλούν για μια διόρθωση που υπ' αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατον να συμβεί.

Σε πρώτο πλάνο λοιπόν υπάρχει πάντα ένας προβληματισμός που αμβλύνει (ωρολογιακές) καταστάσεις. Αν ψάξει όμως κανείς την πολιτική θέση του Αναστόπουλου μάλλον θα την βρεί στο φόντο. Ο σκηνοθέτης μ' αυτόν τον τρόπο επιστρέφει σε ένα σινεμά που έπαψε να υπάρχει μετά την ανόμαλη μετάβαση απ' την δικτατορία στην προεδρευομένη, σινεμά καταγραφής παρά γραφής.

Ο εθνικιστής Σημαιφορίδης (όνομα και πράγμα) γεννήθηκε το 1974. Έφτασε μια μέρα να σκοτώσει με την ελληνική σημαία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Το 1974 η Ελλάδα υποτίθεται ότι εξαλείφει τα άκρα της. Ψέμα... Η μεταπολίτευση έφερε την ουδετερότητα στο μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων, αλλά διατήρησε τους πόλους. Η παραδειγματική τιμωρία των Συνταγματαρχών ήταν λαϊκή απαίτηση. Δεν ήρθε και προέκυψε η 17Ν. Απ' την άλλη μεριά όταν βολεύτηκε κι ο τελευταίος της περίφημης γενιάς του Πολιτεχνείου βρήκαν πάτημα οι εθνικιστές και οι κρυφοφασίστες άρχισαν να γίνονται φανεροί. Η Αθήνα της ταινίας δεν είναι πόλη-σκηνικό είναι πραγματικότητα, γι' αυτό γεγονότα και ειδήσεις, όπως η αναστάσιμος ακολουθία παρουσία του Αρχιεπισκόπου και τα πραγματικά εξώφυλλα για τη δολοφονία του Φιλόπουλου, συνοδεύουν κάθε κίνηση του πρωταγωνιστή. Οι χούλιγκανς τελικά είναι ότι και οι παρελάσεις, ότι είναι και η εθνικιστική ομιλία του Χριστόδουλου στο Σύνταγμα, ότι και οι μυστικές ομάδες που περνάν τη μέρα τους στα γυμναστήρια ώστε μια μέρα να βγουν να πλακώσουν έναν αλλοδαπό. Η Ελλάδα ως φασιστικό κατάλοιπο.

Αν η διόρθωση έχει σκοπό να αλλάξει τον ήρωά της έχει αποτύχει παταγωδώς. Ως καθρεύτης μιας πολιτικής πραγματικότητας όμως δεν χαρίζεται σε κανέναν. Κάποτε τέτοιες ταινίες ήταν επιτακτικά αναγκαίες. Ο Αναστόπουλος υπόγεια αποδεικνύει ότι 25 χρόνια μετά η ανάγκη υπάρχει ακόμα.

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

We Own the Night


Το κρίμαν

Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες. Κάποια στιγμή, κάτι γίνεται και... (καμπούμ) στη βιδώνει και γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Αρχίζει να στροφάρεις ανάποδα βρε αδερφέ. Αυτό που έπαθε ας πούμε ο Gray και ο πρωταγωνιστής του. Κάτι ανάλογο μ' αυτό που έπαθε 'ενα γενναίο 3.8% των Ελλήνων και σε ανύποπτο χρόνο ακούστηκε το κορυφαίο χορατό περί "μνημείου τω άγνωστω αστυνόμω"...

Μετά την μαρτυρία του We Own the Night πάντως, τολμώ να πω πως αν τη θέση του Μ. Γεωργίου του εις φόντον Φιδοκτόνου (το "Μ." δεν είναι απαραίτητα Μέγας) στην Βουλή την είχε ο παλιομοδίτης σκηνοθέτης η ανέγερση του εν λόγω μνημείου, με το υπάρχον καθεστώς δημοκρατίας, θα είχε ήδη δρομολογηθεί.

Κρίμα γιατί στην αφόρητα αστυνομική αυτή περιπέτεια υπάρχουν 4-5 εξαιρετικά γυρισμένες σκηνές. Φυσικά και το αισθητικό αποτέλεσμα του αγαπημένου Yards.

Back to the 80's η ταινία απ' όλες τις απόψεις...

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2007

Taxidermia


Πολιτική σάτιρα για γερά στομάχια

Σύσσωμο το ανατολικό μπλοκ μετά την δολοφονία του Τσαουσέσκου και τις επί Γκορμπατσόφ εξελίξεις έσπευσε να αποτινάξει ως ασθένια το γερασμένο καθεστώς. Στις περισσότερες χώρες μπροστάρηδες στάθηκαν οι καλλιτέχνες (μιας και οι σοβαρότεροι των πολιτικών ήταν πιο μπερδεμένοι απ' τον βουβό λαό). Στο σινεμά πρωτοστάτησαν οι Ρουμάνοι, με πρότυπο πάντα την Άνοιξη της Πράγας, ακολούθησαν οι πρώην Γιουγκοσλάβοι και στη συνέχεια σοβιετικοί (με τελευταίους τους Ρώσσους να σημειωθεί). Η σειρά δικαιολογείται αν θεωρήσουμε ότι ανάλογη της δράσης είναι η αντίδραση.

Συνεχίζοντας την ίδια λογική τελευταία έρχεται η Ουγγαρία. Χώρα με παράδοση σε σπουδαίους κινηματογραφιστές αλλά ως επί το πλήστον άσχετους με κουμμουνιστικό αποδομητισμό. Απ' όλες τις ανατολικές χώρες οι Μαγυάροι είχαν μάλλον το πιο ήπιο καθεστώς και παράλληλα το "αυτοκρατορικό" τους παρελθόν τους εξασφάλισε οικονομικούς δεσμούς με τη Δύση, παρά την εγκατάσταση των Σοβιετικών στη χώρα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την προσωρινή σταλινοποίηση στα χρόνια του Ράκοσι.

Το Taxidermia του 2006 (η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στις Κάννες του 2006 οπότε και άρχισαν τα εγκώμια, αλλά μόλις φέτος κυκλοφορεί διεθνώς) είναι μια σαφέστατη και ευρυματική πολιτική σάτιρα για την εξέλιξη του κομουνισμού. Πιστός στην προλογιζόμενη παράδοση και με την με την ασφάλεια που προσφέρει η τεράστια καθυστέρηση, ο Gyorgy Palfi στήνει ένα δεικτικότατο φιλμ σχετικό με τις ρεαλιστικές επιδιώξεις (και το τελικό outcome φυσικά) του "μεγαλύτερου κοινωνικού πειράματος" που έγινε ποτέ.

Τρεις γενιές, τρία διαφορετικά στυλ. Εν αρχή ένας στρατιώτης, αναγκασμένος να καταπνίγει τα ένστικτά του και τις ορέξεις του φλογοβόλου του πέους, ξεσπάει εκστασιασμένος στο κουφάρι ενός γουρουνιού. Η χοντρή σπιτονοικοκυρά του στη συνέχεια θα γεννήσει ένα μωρό με στριφτή ουρά που μέλλει γίνει πρωταθλητής στο ευγενές όσο και αηδιαστικό άθλημα της ταχυφαγίας. Οι αιχμές του σκηνοθέτη απ' αυτό το σημείο και μετά γίνοντα πιο σαφείς (η αλήθεια είναι ότι αν μπεις χωρίς μπούσουλα στην προβολή "χάνεις" ολόκληρο το πρώτο μέρος).

Το πείραμα που λέγαμε παραπάνω, προσωποποιημένο στον ταχυφάγο αθλητή, κατεβαίνει με έναν σύν-τροφο σε αγώνα με τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες. Και όσο τρώει τόσο ξερνάει, όσο αγωνίζεται τόσο σαπίζει. Ευτυχισμένο, ζει ένα ρομάντζο που εξελίσσεται στο πλέον υπέρβαρο ερωτικό τρίγωνο που είδατε ποτε. Τα πάντα είναι ρόδινα μέχρι το έμφραγμα.

Το δεύτερο παιδί που θα γεννηθεί κατά την αναδρομή του Taxidermia θα γίνει ένας ασθενικός και άσχημος ταριχευτής. Δουλειά του εκτός απ' το να συντηρεί ψοφίμια είναι να φροντίζει τον πατέρα του, τον θετό πατέρα του, θετό όπως αυτός που του έχουν θέσει. Ο κάποτε ένδοξος αθλητής, είναι πλέον ένα τεράστιο ξεχειλωμένο σκιάχτρο που ζει σε ένα δωμάτιο με τις υπερτροφικές γάτες του. Στην τηλεόραση βλέπει τους νέους πρωταθλητές ταχυφαγίας που φυσικά είναι Αμερικάνοι. Συνεχίζει να καταναλώνει, με τις κούτες μάλιστα, αγαθά του σούπερ μάρκετ χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει τίποτα και παράλληλα βρίζει τον γιο του επειδή δεν έγινε κι αυτός χοντρός.

Αυτό το τελευταίο μέρος αποτελεί το πιο οξύ απ' την γενική κριτική του σκηνοθέτη πάνω στον κομμουνισμό και την διαδρομή του. Το σάπιο πλέον καθεστώς που συνεχίζει να ταλαιπωρεί τα παιδιά του και νοσταλγεί τις εποχές που τέλειωνε το φαί του πρώτο αποτελεί, πέρα απ' την οδηγό αιτία για την απότομη αντίδραση των ανατολικών χωρών (αποτυπώνεται κι αυτή στην ταινία), το κορυφαίο των ευρυμάτων του Palfi . Τουλάχιστον μέχρι το επόμενο που δεν είναι άλλο απ' το ασύλληπτο φινάλε. Ένα πράγμα που πολλάκις απήλαυσα στο Taxidermia είναι η κλιμακούμενη του σατιρική σημειολογία. Η συνολική παρουσιάση μιας 70χρονης υπαρκτής κατάστασης, που σφόδρα αντιφάσκει με την μη ουσιαστική ύπαρξη του κομμουνισμού, γι' αυτό και η σάτιρα δεν γίνεται στη βάση της θεωρίας (πως θα μπορούσε άλλωστε ο Ούγγρος σκηνοθέτης) αλλά στην σύγχρονη πολιτική ιστορία αυτών των χωρών, την καλώς ή κακώς συνυφασμένη με τις μαρξιστικές διδαχές.

Αν θέσουμε θέμα αισθητικής, γιατί καταλαβαίνω ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να ενοχληθεί απ' τις αλλεπάλληλες εκκρίσεις και την παρέλαση σωματικών οργάνων που λαμβάνει χώρα στην οθόνη, πάλι θα σταθώ στο πλευρό του Palfi. Όσο εξεζητημένες κι αν είναι οι επιλογές του, προτιμώ να βλέπω την σάτιρα πίσω απ' τα ρεύματα και τις εικαστικές επιρροές. Ήδη έχουν φορτώσει το έργο στα δύο χρόνια ζωής του με τους χαρακτηρισμούς "σουρεαλιστικό" και "μαγικός ρεαλισμός". Η αλήθεια φορμαλιστικά βρίσκεται πιο κοντά στο δεύτερο αλλά το θέμα της έχει να κάνει με κάτι το αγνά σουρεαλιστικό. Ως σάτιρα λοιπόν το Taxidermia υιοθετεί απολύτως αρμοστές καυστικές σκηνές.

Ευχή:
O Μεγαλοδύναμος να σας φωτήσει να αντέξετε μέχρι το τέλος...

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

The Ugly Duckling and Me!


Παιδικό γλυκύτατο


Το παραμύθι που αναφέρει ο Andersen ως αυτοβιογραφικό, δεν θα μπορούσε να ήταν παρά μια ιστορία κοινωνικής αναγνώρισης. Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος. Ένας παραμυθάς που έγινε αναγνωρισμένος λογοτέχνης. Αυτό για την ιστορία, η ταινία καμία σχέση βέβαια...

Η παρούσα κινηματογραφική διασκευή του είναι δανικής προέλευσης, ελάχιστος φόρος τιμής απ’ τους συμπατριώτες του. Animation που μοιάζει να βγήκε από στούντιο της DreamWorks ή της Pixar αλλά τελικά πολύ πιο φτωχό. Αυτό βέβαια καθόλου δεν θα πειράξει το πολύ ανήλικο κοινό στο απευθύνεται αποκλειστικά η ταινία.

Θα το δείτε να κυκλοφορεί μόνο σε ελληνική μεταγλώτισση με τις φωνές των Σάκη Μπουλά, στο ρόλο του πανούργου ποντικού Ράτσο που υιοθετεί προς εκμετάλλευση το ασχημόπαπο, Ρένου Χαραλαμπίδη, που επιδίδεται σε λαρυγγισμούς στο ρόλο του έφηβου και πλήρως ανεπτυγμένου κύκνου, και του πανταχού παρόντα (σ΄αυτού του τύπου της παραγωγές) Σπύρου Μπιμπίλα.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Persepolis


Ο άνθρωπος πίσω απ' την ιδεολογία

(
Αντιπαραβάλω το κείμενο με την "κριτική" στο Lust, Caution. Άποψη μου ότι η κεντρική ιδέα είναι η ίδια, εξ και τα περί δυτικής κακοτροπίας στο προηγούμενο κείμενο. Το "πίσω" στον υπότιτλο μπαίνει για να δηλώσει αυτόν που ακολουθεί τις ιδεολογίες κι όχι αυτόν που τις δημιουργεί προφανώς... Btw γυρίζουν ταινία με τη ζωή του Μαρξ για όσους δεν το γνωρίζουν ήδη)

Το
Persepolis αποτελεί αυτοβιογραφική σειρά κόμικ της Marjane Satrapi, Ιρανής στην καταγωγή σκηνοθέτιδος πλέον (την χαρακτηρίζουμε με την πρωτεύουσα απ' τις πολλές ιδιότητές της, χεχε) η οποία μεγάλωσε στην Τεχεράνη την εποχή της θρησκευτικής επανάστασης. Περιγράφει δε τα χρόνια, τα πολυτάραχα και πολιτικά χρόνια, που πέρασε ως νεανίας μέχρι να εγκατασταθεί μια και καλή στη Δύση και την Γαλλία. Η πιστή κινηματογραφική μεταφορά του αποτελεί ένα ενήλικο animation που έφτασε μέχρι το Φεστιβάλ των Καννών αποσπώντας μάλιστα βραβεία (αυτό της επιτροπής συγκεκριμένα - εξ ημισίας με το Silent Light του Reygadas) και πλείστα θετικά σχόλια.

Σαν ολοκληρωμένο φιλμ λοιπόν το
Persepolis είναι πρωτίστως πολιτικό και στη συνέχεια μια ιστορία ενηλικίωσης, κι εγώ μόλις άρχισα να το αδικώ.

Ξεκίνησα πολύ πριν να γράφω το γιατί ΔΕΝ είναι και καλό, και κατάλαβα ότι απλά αναπαράγω τους θεματικούς κύκλους της ταινίας. Το σενάριο παρακολουθεί αρχικά μικρό κομμάτι απ' την ιστορία της Περσίας και στην συνέχεια μετακομίζει με την
Marjane στην Αυστρία όπου η πρωταγωνίστρια, ζώντας ως ξένη στο περιθώριο μελετά τους θεωρητικούς (μα καλά κι αυτοί οι αθεόφοβοι οι γονείς της στην Αυστρία βρήκαν να το στείλουν το κορίτσι; - ήδη αγαπημένη η σκηνή που συσχετίζει την εμμονή στη λαϊκή παράδοση των κεντροευρωπαίων με το φασισμό). Τότε είναι που σαν χαρακτήρας η Satrapi γίνεται πιο απαθής από ποτέ. Φαίνεται κι απ' τη στάση που υιοθετεί όταν επιστρέφει για τελευταία φορά στο Ιράν, αποδεικνύεται κι απ' τα κόμικ που παραδίδει σήμερα. Η ταινία δεν φείδεται πολιτικής ανάλυσης στο πρώτο μέρος όπου και βλέπουμε το πέρασμα απ' το κράτος του Σάχη στο σκληρό θεοκρατικό καθεστώς που ακολούθησε τον πόλεμο με το Ιράκ. Μια ωραιποιημένη εκδοχή της οικογένειάς της με τους αριστερούς γονείς και τον μαρξιστή θείο φροντίζει γι' αυτό. Απ' τη στιγμή όμως που η ίδια η ηρωίδα καλείται να πάρει θέση απέναντι στα πράγματα, τόσο σαν ενήλικη όσο και σαν δημιουργός-επέκταση του χαρακτήρα που βλέπουμε στο πανί, τότε διαφαίνεται "ο άνθρωπος πίσω απ' τις ιδεολογίες". Απ' το πρώτο καρέ του φιλμ η Marjane παπαγαλίζει αυτά που της μαθαίνουν στο σχολείο, στη συνέχεια ως μαθήτρια συναναστρέφεται με αριστεριστές που παπαγαλίζουν θεωρίες και αποφασίζει να τις μελετήσει "to fit in", για να καταλήξει κάποια στιγμή μετέωρη παπαγαλίζοντας την αντίδραση (ώσπου να παρέμβει η απελευθερωμένη γιαγιά). Τελικά η ταινία βρίσκει ευκόλως ανταπόκριση σε απολιτίκ προοδευτικές συνειδήσεις, μιλώντας καλύτερα για την εκάστοτε ηλικία της πρωταγωνίστριας παρά για οτιδήποτε άλλο.

Το παραπάνω με οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: η
Satrapi όπου και σε ότι συνθήκες κι αν βρίσκεται να είναι μια εξαιρετική παρατηρήτρια. Ακόμη και το τρόπον τινά πολιτικό ον που παρουσιάζει το περιγράφει τέλεια, να μην ήταν κι αυτός ο παράγοντας αυτοβιογραφία γμτ... Στον πολιτικό καμβά σκιαγραφούνται σταδιακά και ανθρώπινες ανάγκες, που διαφέρουν ανάλογα με το αν βρισκόμαστε σε Ανατολή ή Δύση. Δεν μιλώ μόνο για την θεμελιώδη απαίτηση του καθενός για ελευθερία, ας πούμε για την Marji προκύπτει πρόβλημα επικοινωνίας όταν είναι στην Αυστρία ή πρόβλημα στις προσωπικές της σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως αντιμετωπίζει τον έρωτα και τον χωρισμό όταν είναι φοιτήτρια και υπό ποιες συνθήκες παντρεύεται και χωρίζει πίσω στην πατρίδα της. Αυτό που παραμένει κοινό παντού είναι το υποβόσκον κοινωνικό αδιέξοδο. Μέσω αυτής της διαπίστωσης και της αισθητικής του ασπρόμαυρου animation γεφυρώνονται δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Αυτή ίσως να είναι και η μεγαλύτερη κατάκτηση του Persepolis.

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Lust, Caution


Ο άνθρωπος πάνω απ' την ιδεολογία

Με ένα σενάριο που θα έκανε τον Μανούσο Μανουσάκη να καταριέται που δεν γεννήθηκε Κινέζος ο Ang Lee επιστρέφει μετά τον καλλιτεχνικό θρίαμβο του Brokeback Mountain με μια κινέζικη ταινία. Δεν είναι μόνο η γλώσσα, είναι το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται το φιλμ. Τον καιρό που είχαμε τα εσωτερικά μας στην μικρή Ευρώπη, η τρίτη δύναμη του άξονα είπε να κατακτήσει την πολυπληθέστερη χώρα στον κόσμο.

Μια νεαρή και όμορφη ηθοποιός μέλος ενός θιάσου αντιστασιακών γίνεται το δόλωμα στην προσπάθεια για την δολοφονία ενός δωσίλογου ταγμένου στην πλευρά των Ιαπώνων κατακτητών. Μέχρι εδώ όλα καλά... Η πρωταγωνίστρια είναι αρχικά η αστή κυρία Μακ, σύζυγος μεγαλεμπόρου, αλλά δεν αργεί να γίνει η ερωμένη του ρουφιάνου - καλύτερα όπως και να 'χει απ' το να περιμένει στην ουρά για το συσσίτιο. Και επειδή οι σύντροφοί της εκτέλεση τάζουν και εκτέλεση δεν γίνεται φτάνει να δοθεί στον εχθρό ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι.

Απ' τη σύνοψη είναι προφανές ότι ο Lee παίζει σε πολλά ταμπλό και το αποτέλεσμα είναι 2.5 απ' τις πυκνές ώρες που είδα τελευταία στο σινεμά. Και ο άτιμος παίζει παραδοσιακά. Αναλογιζόμενος την φιλμογραφία του, ακόμη και το μεταλλαγμένο Hulk, μου φαίνεται ότι για πρώτη φορά ενδίδει στην ελευθερία που αποδίδει η κίνηση της κάμερας. Πιο άμεσο σινεμά και να πως περνάνε 157 λεπτά νεράκι. Επιμένει επίσης, παραπάνω απ' ότι συνηθίζει, στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες: μέχρι πρότινος έπρεπε μόνος του ο θεατής να κάνει τους συνειρμούς αλλά εδώ αποδεικνύεται αναλυτικότατος στα πως-πότε και γιατί που θέτει το βιβλίο της Eileen Chang. Εν τέλει το Si, jie όπως είναι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας παρουσιάζει δομή και στυλ ανάλογο με αυτά των δυτικών κατασκοπευτικών θρίλερ που αναφέρονται στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Κι εδώ αρχίζει το μπέρδεμα.

Το φιλμ είναι εν γένει περιπετειώδες και κατασκοπευτικό, υιοθετώντας υποσχόμενη για το φινάλε αφηγηματική δομή, για να εξελιχθεί σε στιγμές σε ερωτικό ή έντονα δραματικό. Με τη σειρά του αυτό μοιράζει άνισα το χρόνο μεταξύ των θεματικών πόλων της ταινίας. Η πολιτική υποχωρεί πολύ νωρίς για να επανέλθει άκομψα στην συνέχεια με την κατάδειξη της στείρας νοοτροπίας των αντιστασιακών. Η πρωταγωνίστρια, ιδεολογικά μια πόρνη (έστω κι απ' την ανάποδη αφού "πληρώνεται" την σαρκική εξάρτηση), εναλλάσει ρόλους μεγαλοαστού, συζητώντας τις τελευταίες τάσεις της υψηλής μόδας, και κατατρεγμένης, περιμένοντας με το κουπόνι στο χέρι ένα πιάτο φαΐ (μακάρι να ήταν και στην πραγματικότητα τόσο καλή ηθοποιός). Σκηνές πάθους διαδέχονται το κύρηγμα των συντρόφων. Εν τέλει ο άνθρωπος πάνω από όρους και ιδεολογίες. Ένα προσωπικό δίλημμα (μυθοπλασία) που ξεπερνάει την ιστορία, την αληθινή δηλαδή ιστορία όπως προκύπτει μέσα απ' την ανασύσταση του Lust, Caution. Θα έπρεπε να μιλάμε για ατελή δημιουργία...

Αλλά τι να κάνω αναγνώστα που μετά από δύο περίπου... μπουρδουκλωμένες ώρες φτάνουμε πάλι στην εκκίνηση του φιλμ κι εκεί ψοφάω. Τι να πω για την κατάληξη που συνοψίζει υποτίθεται τρία χρόνια προετοιμασίας για μιαν εκτέλεση που πλέον δεν μπορεί να γίνει. Αφήστε τους άλλους (τους δυτικούς) να μιλάνε με λόγια κλεμμένα για το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης και δείτε εδώ πόσο πιο τίμιος είναι ο Κινέζος. Οι στιγμές μέχρι το ρολόι να χτυπήσει 10 βγάζουν ένα μικρό αριστούργημα. Το άνισο της δημιουργίας δεδομένα θα διχάσει (συγγνώμη για την παρήχηση), αλλά στη θέα της άδειας κλίνης και με όλα όσα έχουν προηγηθεί στο ανατρεπτικό ηθικά φινάλε κατανικούν την αντικειμενικότητα και τις ισχνές αλλά επαρκείς ιστορικές μου γνώσεις (που θα προσδιόριζαν το Lust, Caution σαν αποτυχημένο peplum). Όχι μόνο το Χρυσό Λέοντα αλλά και τα Χρυσά Μήλα των Εσπερίδων άμα μπορούσα.


Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007

Shoot 'em Up

"Future Cult"

To Shoot 'em Up είναι όρος δανεισμένος κατευθείαν απ' τα video games. Σ' αυτού του τύπου τα παιχνίδια ο παίκτης, χειριζόμενος συνήθως εξυπνάκια ήρωα, καλείται απλούστατα να πυροβολεί ό,τι κινείται. Περισσότερο video game παρά ταινία και το Shoot 'em Up υιοθετεί την παραπάνω λογική. Απεριόριστο πυροβολητό, αμέτρητες ατάκες του τύπου "You Fucken Fuck", γραφική βία και John Woo. Ιδού ολόκληρη η ταινία σε μια πρόταση.

Αν ακόμα ψάχνετε για συντελεστές και υπόθεση τότε σας λέμε ότι στην ταινία του Michael Davis ο κακός Paul Giamatti κυνηγάει τον καλό Clive Owen, ο οποίος με τη σειρά του κουβαλάει ορφανό βρέφος, του οποίου ο νωτιαίος μυελός είναι απαραίτητος για έναν υποψήφιο γερουσιαστή, και την γαλακτοφόρο πόρνη Monica Bellucci.

Στην σύγχρονη περιπέτεια η κατάσταση πλέον διαμορφώνεται ως εξής: υπάρχουν περήφανα απομεινάρια της μεσουρανούσης στα 80's-90's καρά-δεξιάς περιπέτειας μαζικής καταστροφής (πάρτε για παράδειγμα τον κουρασμένο Bruce Willis του Die Hard 4.0), υπάρχει η intellect και επιτακτικά επίκαιρη εκδοχή της που προτείνει μια πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση για τους ήρωές της (όχι ότι ξεφεύγουμε από κλισέ ακρότητες - οι ταινίες του Bourne, ο τελευταίος Bond), και τελευταία προέκυψε και μια γενιά κινηματογραφιστών που στον αντίποδα του μερικού "εξευγενισμού" των action heroes και των σεναρίων, επαναφέροντας την αισθητική των παιχνιδιών και των κόμικ, δημιουργούν αγνές ταινίες ακραίας και παράλογης καταιγιστικής δράσης (οι ταινίες του Statham με αποκορύφωμα το περσινό Crank). Το Shoot 'em Up ανήκει προφανώς στην τρίτη "αντιδραστική" κατηγορία. Ορίζει επίσης το καταιγιστικό... Υποτίθεται ότι έχει και χιούμορ... Κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω ποιος καλός Θεός έστειλε στον σκηνοθέτη τέτοια τριπλέττα πρωταγωνιστών. Παρ' ότι στην καθ' όλα ασόβαρη ταινία δεν υπάρχει τίποτα άλλο από χαβαλές γ' διαλογής και κρέατα, είναι μαθηματικά βέβαιο πως κάποια στιγμή, κάποιος σινεσωτήρας θα την βαφτίσει καλτ και θα αγαπιέται στον αιώνα τον άπαντα. Δεδομένων

  1. της τάσης την οποία εκπροσωπεί (απ' το πολυβόλο συφερτό, που τα τελευταία χρόνια πρέπει να έχει στείλει στον τάφο πάνω απ' τον μισό αντρικό πληθυσμό των ΗΠΑ, είναι η αξιολογότερη ταινία, λέμε τώρα)
  2. των ηθοποιών που ηγούνται του καστ (Owen και Giamatti πάνω στο peak τους, Monica διαχρονική "σινεφίλ" αξία)
  3. την pulp υφή του με τους τραβηγμένους χαρακτήρες
  4. την πετυχημένη απομίμιση της ασιατικής χορογραφημένης δράσης

ε όλο και κάποιος καλοπροαίρετος θα βρεθεί...

Δείτε τη λοιπόν για να πείτε ότι την είδατε τόοοοτε... Ή δείτε επειδή είστε φανς της ανεγκέφαλης περιπέτειας και του Woo... Ή επειδή θυμάστε ακόμα τα εκπληκτικά Παιδιά των Ανθρώπων και δεν μπορείτε να αποβάλλετε την εικόνα του Clive να κρατάει στοργικά ένα νεογνό ή επειδή θέλετε να δείτε πάλι τον Clive σε ρόλο Bugs Bunny ή επειδή είστε άντρες και δεν μπορείτε να αποβάλλετε την εικόνα της Monica γενικώς... Οι υπόλοιποι μακριά.

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007

Du Levande


Πότε Κάφκα, πότε Γκαίτε...

Μια βόλτα στη βροχερή σουηδική πόλη αναπαράγει την ανθρώπινη μιζέρια και το μέγιστο, όσο και οικουμενικό, υπαρξιακό πρόβλημα: ζούμε σε βάρος των υπόλοιπων που δεν τους νοιάζει καθόλου.

Ο τίτλος και το ύφος του
Εσείς οι Ζωντανοί προέρχεται από ένα στίχο του Goethe (βρίσκεται στις Ρωμαϊκές Ελεγείες, σύνολο μουσικότατων ποιημάτων που συνέγραψε κατά τα ταξίδια του στην Ιταλία). Αναλόγως ο Roy Andersson υπογράφει τη δική του "ελεγεία στην ανθρώπινη ύπαρξη" με μια φιλοσοφημένη κι εξίσου μουσική κωμωδία.

Οι πλανόδιοι χαρακτήρες του έργου, εκφραστές μιας τυπικά απάνθρωπης καθημερινότητας, διατυπώνουν υπαρξιακά ερωτήματα, εκδηλώνουν αστικές συνήθειες, εργάζονται, ονειρεύονται, νευριάζουν, αλλά πάνω απ' όλα στερούνται επικοινωνίας με το συνάνθρωπο. Η δράση τους περιορίζεται σε στατικά μονόπλανα, πατέντα του σκηνοθέτη ώστε να απομονώσει τα επεισόδιά του και παράλληλα δείγμα του λιτού, καθαρού σινεμά που επιδιώκει κοντά στη λογική του Ροσελινικού νεορεαλισμού (σχετικά πάντα με την έκφραση και την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον).

Υπάρχουν δύο σκηνοθετικά ευρήματα που συναντάμε σ' ολόκληρη την ταινία. Το πρώτο είναι η καταιγίδα που φανερώνει την ανάγκη για ανθρώπινη αλληλεπίδραση (χαρακτηριστική σ σκηνή στη στάση του λεωφορείου) και το δεύτερο είναι μικροί απευθείας μονόλογοι μερικών απ' τους οριακά υπαρκτούς αντιήρωες του φιλμ στο φακό της κάμερας και κατ' επέκταση σε "εμάς τους ζωντανούς". Γιατί το οριακά υπαρκτοί που έγραψα παραπάνω εύκολα μεταφράζεται σε νεκροί, φροντίζει άλλωστε γι' αυτό η μουντή φωτογραφία και ο make-up artist με τα χλωμά πρόσωπα που δημιούργησε. ***Τα δύο αυτά ευρήματα συνδέονται άμεσα με το φινάλε: Στη θέα των βομβαρδιστικών που πλησιάζουν την πόλη καταλαβαίνει κανείς ότι η βροχή ήταν η τελευταία ευκαιρία των κατοίκων της. Στους μικρούς μονολόγους αποκαλύπτεται η πραγματική αιτία πίσω απ' το Du Levande: ο Andersson στην απελπισία των καθημερινών προσώπων του και στα κωμικοτραγικά περιστατικά, κρύβει μια έκκληση "ανθρωπιάς" (ειρωνεία που κρύβει αυτή η λέξη... εδώ αυτός που την στερείται απλά δεν είναι άνθρωπος), μια επίκληση απ' ευθείας στη συνείδηση του θεατή. Όταν και με τη βροχή (που τους φέρνει πιο κοντά) οι κάτοικοι αρνούνται να στραφούν στο διπλανό τους... τότε απλά έχουν ξεχάσει να ζουν και δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσουν να υφίστανται... Υπάρχει άραγε μεγαλύτερος αμφισβητίας της ανθρώπινης ύπαρξης από ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο;

Το Du Levande θα μπορούσε να είναι μια υπαρξιακή εκδοχή των περίφημων, όσο και σύνθετων Τραγουδιών. Οι αφετηρίες για την αντιμετώπιση του γενικού τους θέματος είναι πολλές φορές οι ίδιες. Η κωμωδία όμως μοιάζει να υιοθετείται ως αυτοάμυνα απ' τον σκηνοθέτη απέναντι στο πρόβλημα που τέθηκε στην αρχή: "Η ζωή είναι σύνθετη για τον καθένα από εμάς και το χιούμορ αυτό που μας σώζει. Έτσι, θα έλεγα ότι το Εσείς, οι ζωντανοί είναι μια φάρσα για την ανθρώπινη κατάσταση." δηλώνει ο ίδιος συμπεριφορά που αντανακλάται και στην ταινία. Μακάρι η λύση να σωζόμασταν τόσο απλά.

ΥΓ. Αντιγράφω για δεύτερη φορά απ' το δελτίο τύπου της ΑΜΑ: "Θέλω να διαπραγματεύομαι υπαρξιακά ερωτήματα μέσα από κοινές φαινομενικά συνηθισμένες καταστάσεις (σ.σ. και το καταφέρνεις απόλυτα). Μετά τον νεορεαλισμό και τον κινηματογράφο του παραλόγου - σήμερα, προσπαθώ να εισάγω τον trivialism (κοινοτοπισμό)." R. Andersson


Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

In Cold Blood


Όταν ο Truman Capote κατέγραφε τα γεγονότα πίσω απ' το φόνο της οικογένειας Clutter γεννούσε ολόκληρη σχολή για το αστυνομικό μυθιστόρημα (πραγματικά δε τα γεγονότα, καθαρά μυθιστορηματική η γραφή) η οποία αποθεώνει την μνημειώδη αναπαραστατικότητα του Εν Ψυχρώ. Το ρεπορτάζ που έγινε βιβλίο θα γνώριζε την πρώτη κινηματογραφική του διασκευή στα χέρια του Richard Brooks, σκηνοθέτη με μακρά θητεία στο κοινωνικό δράμα, αλλά και ενταγμένο πλήρως στο σύστημα παραγωγής και δημιουργίας του Ηollywood που ήθελε τους καλούς του σκηνοθέτες να δοκιμάζουν περισσότερα από ένα ήδη (τάση η οποία υποθέτω στοίχισε στην αρτιότητα του Αμερικάνου δημιουργού - και γνώρισε το μεγαλύτερο κριτή της στα διορατικά μάτια ενός Stanley).

Ο Brooks λοιπόν εκμεταλλεύεται στο έπακρο, πέρα απ' την αναπαραστατικότητα του βιβλίου, και το όποιο υποκριτικό ταλέντο του Robert Blake ο οποίος αναλαμβάνει να ενσαρκώσει τον Perry Smith, τον έναν απ' τους δύο φονιάδες των Clutters και αυτόν που συμπάθησε ο Capote. Μέσω του ευαίσθητου και νευρικού χαρακτήρα που πλάθει ο Blake, πρότυπο για αρκετούς ανάλογους σπουδαίους ρόλους, αναπαράγεται στο ακέραιο η ηθική διερεύνηση του συγγραφέα (ριγμένοι μα όχι ανύπαρκτοι οι ομοφυλοφιλικοί υπαινιγμοί).

Μετά το τέλος της διαδρομής του Perry το In Cold Blood γίνεται εύκολα μια έξοχη αναλογία του ιδιωτικού φόνου που διέπραξαν οι δύο εγκληματίες και του δημόσιου που ευλογεί η εκάστοτε πολιτεία των ΗΠΑ. Αν το έγκλημα των επίδοξων ληστών κρίνεται παράλογο, η εκτέλεσή τους κρίνεται ασήμαντη ή μάλλον διόλου σημαίνουσα.

Αυτή τουλάχιστον είναι η μία όψη, η άλλη, η πιο διαχρονική, θέλει ταινία και σύγγραμα να προσπαθούν με τον τρόπο τους να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, έναν στυγνό εγκληματία (άλλωστε ο Capote κι ο Smith είχαν γίνει "κολλητοί"). Απαιτεί μάλιστα η τιμωρία τους να επέλθει κι αυτή Εν Ψυχρώ στο ικρίωμα, χωρίς καν τίτλους τέλους.

Στους αποκομμένους κοινωνικά χαρακτήρες του βιβλίου ο Brooks βρίσκει γόνιμο έδαφος ώστε να πάει τον συνήθη προβληματισμό του ένα βήμα πιο πέρα. Πραγματευόμενος αληθινά γεγονότα, όπως ο φόνος, η αιτία πίσω απ' αυτόν και η εκτέλεση, έχει την ευκαιρία από μίνι προβοκάτορας να εξελιχθεί σε αντιμαχόμενος (για μία και μοναδική φορά με βάση και την μετέπειτα μικρή φιλμογραφία του). Το γεγονός ορθώς υποβιβάζεται στην πιστή αναπαράσταση και ο σκηνοθέτης στο καυτό θέμα της θανατικής ποινής παίρνει, πιθανώς χωρίς να το καταλάβει, ακέραια θέση ασπαζόμενος την αντίστοιχη του Capote. Τα 'χουν αυτά οι κόπιες...

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

The Bourne Ultimatum


Κάποτε ο Jason Bourne ήταν ο David Webb, έχει καμία σημασία;

Το τρίτο μέρος της σειράς ξεκινάει ακριβώς απ' το σημείο που μας άφησε το δεύτερο. Ο καλύτερος πράκτορας της κινηματογραφικής πιάτσας συνεχίζει να θυμάται ελάχιστα και τρέχει να ξεφύγει απ' τους υψηλά ιστάμενους διώκτες του. Αυτή τη φορά όμως είναι αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος στην όλη ιστορία με την οποία...

Ο Paul Greengrass αποκαλύπτει έναν κόσμο συναισθηματικά κενό στον οποίο το μόνο που μετράει είναι η αντοχή και η ταχύτητα. Πλήρως ενρμονισμένο δηλαδή με την φιλμική φύση του Bourne. Τα καλύτερα σχέδια υποκύπτουν στις ικανότητες του πράκτορα-ρομπότ. Στη CIA υπάρχει παρακλάδι που μισεί την γραφειοκρατία και έστησε ένα ολόκληρο πρόγραμμα για να εκπαιδεύσει δολοφόνους που θα δρουν ακαριαία. Τα πάντα γίνονται από δύο γραφεία, απλά και γρήγορα. Πως θα νικηθεί το όλο σύστημα; Θα αναγκαστεί να βγει απ' το γραφείο.

Τα πάντα τελικά θα κριθούν εκεί που ξεκίνησαν. Ο Bourne έχοντας φτάσει στην πηγή του κακού προφανώς δέχεται να ανέβει στην παγίδα που του στήνει ο δημιουργός του. Κι εκεί πριν την τελική πτώση αποδεικνύεται η επιτυχία του BlackBriar. Ο στερνός υπολογισμός του υπερπράκτορα θα είναι μηχανιστικός και διόλου ανθρώπινος.

Το on the move σινεμά του σκηνοθέτη, που ούτε μια επιγραφή δεν μπορεί να τραβήξει χωρίς να κουνιέται, αυτή τη φορά καθίσταται αιτιατό όχι προς χάρην μιας ρεπορτάζ περιγραφής, αλλά προς τέρψην του πολύ φιλοθεάμονος κοινού. Αν και συνεχίζουμε να ακολουθούμε τον ήρωα και τη δράση, η λογική της συνεχούς καταδίωξης στην ταινία επιπόλαια παραπέμπει περισσότερο στις στημένες action sequences. Πολύ ανώτερες βέβαια απ' οτιδήποτε άλλο στη μοντέρνα περιπέτεια (επιμένω πως η τριλογία στάθηκε ευεργετική για το πολύπαθο είδος - κοιτάξτε πως ευλόγησε τον 007). Σ' αυτό πέρα απ' την αμεσότητα της κινηματογράφισης (σχεδόν προδικασμένη) συμβάλλει και η δεδομένη πλέον ταύτιση του θεατή με τον χαρακτήρα του Matt Damon μετά την εις διπλούν επανάληψη.

Ο Bourne έπρεπε να πάθει αμνησία για να ξαναγίνει άνθρωπος. Η αναζήτηση για την χαμένη του ταυτότητα και επιμονή σ' αυτό το μοτίβο (ευτυχώς που τον Liman τον διαδέχεται ο Greengrass) είναι τόσο θεμελιώδης για τον κοινό νου που καταχρηστικά καλταλήγεις να συμπάσχεις με έναν δολοφόνο της CIA. Αν και στο καταιγιστικό τρίτο μέρος το βασικό αυτό πρόβλημα του ήρωα υφίσταται μόνο στην αρχή και στο τέλος, η σύνοψη με τα δύο προηγούμενα μέρη είναι τόσο επιτυχημένη (ειδικά στο τελικό τετ-α-τετ με τον επίσης πράκτορα σε κρίση) που στο φινάλε βιώνεις το τέλος της προσωπικής του σταυροφορίας.

ΥΓ1: Μοναδικό το συναίσθημα των τελευταίων δευτερολέπτων, λίγο πριν καταφύγουμε για τρίτη φορά στους Extreme Ways του Moby.

ΥΓ2: Μένει να δούμε τι θα γίνει με την κληρονομιά... (Ήδη άρχισαν να την καρπώνονται επιτήδιοι)

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Καλή τύχη στους...

Καλή τύχη στον Artist Formerly Known As Harmonica ή κατά κόσμο Γιάννη Βασιλείου ή κατά url


(κι ας ξεκίνησε να γράφει μαλακίες)

και στον goddarόπληκτο
theachilles ή κατά κόσμον Αχιλλέα Παπακωνσταντή ή κατά url


με το Άλλο του Δωμάτιο (κι ας ξεκίνησε να αντιγράφει μαλακίες)

Πολλά και καλά κείμενα εύχομαι νέοι μου :D!

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

The Good Shepherd


Η ιστορία της CIA σαν δραματικό θρίλερ εποχής κι ένας πρωτάρης δημιουργός που σκηνοθετεί σαν κλασικός. Μετά το καθαρά Scorsesικό A Bronx Tale, ο Robert De Niro υπογράφει ακόμη μια ταινία "ενηλικίωσης", αυτής της πιο επιδραστικής μυστικής ομάδας στην ιστορία του 20ου αιώνα. Κι αν το πνεύμα του μεγάλου μέντορά του σχεδόν επισκίαζε το αναπάντεχο εκείνο σκηνοθετικό του ντεμπούτο του 1993, τώρα πίσω απ' την κάμερα βρίσκονται μαζί του σχεδόν όλοι οι μεγάλοι με τους οποίους έχει δουλέψει στο ένδοξο ερμηνευτικό του παρελθόν: Leone, Bertolucci, περισσότερος Coppola και φυσικά Scorsese.

Η δομή και το ύφος που επιλέγει παραπέμπουν καταχρηστικά στους Νονούς και τα Καλά Παιδιά. Ο κόσμος της υπό δημιουργίας CIA ελάχιστα απέχει απ' αυτόν της Μαφίας, αναλογία τρομακτική αν αναλογιστεί κανείς το πραγματικό της δράσης των περισσοτέρων απ' τους χαρακτήρες. Ο νεαρός Μat Damon στρατολογείται στον αναίμακτο για τους πολλούς πόλεμο που τελείται παρασκηνιακά για να αποφευχθεί ένας άλλος μεγαλύτερος και για να αποφασιστεί ποια απ' τις δύο υπερδυνάμεις είναι η ισχυρότερη. Εντούτοις ο De Niro δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει ψυχροπολεμικό κλίμα. Η μοναδική τέτοια φιγούρα σ' ολόκληρη την ταινία είναι ο πρωταγωνιστής ο οποίος αυτεπιβάλλεται σε μια πατριωτική σταυροφορία ενάντια σε ανθρώπους που το μόνο που κάνουν είναι να επιζητούν την εμπιστοσύνη του. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης και το καρφί πίσω απ' την αποτυχία μιας αμερικάνικης απόβασης στην Κούβα (η ηχηρή νίκη του Fidel στην Bahia de Cochinos) αναβαθμίζουν σεναριακά τα παιχνίδια κατασκόπων σε ένα καλοστημένο θρίλερ, σφιχτό και στιβαρό, τέλειο αφηγηματικά, κομψό χάρη και στη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Robert Richardson (δουλεύει συνήθως ιδεολογικό αντίθετο του Good Shepherd στην υπόθεση CIA, τον προβοκάτορα Oliver Stone), με πολύ καλές επιδόσεις απ' τους ηθοποιούς του (αλίμονο De Niro είναι αυτός...). Αποτελεί δε επιτομή στο είδος του κατασκοπικού δράματος συνδυάζοντας με επιτυχία πάμπολλες αναφορές απ' το παρελθόν του με μια εις βάθος έρευνα για τον ξακουστότερο κατασκοπευτικό οργανισμό και την κύρια έμπνευση των σχετικών σεναριογράφων. Δεν παραλείπει δε να στηλιτεύσει την δράση της CIA τονίζοντας ακόμη και την αντισυνταγματικότητά της με σκηνές όπως οι τελετουργίες πριν τη δημιουργία της, αλλά και μέσω ενός ρόλου που κρατά ο ίδιος ο σκηνοθέτης και σε κάποια στιγμή τον ακούμε να δηλώνει το ασυμβίβαστο δημοκρατίας, της οποίας είναι λέει οπαδός, και της δουλειάς στην υπηρεσία που ο ίδιος αναπτύσσει.

Περισσότερο κι απ' τη γενική επιτυχία του αναδεικνύει έναν εξαίρετο φιλμοκατασκευαστή για τον οποίο οι σπουδαίοι του δάσκαλοι θα ήταν περήφανοι. Ίσως ήρθε ο καιρός ο "Bobby" να αφήσει την φθίνουσα μπροστά απ' το φακό καριέρα του και να στρογγυλοκαθήσει στην director's chair του. Ταινίες σαν το
Good Shepherd χρειάζονται δημιουργούς σαν κι αυτόν και δυστυχώς στις μέρες μας οι τελευταίοι σπανίζουν. Ο κορυφαίος ερμηνευτής της γενιάς του έχει όλα τα φόντα και την κατάρτιση να αποτελέσει έναν εξ ίσου σπουδαίο σκηνοθέτη. Λίγη παραπάνω τόλμη χρειάζεται...

Images


Στα 70's ο Robert Altman αρχίζει να μοιράζει αριστουργήματα, με πρώτο και ενδεικτικότερο ίσως το McCabe and Mrs Miller. Με την πολυετή του απασχόληση στο τηλεοπτικό τμήμα της Warner (της σειρές της οποίας προέβαλλε το κραταιό ABC) έχει παράλληλα διαμορφώσει το καθαρά δικό του σκηνοθετικό στυλ που από νωρίς τον ήθελε διαχειριστή πολλών ετερόκλητων χαρακτήρων και διεκπεραιωτή των πλέον καυστικών ιστοριών (μερικές φορές νομίζω ότι ο όρος "ψηφιδωτό χαρακτήρων" εφευρέθηκε γι' αυτόν).

Όσοι έχουν ένα έστω μικρό δείγμα του έργου του καταλαβαίνουν πως τυπικός Altman σημαίνει εντελώς ασύμβατος κινηματογράφος. Γι' αυτό και συνήθως στις αναφορές στον δημιουργό απουσιάζει το εκπληκτικό
Images, μια ταινία ταγμένη ολοκληρωτικά στο είδος της (ψυχολογικός τρόμος) και ταυτόχρονα απόδειξη του πρώιμου μεγαλείου του σκηνοθέτη.

Οι βασικές επιλογές του Altman καθιστούν την ταινία αρχετυπική: τίποτα πιο κλασικό για μια ταινία τρόμου τοποθετημένη σε ένα εξοχικό στο δάσος, τίποτα το λιγότερο αναμενόμενο από μια νοητικά και ψυχικά διαταραγμένη απομονωμένη ηρωίδα, φυσικά δεν ξεχνάμε και το φινάλε με την αποκάλυψη στο μπάνιο. Η χρήση της κάμερας, που ασπάζεται το βλέμμα της πρωταγωνίστριας στις περισσότερες των περιπτώσεων, και η ατμοσφαιρική φωτογραφία, πάντα σε συνδυασμό με τα δάση της Ιρλανδίας, βοηθούν την εξαιρετική Susannah York να αποδώσει τη σύγχυση του χαρακτήρα της (μάλιστα για αυτό το ρόλο της βραβεύτηκε στο φεστιβάλ των Καννών). Είναι τα φαντάσματα που συναντά προϊόν της de facto ζωηρής φαντασίας της (η κυρία τυγχάνει συγγραφεύς) ή οι μεταφυσικές της εμπειρίες εμπεριέχουν κάτι το απτό όπως φαίνεται να προκύπτει απ' τις μαρτυρίες των γύρω της..;

Ο σκηνοθέτης για την τελική λύση του μυστηρίου θέλησε να θέσει τη συγγραφέα συνηρπασμένη απ' την πρόοδο της σχετικά με το παιδικό μυθιστόρημα που ετοιμάζει και κατ' επέκταση εύκολο έρμαιο της ίδιας της φαντασίας. Το ευτύχημα γι' αυτόν ήταν ότι η πρωταγωνίστρια κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έγραψε στ' αλήθεια το βιβλίο που αφηγείται σε όλη την ταινία (ονομάζεται In Search of Unicorns). Έτσι, τουλάχιστον μέχρι το οργιώδες βράδυ της Kathryn/York, η ταινία ακολουθεί την μεταφυσική τροπή που γεννά η φαντασία της συγγραφέως. Με την εξόντωση και του τελευταίου της "εχθρού" (που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος απ' τον ίδιο της τον εαυτό) ο Altman είναι έτοιμος να ανατρέψει το φαινομενικό θρίαμβο του φανταστικού προς όφελος ενός ορθολογιστικού τρόμου (που, σας πληροφορώ, προκύπτει από μια εντελώς αληθινή πάθηση).

Ο τρόπος που επιτυγχάνεται αυτή η ανατροπή, αν και υποδειγματικός, "κατάφερε" να μπερδέψει τους περισσότερους απ' το κοινό των φεστιβάλ της εποχής. Το Images αν και αγοράστηκε απ' την Columbia στην αγορά των Καννών τελικά δεν βρήκε καν κανονική διανομή στις αίθουσες.

O Altman παρ' όλη την κακομεταχείριση της ταινίας του είχε παίξει με τους κανόνες που δέχονταν όλοι (θυμίζουμε τότε ήταν ήδη σε θέση να επιβάλλει τους δικούς) και είχε κερδίσει. Το ότι δεν το κατάλαβε σχεδόν κανείς θα μπορούσε να είναι η αυταπόδειξη (αστειεύομαι προφανώς), πάνω απ' όλα όμως πήρε τα πιο σφοδρά κλισέ των ψυχολογικών θρίλερ (και της χιτσκοκικής κυρίως παράδοσης) και με την ορθή χρήση τους προς δόμηση μιας αγχωτικής ατμόσφαιρας, έφτιαξε ένα συναρπαστικό και διόλου συνηθισμένο φιλμ.

ΥΓ. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος κι ακόμη να το χωνέψω.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

Reign Over Me


Κάθε φορά που βγαίνει ένα 9/11 φιλμ η πρώτη μου σκέψη είναι πάντα η ίδια: "σαν πολύ νωρίς δεν είναι;". Για την φετινή επέτειο διάλεξα το Reign Over Me, ακόμη φρέσκο στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς σας.

Κι όμως έχουν περάσει 6 χρόνια.

Σκέφτομαι ότι αυτή την ιδέα του πρόωρου μου την καλλιεργούν και τα ίδια τα φιλμ που ασχολούνται με την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο
Greengrass για παράδειγμα στο United 93 και ο Stone στο ηρωικό του άσμα World Trade Center, κινηματογραφούν το γεγονός σαν χθεσινό.

Κι όμως έχουν περάσει 6 χρόνια! Απ' τη μέρα που κυρήχθηκε ο πόλεμος κατά της αόρατης τρομοκρατίας, αλλάζοντας άρδην το πολιτικό σκηνικό σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Απ' τη
"μέρα που σταμάτησε να γυρίζει η Γη" όπως χαρακτηριστικά τραγουδούσαν οι Αμερικάνοι. Υπήρχαν όμως και οι πιο αισιόδοξοι που άκουγαν το Rising του Bruce Sprinsteen, το πρώτο κομμάτι αστικής τέχνης που ασχολήθηκε με την επίθεση στο κέντρο της Ν. Υόρκης (μαζί με το 28th Hour για να μην ξεχνάμε τα δικά μας). Είμαι 100% σίγουρος πως ένας απ' αυτούς ήταν και ο σκηνοθέτης Mike Binder.

Το
Reign Over Me αποτελεί την πρώτη σοβαρή του δουλειά. Όχι επειδή η ταινία εμπεριέχει δραματουργία της προκοπής. Αποφεύγει παρ' όλ' αυτά να γίνει ένα ακόμη παρωχημένο δράμα χαρακτήρων χάρη στην... καταγωγή των τελευταίων. Ο Adam Sandler υποδύεται έναν άνδρα που έχει χάσει την υπόλοιπη οικογένειά του στις επιθέσεις. Ο Don Cheadle απ' την άλλη είναι ένας συμφοιτητής του απ' την οδοντοϊατρική που τον αναγνωρίζει στον δρόμο και προσπαθεί να αναθερμάνει την φιλική τους σχέση, την οποία ο μέχρι και πρώην συγκάτοικός του δείχνει να έχει ξεχάσει, όπως και ολόκληρη την προ 9/11 ζωή του. Το κρίμα στην ταινία είναι ότι οι δορυφορικές διαπροσωπικές σχέσεις που παρουσιάζονται (η δικαστική διαμάχη με τα πεθερικά του πρώτου, η οικογενειακή κατάσταση και οι πελάτες του χαρακτήρα του Cheadle) ποσώς μας αφορούν, τουλάχιστον όπως παρουσιάζονται απ' τον Binder (o ίδιος ο σκηνοθέτης κρατάει έναν μικρό μα κρίσιμο ρόλο). Αξίζει όμως να επικεντρώσει στις σκηνές μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών και ας δούμε το γιατί.

Με την πτώση των διδύμων το πλήγμα το δέχεται η Αμερική. Παρουσιάζεται ως παγκόσμιο, γεννά μια προπαγάνδα που εν τέλει αποτυγχάνει, αφήνει ανοιχτές πληγές και μια κοινή γνώμη παγιδευμένη μεταξύ περηφάνιας (που επιβάλλει το "κουράγιο") και τρομολαγνείας (που επιβάλλει δράση). Μπερδεμένη σίγουρα όπως ο οδοντίατρος του
Don Cheadle. Τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει η υπόλοιπη υφήλιος (και περισσότερο οι Ευρωπαίοι) ανέλυσε, σχολίασε και κατέληξε για το πως θα πρέπει να αντιδράσει η Αμερική στο μεγαλύτερο όσο και αναπάντεχο πρόβλημα που της προέκυψε. Λόγια και σκέψεις που προφανώς δεν είχαν καμία αξία γιατί στην απόλυτη πραγματικότητα (και είναι πραγματικά εντυπωσιακό) ο μέσος Αμερικάνος βρίσκεται συνειδησιακώς σ' ένα ιδιότυπο απυρόβλητο (πιθανώς αν δεν είχαν αναπτυχθεί τέτοιοι μηχανισμοί δεν θα υπήρχε και η 11η).

Όταν βλέπεις όμως όλες αυτές τις απόψεις, των απ' έξω, ενσωματωμένες σε μια mainstream αμερικανική παραγωγή το πράγμα διαφέρει. Στο Reign Over Me παρακολουθούμε απ' την μία μια Αμερική που προτιμά να ξεχάσει τα όσα έγιναν (και να αντιδρά βίαια όταν της το θυμίζουν - με μια ακόμη επίθεση στο Ιράκ ας πούμε) κι απ' την άλλη την Αμερική που προσπαθεί να ανανήψει αλλάζοντας συνήθειες (συμπεριφορά και στάση). Είναι στιγμές που η ταινία μοιάζει απεγνωσμένη έκκληση στη λογική του Αμερικάνου θεατή, πάντοτε μακριά από ηρωισμούς και περιπέτειες.

Χρησιμοποιώντας μάλιστα ο Binder πλείστες αναφορές σε πάσης φύσεως λαοφιλείς δημιουργίες (από δίσκους μουσικής μέχρι videogames) προσφέρει ένα παραπάνω κίνητρο. Κορυφαία έμπνευση της ταινίας ο παραλληλισμός των δύο κεντρικών χαρακτήρων με το River του Bruce Springsteen (ευνόητοι οι λόγοι της παρουσίας του Boss) και το διαταραγμένο Quadrophenia (απ' όπου δανείζεται τον τίτλο και πολλά χαρακτηριστικά για τον χαρακτήρα του Sandler).

Το προαναφερθέν κρίμα βέβαια παραμένει...

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007

The Invasion


Τουλάχιστον, μέρες που 'ναι, κάποιοι θα βρουν στο τραβεστί Invasion που ανοίγει την Πέμπτη την πιο αρμοστή αλληγορία για τις εξίσου τραβεστί βουλευτικές μας: Ότι βγαίνει απ' το στόμα τους μπορεί να σε μολύνει. Άμα σε πιάσουν στον ύπνο κινδυνεύεις να γίνεις ένας απ' αυτούς. Μοιάζουν μ' εσένα αλλά στην πραγματικότητα είναι εξωγήινοι που ήρθαν να κατακτήσουν τον κόσμο (ξεφύγαμε!!!). Όσο κι αν διατείνονται ότι δουλεύουν για το καλό σου, μέσα σου ξέρεις ότι ο συναισθηματικά κενός κόσμος τους δεν σε αφορά. Ο μόνος τρόπος να τους ξεγελάσεις είναι να φέρεσαι σαν ένας απ' αυτούς. Έτσι σε αφήνουν ήσυχο.

Δεν υπάρχει πιο αισιόδοξος τρόπος να δεις το άστοχο αυτό remake στο κλασσικό
Invasion of the Body Snatchers, που προφανώς δεν δημιουργήθηκε σαν αντί-προπαγάνδα κατά των εκλεκτών κομματαρχών μας, άλλα όπως και να το κάνουμε, απ' τη μέρα που ο Finney δημοσίευσε το πρώτο επεισόδιο της διάσημης και πολυδιασκευασμένης ιστορίας του, αυτή τήκτει μια γενικότερη πολιτική ιδέα. Η παραλίγο ταινία του Hirshbiegel, αποτελεί την 4η κινηματογραφική της μεταφορά. Οι δυο πρώτες απ' τις τρεις προηγούμενες*, πέτυχαν με το να πάρουν αυτή τη γενική (όπως και προφανή) ιδέα και να την εκσυγχρονίσουν, ανάλογα πάντα με την πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ. Το καινούργιο Invasion προσπαθεί αλλά αποτυγχάνει, χάνοντας το παιχνίδι στο δεύτερο μέρος του, όπου η Nicole Kidman τρέχει και δεν φτάνει. Νύξεις υπάρχουν αλλά δεν είναι αρκετές. Ποιος πιστεύω ότι φταίει για την τελική μετριότητα; Σίγουρα όχι ο σκηνοθέτης.

Ο
Hirshbiegel έχει στο παρελθόν δώσει σπουδαία δείγματα κινηματογραφικής γραφής. Στο κάλεσμα του Hollywood υποθέτω πως απάντησε με ένα σφιχτό κλειστοφοβικό θρίλερ αγωνίας φιλμάροντας λίγο απ' το αδιέξοδο της ανθρωπότητας (κάτι τέτοιο τουλάχιστον διαφαίνεται απ' την αρχή του φιλμ). Ποια ήταν η άποψη των παραγωγών για την ταινία που τους παρέδωσε; "Πολύ καλλιτεχνικό"!!!!!!! Πολύ καλλιτεχνικό αν έχετε το Θεό σας!!! Έτσι το project ανέλαβαν οι διάσημοι αδερφοί Wachowski και η γνωστή βιτρίνα τους, ο James McTeigue, κι απ' ότι είδαμε το "τακτοποίησαν" ασυστόλως, με συμπληρωματικά γυρίσματα και καινούργιες σκηνές (εννοείται ότι κι αυτοί οι άνθρωποι δεν φέρουν καμία ευθύνη).

Θα είχε πιστεύω τρομερό ενδιαφέρον να βλέπαμε την ταινία όπως την οραματίστηκε αρχικά ο Γερμανός... Δεν είναι ότι του έχω εμπιστοσύνη, απλά με τις μέχρι τώρα παραστάσεις πιστεύω ότι δύσκολα θα έφτιαχνε, με τέτοια πρώτη ύλη κάτι, τόσο μέτριο.


*Το (τρίτο στη σειρά) φιλμ του αγαπημένου
Ferrara την αφήνουμε στην άκρη ως σινεματικό παράδοξο.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

Walk the Line


Η κινηματογραφική βιογραφία, είδος που αναγκαστικά εμπεριέχει ιστορία μέσα του (και ως όλοι γνωρίζουμε πια η ιστορία δεν μπορεί να είναι αντικειμενική), έχει διαβρωθεί ανεπανόρθωτα. Οι κάποτε αιχμηρές ακμές των πολιτικών βιογραφιών ή τα biopics αθλητών και καλλιτεχνών που σκόπευαν παιδαγωγικά σχεδόν να εμπνεύσουν, έχουν πια στρογγυλέψει (κατά κανόνα προς όφελος του πρωταγωνιστή τους). Παράλληλα, σε ένα αναπάντεχα επιτυχημένο και επίκαιρο στο Hollywood (και τα ταμία) είδος κανένας προσωπογράφος δεν δύναται πια να ξεπεράσει το μοντέλο του.

Απ' τον κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε ο απονευρωμένος (όπως τον λέει κι ο φίλτατος
Μπουκάτσας) James Mangold. Ο σκηνοθέτης αποδεικνύεται ακαδημαϊκότερος των όσων προμήνυε το ελπιδοφόρο ξεκίνημά του, αλλά όχι τόσο όσο ο Taylor Hackford του Ray για παράδειγμα. Αρκούντως καταστρεπτικός πάντως για την ταινία του Johnny Cash.

Βασισμένο στα λόγια του ίδιου του μαυροντυμένου τροβαδούρου (όπως καταγράφηκαν στην αυτοβιογραφία του) το φιλμ θα μπορούσε τουλάχιστον να αντλήσει λίγο απ' το πνεύμα του πρωταγωνιστή της, διαφοροποιώντας τη φόρμα και το θέμα της απ' τα πολυάριθμα hits του είδους. Η πολυτάραχη ζωή του Cash άλλωστε προσφέρεται για κάτι τέτοιο (απ' τις φορές που η εμπεριεχόμενη ιστορία αβαντάρει την κινηματογραφική βιογραφία). Αντ' αυτού ο Mangold επιλέγει τα πάντα να αρχίσουν και να τελειώσουν στο live του Folsom Prison, ήτοι στην πιο αναγνωρίσιμη για το ευρύ κοινό στιγμή της καριέρας του. Τελικά προκύπτει άλλος ένας ματαιόδοξος αντιήρωας με βαριά σκιά και μεγάλα πάθη. Για μια ακόμη φορά παρακολουθούμε την άνοδο, την πτώση και την κάθαρση, μέσω μετρίων μάλιστα μιμητών (πέραν της επανάληψης του σχήματος τα πράγματα δεν ήταν και καθόλου έτσι με τον Johnny).

Σχετικά πρόσφατα πέτυχα ένα ντοκιμαντέρ στο Biography, παχυλό κι αφιερωμένο στον μακαρίτη. Ήταν απείρως συναρπαστικότερο απ' το Walk the Line.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Paprika


Η ψυχολογία και η ψυχανάλυση όπως εμφανίζονται στην πιο συγγενή τους τέχνη, τον κινηματογράφο, έχουν για χρόνια μείνει στάσιμες. Στη μελέτη του υποσυνείδητου προσπάθησαν να συνεισφέρουν πολλοί, όπως ο David Lynch που επιστημονικά μιλώντας μάλλον έφτασε στην πιο ακριβή αποτύπωσή του. Δεχόμενοι την παραδοσιακή ψυχανάλυση και τοποθετώντας τα όνειρα στην περιοχή του υποσυνείδητου, βλέποντας το Paprika ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά όπως οι ήρωες της ταινίας.

Είχα γράψει κάποτε ότι τον σουρεαλισμό πραγματικά τον βιώνουν μόνο οι εθισμένοι σε ουσίες και οι ετοιμοθάνατοι. Επίτηδες δεν αναφέρω όσους κοιμούνται. Το υποσυνείδητο δεν αναφέρεται σε πραγματικές καταστάσεις (ή τουλάχιστον αυτό που οι νοητικά στιβαροί προσδιορίζουν ως πραγματικό). Η περιοχή είναι υπερρεαλιστική από μόνη της δεν χρειάζεται καμιά δράση για να γίνει τέτοια. Τα όσα συμβαίνουν εκεί υπερβαίνουν ρεαλιστικής εξήγησης, αλλά η ανάγκη για την αποτύπωση της και την ερμηνεία της παραμένει. Ο σουρεαλισμός λοιπόν η μόνη οδός για να απεικονίσουμε τα όνειρα; Σίγουρα, ειδικά αν κοιτάξει κανείς το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου, του μεγαλύτερου καλλιτέχνη-ψυχαναλυτή που γνώρισε τούτη η χώρα.

Θέση που οι επίδοξοι Ανδρέες αυτού του κόσμου θα βρουν μπροστά τους: Όταν μπλέκει κανείς όνειρο με πραγματικότητα έχει πρόβλημα, είθισται να κρίνουμε σε τρία επίπεδα, αισθήσεις-σκέψη-ένστικτο. Έστω ένα να είναι ανενεργό, όπως όταν κοιμόμαστε, τότε κρίνουμε λανθασμένα.

Στην ταινία δυστυχώς μέσω ενός επιστημονικού κατασκευάσματος, μιας συσκευής ονόματι DC-Mini, τα όνειρα πραξικοπηματικά εισβάλλουν στις ζωές των ψυχαναλυτών και ψυχαναλυόμενων πρωταγωνιστών. Υπάρχει άρα πρόβλημα ή μάλλον προβλήματα. Το βασικότερο εξ αυτών είναι ότι το τολμηρό, σε αισθητικές επιλογές και αφηγηματική δομή, υπερρεαλιστικό φιλμ του πρώτου μέρους εκφυλίζεται στη συμβατική πλοκή και δράση της τελικής αναμέτρησης. Ο Satoshi Kon, απ' τους σύγχρονους μάγους του παραδοσιακού animation, αποδεικνύεται κακός διαχειριστής μιας πολύ καλής ιδέας, μη έχοντας τι να κάνει τα όνειρα και τους εφιάλτες του τα διαλύει στο τέλος.

Ο σκηνοθέτης τουλάχιστον καταφέρνει να περάσει και στο Paprika μέρος της δικιάς του καθαρά κινηματογραφικής (με την κανονικότερη έννοια που μπορείτε να φανταστείτε) αναζήτησης. Αυτό γίνεται με εμβόλιμες σκηνές άμεσα αναφερόμενες σε κινηματογραφικές τεχνικές αλλά και με τον χαρακτήρα του αστυνόμου-σκηνοθέτη που ονειρεύεται συνεχώς την ίδια καταδίωξη, αλλά σε διαφορετικό κινηματογραφικό είδος. Έτσι επιτυγχάνεται και ο επιθυμητός συσχετισμός μεταξύ της υπαρκτής εναλλακτικής πραγματικότητας του υποσυνείδητου (την οποία αποτελούν τα όνειρα) και της φιφτίχ που αποτελεί το σινεμά. Χαρακτηριστικά θέλοντας να μάθει τη συνέχεια της δράσης ο αστυνόμος Kogawa μπαίνει σε μία αίθουσα προβολών... Η παραπάνω σκηνοθετική παρέμβαση στο μύθο αποτελεί και το καλύτερο σημείο της ταινίας όπως και η επιλογή του Kon να κάνει animation ταινίες για ένα αμιγές και διαφορετικό κάθε φορά είδος τον κάνει να ξεχωρίζει απ' το σωρό, τους πάμπολλους Ασιάτες ανιμάδες που επιμένουν χρόνια τώρα στον ουμανισμό και την επιστημονική φαντασία. Υπάρχει και κάτι μεμπτό όμως που προκύπτει απ' τη μέχρι τώρα πορεία του: ενώ ο ίδιος επιμένει στις βασικές αρχές τις τέχνης του και τεχνικά κι αισθητικά εξελίσσει το animation του (το Paprika πηγαίνει την εμψύχωση ένα βήμα παραπέρα), μέχρι στιγμής δεν δείχνει διατεθειμένος να εξελίξει περαιτέρω τις εκφραστικές δυνατότητές του, οι οποίες όπως έχει αποδειχθεί κυρίως από Ευρωπαίους καλλιτέχνες είναι τεράστιες. Είναι σίγουρο πως μεγάλο μέρος του ποιοτικού σινεμά κρύβεται σε σχέδια και ζωγραφιές που απαιτούν ψηφιακή επεξεργασία για να ζωντανέψουν. Όσο πιο γρήγορα επέλθει η συμφιλίωσή τους με το κινηματογραφικό παρελθόν τόσο καλύτερα για όλους, θεατές και δημιουργούς. Αν δεν το κάνει (και) ο Kon, που δείχνει ότι έχει τις γνώσεις και μπορεί, τότε ποιος;