Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2007

CRASH No2: Chaplin vs. Keaton


To κωμικό (και λιγάκι εορταστικό)


Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων το "λιγάκι εορταστικό" δεν αναφέρεται στις "άγιες" μέρες που διανύουμε (θα ακολουθήσει κατάλληλο post γι' αυτές) αλλά στο ZubizabAtazu. Επέλεξα να γιορτάσω την 100η επίσημη ανάρτηση του blogακίου μου με ένα crash. Μαθηματικά βέβαιο ότι κάποιος απ' τους συνήθεις υπόπτους (που αναφέρονται και λίγο πιο κάτω στο CRASH No1) θα το έθετε. Κλασική και αιώνια σινεφιλική κόντρα. Θέμα συζήτησης για πάνω από 70 χρόνια, απ' τα πάσης φύσεως καφέ (πραγματικά πάσης) μέχρι τα συγγράματα θεωρητικών, που ανά περιόδους εναλάσσουν την κορυφή μεταξύ αυτών των δύο. Θα μπορούσω να γράψω άνετα 100 κιλά παπαριές περί ψήφου που πονάει, περί απαρχής της κωμωδίας, περί σταντ, σωματικής αγωγής και φυσικής ικανότητας, περί gag τεχνικής, για το Limelight, για προφήτες και καταραμένους, για την επιρροή που επιμένουν να ασκούν, για-για-για... 1002 πράγματα. Το ερώτημα πιστεύω θα συνεχίσει να είναι ασύστολα δύσκολο για όλους και θα παραμείνει (μέχρι να σταματήσει να γυρίζει η Γη... τουλάχιστον): Buster Keaton ή Charles Chaplin;

ΥΓ. Μιας και περί εορτών ο αρχικός λόγος, τα φετινά Χριστούγεννα συμπληρώνονται 30 χρόνια απ' την ημέρα που το πιο αξιαγάπητο χαμίνι που ζήτησε ποτέ την προσοχή μας, ταλαιπωρημένο ως είχε συνηθήσει, έπεσε για ύπνο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι πλέον είχε τη δύναμη κι επέλεξε να μείνει για πάντα στο όνειρό του. Παρ' όλ' αυτά συνεχίσαμε να είμαστε σκληροί μαζί του...

American Gangster


Έργα και ημέρες του αφροαεμρικάνου αρχιμαφιόζου Frank Lucas καθώς και του ισχυρά αδιάφθορου αστυνομικού Richie Roberts που τελικά τον συνέλαβε. Μια τυπική ιστορία ανόδου και πτώσης, αντιστρόφως ανάλογη με την κατάσταση στην τότε αμερικάνικη κοινωνία που αντιμετωπίζει το τέλος του πολέμου στο Βιετ-Νάμ και τα ναρκωτικά ως τον νούμερο ένα εσωτερικό εχθρό, όπως επισημαίνει και ο Richard Nixon κατά τη διάρκεια του φιλμ. Η διάδοχη κατάσταση που παρουσιάζεται στην αφετηρία με τον Lucas να περνάει στην κορυφή της ιεραρχίας του υποκόσμου, διά του τσαμπουκά του και μέσω μιας πολύ σωστής επιχειρηματικής κίνησης, απευθυνόμενος σε αγορά απελπισμένων πολιτών, συμπίπτει χρονολογικά με την μετάβαση μιας ολόκληρης χώρας απ’ τα λουλουδιασμένα 60s στην σκληρή συνειδητοποίηση των 70s.

Ο Frank Lucas λειτουργεί κόντρα στην παραπάνω αλλαγή. Συνεχίζοντας στο πνεύμα του πρώην αφεντικού του, ενός σύγχρονου «Ρομππέν του Χάρλεμ», αντιστέκεται σθεναρά στον εσκυγχρονισμό της μαφιόζικης παράδοσης (της ίδιας που «διδάσκουν» τα σπουδαία φιλμ του είδους) αρνούμενος να παραδόσει το εμπόριο και έστω μέρος της εξουσίας του σε διεφθαρμένους αστυνομικούς ή αλλιώς στην από καιρό ανερχόμενη συντηρητική τάξη. Αν για κάποιο λόγο ο αρχιμαφιόζος ήταν αδίστακτος, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στο φιλμ, δεν ήταν επειδή απλά φύτευε μια σφαίρα σ’ όποιο κεφάλι του εμπόδιζε το δρόμο του αλλά επειδή χλευαστικά χρησιμοποίσε τα όπλα της ίδιας της ρεπουμπλικάνικης εξουσίας: τα ναρκωτικά που εξαφάνισαν τους Χίπις και τα πτώματα των στρατιωτών του NAM. Εκεί που οι αστυνομικοί προσέφεραν ποσότητα (από νοθευμένη ηρωίνη) ο Lucas προσέφερε ποιότητα με το Blue Magic, την καθαρότερη «παραμύθα» της πόλης στην πιο συμφέρουσα τιμή. Το εμπόριο ναρκωτικών πέρασε πλέον αποκλειστικά στα χέρια του και ο ίδιος δουλεύοντας μακριά απ’ τις όποιες μεθοδεύσεις της νέας τάξης πραγμάτων κράτησε χαμηλό το προφίλ του καταφέρνοντας να περνά απαρατήρητος απ’ τους αδιάφθορους που κλήθηκαν να πιάσουν τους μεγαλέμπορους. Αν και ελάχιστες οι φορές που παρέκλινε απ’ τον (μαφιόζικα) ενάρετο βίο ήταν αρκετές για να οδηγήσουν στην αποκάλυψη του ονόματός του και κατά συνέπεια στην σύλληψή του.

Κι αυτό γιατί απέναντί του βρέθηκε ένας όμοιός του, ένας μπάτσος τόσο έντιμος απέναντι στους συναδέλφους του που βρήκε και παρέδωσε 1έκ. δολάρια γνωρίζοντας πως στο τέλος κάποιος χαρτογιακάς θα τα φάει. Κι αν ο πρώτος καταλήγει ηγετική μορφή για την αφροαμερικάνικη κοινότητα του Χάρλεμ, ο δεύτερος αναδεικνύεται σχεδόν άγιος (σ’ εκείνη τη σκηνή του δικαστηρίου) από τον σκηνοθέτη Ridley Scott.

Με τον τελευταίο στο τιμόνι να πω την αμαρτία μου περίμενα μια εντελώς διαφορετική ταινία. Έπαιξε ρόλο και το promotion που παρουσίαζει εξ αρχής αντιμέτωπους τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Η αντιπαράθεση τελικά δεν έρχεται ποτέ (κάθε άλλο μάλιστα) και η γραμμική αφήγηση, που καλύπτει χρονικό εύρος 7 περίπου ετών, λειτουργεί προς όφελος μιας πιστής καταγραφής κι αναπαράστασης των γεγονότων. Μια ιστορία δύο αφανών ηρώων τύπου αστυνομικού ρεπορτάζ στα χέρια του σπανίως συγκρατημένου Scott θα περίμενε κανείς με τέτοια υποστήριξη απ' το studio να καταλήξει αν όχι σκορσεζικό έπος, που είναι και της μόδας, τραγωδία Μονομάχων. Ευτυχώς και αντίθετα παρακολουθούμε απλά το χρονικό.

Ο "χρονογράφος" Scott δεν παραλείπει να κατέβει με την κάμερα στα γκέτο αποτυπώνοντας μέρος της νέγρικης κουλτούρας κι υπερβολής, υπενθυμίζει το μεγάλο αστυνομικό σκάνδαλο κατάχρησης εξουσίας, θέτει ως άγουσες δυνάμεις του φιλμ τους Washington και Crowe που τον αποζημιώνουν με τις ερμηνείες τους ενσαρκώνοντας ιδανικά το δίπολο του πυρήνα. Επισημαίνει επίσης το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, οριοθετώντας το τέλος για τις παραδοσιακές αξίες του δρόμου (ή της ζούγκλας της ασφάλτου - πολύ τον γουστάρω τον τίτλο του Huston) που αντικαθίστανται ακόμη και στο έγκλημα από αγνές business πρακτικές. Φιγούρα στο μεταίχμιο αυτής της κατάστασης ο Frank Lucas. Ο πιο καλός επιχειρηματίας που επέλεξε να βαδίσει μόνος μακριά απ' τους κανόνες του εμπορίου. Είπαμε 7 χρόνια κατάφερε να κρατήσει... Στην ουσία ένας ρομαντικός, όπως η τροπή που παίρνει η ιστορία του(ς) λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι. Αντιφατική φύση...


Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Michael Clayton


Μιλάω για τον Michael Clayton έχοντας χάσει το πρώτο κρίσιμο 10λεπτο της ταινίας.

Το κακό με τις κινηματογραφικές απόπειρες της φιλελεύθερης Αμερικής είναι ότι στην πλειοψηφία τους και στην συνείδηση του κοινού περνάν ως ταινίες (γενικής) καταγγελίας. Γι' αυτό και ο George Clooney, εκ των σημαιοφόρων της στο σχεδόν αυτόνομο Hollywood (μαζί με τον Robbins, τον Penn, τον Redford και κάνα δυο τρεις ακόμα) δεν άργησε να γίνει γραφικός για τους πολλούς (ας μην ξεχνάμε ότι στις ΗΠΑ έχουν ακόμα τον Bush για πρόεδρο).

Το Michael Clayton ως η πρώτη ταινία του Tony Gilroy είναι αρκετά καλό. Mε μια φανταστική (όπως μη-πραγματική) ιστορία διαφθοράς και ηθικών αδιεξόδων καταφέρνει να πιάσει απ' τις εργασιακές σχέσεις στις μεγάλες φίρμες, μέχρι την ανελέητη πλουτοθηρία, παρουσιάζοντας ακραίες πρακτικές που, φοβόμαστε είναι η αλήθεια, ότι εφαρμόζονται από πολυεθνικές και λοιπές μεγαλοεταιρίες (το Erin Brοckovich άλλωστε βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα). Μη αναφερόμενο σε συγκεκριμένο παράδειγμα λοιπόν μπορείτε να το τραβήξετε μέχρι εκεί που φτάνει η σίγουρα ζωηρή φαντασία σας. Συγκεκριμένες λεπτομέρειες του πονηρού σεναρίου σας επιτρέπουν να αναγνώσετε μέχρι απ' ευθείας πολιτικό σχόλιο (οι τόποι δράσης, το βιβλίο που διαβάζει ο πιτσιρικάς, το όνομα της μοχθηρής U-North που αν δεν συναιτιστεί θα καταστρέψει τον κόσμο). Ευλογείται τέλος από την συνολική επίδοση του εξαίρετου cast του με τους Wilkinson (αγαπημένος), Pollack (μισητός) και Swindon να ξεχωρίζουν σε δορυφορικούς ρόλους.

Το Michael Clayton ως η τελευταία κατάθεση του Clooney (μέχρι το ολόδικό του Leatherheads) είναι ακόμη καλύτερο. Έχουμε μια απ' αυτές τις περιπτώσεις που o σταρ σε συνδυασμό με το θέμα οδηγούν μια πιθανή βαθύτερη ανάλυση πολύ πιο πέρα από εκεί που σταματάει ο σκηνοθέτης. Σκεφτείτε για παράδειγμα πόσο διαφορετική ταινία θα ήταν το Last Castle αν δεν πρωταγωνιστούσε ο Redford... Ο κεντρικός ήρωας, απ' τα καλύτερα πιονάκια μεγάλου δικηγορικού γραφείου, καλείται να αντιμετωπίσει εκτός απ' τα πολλά προσωπικά του προβλήματα (χρέη και διαζύγιο κ.α!) την ξαφνική πνευματική αστάθεια ενός συνεργάτη του που σαμποτάρει αντι να υπερασπίζει την θέση της U-North, του μεγαλύτερου ίσως πελάτη.

Πρώτος ο φιλελεύθερος πρέπει να πειστεί και μετά θα θριαμβεύσει η δικαιοσύνη!!! Όλοι βλέπουνε το ίδιο όνειρο αλλά ο Clooney οφείλει να ξυπνήσει πριν απ΄ τους υπόλοιπους γιατί είναι το μέσο προς το δίκαιο. The truth is out there. Πρέπει να πειστεί για τις αγαθές προθέσεις ενός τρελού που ξοδεύει τα πάντα, ρισκάρει τα πάντα και στο τέλος ξέρει πως θα χάσει τα πάντα. Καταλαβαίνω πως το παρακάνω με την πολιτική χροιά που θέλω να δώσω αλλά με βοηθάει και ο Gilroy. Ακριβώς επειδή η ταινία του δεν μοιάζει καταγγελίας αλλά πολιτικό θρίλερ θυμίζοντας μερικές απ' τις καλές στιγμές του είδους.

ΥΓ. Κάτι καλό θέλανε να κάνουν με την αυθεντική αφίσα αλλά το αποτέλεσμα αισθητικά τουλάχιστον είναι τραγικό. Γι' αυτό σας βάζω τη γαλλική.

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2007

El Orfanato


Μια γυναίκα επιστρέφει στο, εγκαταλελλειμένο πια, ορφανοτροφείο όπου μεγαλώσε, αποφασισμένη να το ανακαινίσει και να φιλοξενήσει 5-6 παιδιά που να έχουν ανάγκη απ' την φροντίδα της ίδιας αλλά και του ιατρού συζύγου της. Μαζί της κι ο θετός γιος της, ο μικρός Simon που αρέσκεται στο να παίζει με τους φανταστικούς του φίλους. Μια τυπικά... ισπανική ιστορία φαντασμάτων απλωμένη σε 100 εξόχως ατμοσφαιρικά, ως συνηθίζουν οι ευρω-λατίνοι, λεπτά.

Το σινεμά του παραγωγού Del Toro που ασπάζεται σε σημεία ο "πρωτοεμφανιζόμενος"* Juan Antonio Bayona εγγυάται (εκ προοιμίου) μπόλικες στιγμές "εικαστικού τρόμου". Το συνολικό αποτέλεσμα απ' την άλλη θυμίζει μάλλον το Others του Amenabar (περισσότερο κι απ' το Devil's Backbone όπως βιάστηκαν να μου καρφώσουν στην Θεσσαλονίκη). Το Ορφανοτροφείο μπορεί να στερείται του βάθους των παραπάνω ταινιών αλλά δεν παύει να αποτελεί ύψιστη πρόκληση για το ένστικτο του θεατή. Όντας σκηνοθετημένο μαεστρικά αναγάγει θεωρητικά ήπιες σκηνές τρόμου σε ψυχοβγάλτες. Πιστό στους πρωτεύοντες μηχανισμούς του σασπενς, η δόμηση του οποίου αποτελεί και το κύριο μέλημα του Bayona, εκμεταλλεύεται άριστα καταλυτικές λεπτομέρειες ενός κατά τ' άλλα "ελαφριού" σεναρίου (ψυχολογική αστάθια, η πλήρης απομόνωση της πρωταγωνίστριας, η καταπληκτικά στημένη επίσκεψη των μέντιουμ). Το παραπάνω σε συνδυασμό με τον λυτρωτικό δραματικό τόνο του φινάλε που διαδέχεται την κλιμακούμενη ένταση, την φροντισμένη στο σύνολό της παραγωγή και την ερμηνεία της Belen Rueda, που τα βγάζει πέρα σε έναν άκρως απαιτητικό ρόλο, δικαιολογούν την άμεση αναγνώριση του φιλμ ως την πιο πρόσφατη μα εξέχουσα προσθήκη στο πάνθεον των ταινιών φαντασίας.

Ένα μικρό παράπονο για το τέλος (και του κειμένου και του φιλμ). Στο ελκυστικότατο αυτό ghost story η πασχίζουσα απόπειρα για μια πλήρως ορθολογιστική εξήγηση έστω μέρους τον τεκτενομένων, απόπειρα παράλληλα για αυτοϊκανοποίηση δια της αντίληψης ορισμένων θεατών, θα μπορούσε απλούστατα να λείπει (ως επεξηγηματικό κομμάτι εντελώς εκτός κλίματος).

* Ο Bayona μετράει ήδη μια γεμάτη 10ετία με πάνω από 25 "μικρές" δουλειές ενώ διδάσκει και σε πανεπιστήμιο

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

CRASH No1: Nolan vs. Aronofsky

Το μοντέρνο:


Παίρνοντας την σκυτάλη απ' τον φίλτατο Μπουκάτσα, τον ευγενή Άκη Καπράνο με τις μπουκιφσκολογίες του και τον πρωτομάστορα των crash(es), και κατά συνέπεια αρχιπροβοκάτορα, ildimo ζητώ να πάρετε θέση στο άκρως επίκαιρο δίλημμα: Christopher Nolan ή Darren Aronofsky;


Νομίζω ότι οι λόγοι για την επιλογή των παραπάνω σκηνοθετών είναι παραπάνω από εμφανείς.