Πέμπτη 31 Μαΐου 2007

Η κατάσταση είναι σοβαρή


Νέο μπλονγκ! Στο http://ikatastasieinaisovari.blogspot.com/ Πιο προσωπικόν... Όσοι καλοί περάστε και πείτε ένα γεια...

Δευτέρα 28 Μαΐου 2007

Cannes Festival 2007: Η αποφώνηση


Πάει κι αυτό το φεστιβάλ μας τέλειωσε... κι εμείς δυστυχώς πρέπει να επανέλθουμε στα καθημερινά μας (με κυριότερο πρόβλημα τα νέα, τρέχα τώρα Θοδωρή να αναπληρώσεις 2 ολόκληρες εβδομάδες). Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος (μακρά παράδοση που κρατάει δύο χρόνια τώρα :p) θα επιχειρήσουμε έναν μικρό απολογισμό, τους νικητές και τους χαμένους του φεστιβάλ.
Φέτος η αλήθεια είναι ότι οι πρώτοι είναι πολύ περισσότεροι απ' τους δεύτερους. Καλύτερες ταινίες, καλύτερη διοργάνωση, το Χόλιγουντ στάθηκε στο ύψος του (αντίθετα με πέρυσι που έστειλε X-Men και Κώδικα DaVinci για τις παγκόσμιες πρεμιέρες τους), ακόμη και τα βραβεία ικανοποίησαν τους περισσότερους. Ξεκινάμε λοιπόν (πάντα με το μάτι του outsider):

Οι νικητές:

1. Πρώτ' απ' όλα το ίδιο το φεστιβάλ των Καννών

...με την φετινή διοργάνωση, την καλύτερη των τελευταίων χρόνων και το υψηλότερο διαγωνιστικό επίπεδο, δέχτηκε ισχυρό ντοπάρισμα σε κύρος και πρεστίζ. Οι αμφισβητίες έχουν αυξηθεί μετά τις επιλογές της τελευταίας 10ετίας. Οι Κάννες γι' αυτούς τείνουν να μετατραπούν σε ένα κλειστό λόμπι όπου ξεπεσμένοι δημιουργοί βρίσκουν καταφύγιο για να μοιρολογήσουν τις ετοιμοθάνατες καριέρες τους αλλά και οι μόδες πρόσφορο έδαφος και κοινό για να επαληθευτούν. Η σύγκριση με πέρυσι είναι αναπόφευκτη: φωνές και διαμαρτυρίες για τον Χρυσό Φοίνικα στον Ken Loach (σε μια καταπληκτική εν τέλει ταινία), καθολική αναγνώριση σε ένα νεαρό ταλέντο απ' την Ρουμανία φέτος. Τέσσερις ταινίες οι λατίνοι στο διαγωνιστικό, μοιρασμένα φέτος τα πράγματα, αφού και λατίνους δεν είχαμε πολλούς να μας σκοτίζουν και οι Γερμανοί είχαν λιτή συμμετοχή και οι πάσης φύσεως Ασιάτες (δημιουργοί ή απλά ταμίες σε σινεμά της Σεούλ) δεν είναι πια μόδα αλλά κατεστημένο σε τέτοιες διοργανώσεις. Πέρυσι είχαμε Bellocchio να κράξουμε (μέλος της επιτροπής φέτος), Copolla και Linklater να εκπροσωπούν τα 90's με κάποιες απ' τις χειρότερες ταινίες της καριέρας τους, ασθματικό Kaurismaki με την κατώτερη ταινία της "αν-εργατικής" τριλογίας του (το Laitakaupungin valot), κακές χολιγουντιανές πρεμιέρες (τα είπαμε και παραπάνω), μέτριες ταινίες στο διαγωνιστικό. Και πάλι στο περσινό αφιέρωμα ξεκινούσα λέγοντας ότι η διοργάνωση ήταν μια απ' τις πιο ενδιαφέρουσες των τελευταίων ετών... Φέτος λοιπόν το πρόγραμμα άφησε άπαντες ικανοποιημένους, σινεμά των δημιουργών, καλές εμπορικές ταινίες, σινεφιλικά διαλείμματα και ψυχαγωγία τύπου Grindhouse στις σωστές δόσεις.

2. Οι Ρουμάνοι (και τα πέριξ)

Η Ρουμανία έχει πλέον κάτι να υπερηφανεύεται. Κάτι που δεν είναι ούτε όπερα ούτε ο Γκεόργκι Χάτζι. Έχει τον Cristian Mungiu να αφήνει πάντες άφωνους με το 4 Months, 3 Weeks and 2 Days, και είχε άλλο ένα μεγάλο ταλέντο ως απεδείχθη, τον συνονόματο Cristian Nemescu που δυστυχώς σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό πριν καν ολοκληρώσει το California Dreamin', την πιο δυνατή ταινία του φεστιβάλ σύμφωνα με τους διοργανωτές. Για το California μάλιστα έγινε ολόκληρη ιστορία. Η επιτροπή του Une Certain Regard αρχικά είχε αποφασίσει να μην κρίνει την ταινία, πίστευαν ότι δεν ήταν σωστό αφού είχε μείνει ανολοκλήρωτη. Όλα άλλαξαν όμως μετά την παρακολούθησή της όταν όχι μόνο την έκριναν επί ίσοις όροις με τις υπόλοιπες αλλά του έδωσαν και παμψηφεί το Βραβείο τους. Ο Mungiu είχε ξεχωρίσει από νωρίς, ήταν άλλωστε απ' τις πρώτες ταινίες που προβλήθηκαν. Χαρακτηριστικά την 11η νύχτα του φεστιβάλ σε ιντερνετο-συζήτηση φίλος ανακοινώνει αν έβαζα λεφτά για το ποιος θα το πάρει θα τα έβαζα όλα στο Ρουμάνο. Τέτοια ήταν η διαφορά που έκανε ανάμεσα στα μεγαθήρια.
Δεν είναι όμως μόνο η παρουσία της Ρουμανίας, είναι και ο Τούρκος Akin, είναι και η επιστροφή του Κουστουρίτσα, είναι και ο Palfi πέρυσι. Tο καλύτερο σινεμά σήμερα φαίνεται ότι φτιάχνεται στη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια, και μόνο εμείς οι "δυτικοί" Έλληνες δεν παίρνουμε χαμπάρι...

3. Ο Carlos Reygadas

Δύσκολος σκηνοθέτης με ορκισμένους εχθρούς και φίλους. Πως να μην μιλάμε για πραγματικό νικητή λοιπόν όταν τους αφήνει όλους ικανοποιημένου είτε πολέμιους είτε υποστηρικτές. Έχει ήδη εξασφαλίσει πολύ καλές συνθήκες για την ετυμηγορία του
Luz Silencioza.

4. To Control του
Anton Corbijn

Σημείο αναφοράς για το 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Όποιος πρόλαβε Control είδε καθώς η ταινία του Anton Corbjin για τον Ian Curtis (με τη συνδρομή και των υπόλοιπων Joy Division) ήταν απ' τις πλέον προτιμώμενες για το κοινό με αποτέλεσμα πολλοί να μείνουν έξω. Η ταινία πέρα απ' το μεγάλο τζερτζελέ που προκάλεσε πριν (με το πλούσιο παρασκήνιο και την κόντρα μεταξύ συγκροτήματος και δημιουργού) αλλά και κατά την προβολή της, απέσπασε και εξαιρετικές κριτικές ενώ τσίμπησε και το Prix Regards Jeunes. Καθόλου άσχημα για το ντεμπούτο του Ολλανδού σκηνοθέτη των Depeche Mode.

5. Ο David Fincher

Το Ζοdiac ήταν ίσως η πιο αναμενόμενη ταινία απ' όσες προβλήθηκαν στο φεστιβάλ για το ευρύ κοινό και τον μέσο σινεφίλ. Έχει ήδη ανοίξει στην Αμερική (όπου προφανώς δεν τα πήγε καλά εισπρακτικώς), είχαν ήδη γραφτεί τα πρώτα σχόλια, είχε ήδη τις καλές αντιδράσεις των οπαδών. Με την εμφάνιση του στις Κάννες όμως το Zodiac γιγαντώνεται αφού η πρωτότυπη ιστορία μυστηρίου που παρουσίασε ο David Fincher κέρδισε και την πλειοψηφία των Ευρωπαίων κριτικών, που έσπευσαν να το αποθεώσουν, εξασφαλίζοντας του θριαμβευτική απόβαση στην από 'δω αγορά.

6. Το animated Persepolis

Ασπρόμαυρο animation με την ιστορία μιας μικρής Ιρανής (anti-commercial), αλλά εξελίσσεται σε δυνατό χαρτί. Το βραβείο της επιτροπής ήταν απλά η αρχή (το πήρε μαζί με το Silent Light του Reygadas). Πλέον ετοιμάζεται και η αμερικάνικη μεταγλώττισή του. Η Marjane Satrapi και ο Vincent Paronnaud μπορούν να είναι πολύ υπερήφανοι για το εγχείρημα τους. Τα animation τελευταία σπάνια ευκαιρούν στο θεσμό...

7. Τουρκικό Σινεμά

Όχι μόνο υπάρχει, αλλά βγάζει και μια υγεία (στο arthouse σκέλος του τουλάχιστον), μια παραγωγικότητα που θα την ζήλευαν πολλές μεγάλες σχολές. Τα είπαμε και λίγο παραπάνω για τον Fatih Akin, η ταινία του ήταν εκ των φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα και ελέω Mungiu πήρε μόνο το βραβείο σεναρίου. Ας μην ξεχνάμε όμως και τη γενικότερη παρουσία του στο στερέωμα τα τελευταία χρόνια απ' τις εμπορικές παραγωγές (ακόμα θυμάμαι τεράστιους μουσικούς να τρέχουν να γράψουν soundtrack για Τούρκους) μέχρι το δριμύ φεστιβαλικό παρόν με αποκορύφωση τo Iklimler πέρυσι και τo Yasamin Kiyisinda φέτος. Οι δημιουργοί στη γείτονα χώρα πληθαίνουν, οργανώνονται και ήδη καταλαμβάνουν περίοπτες θέσεις στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Ήδη ο Akin έχει κάνει κριτής σε Κάννες και Βερολίνο, δεν θα αργήσει να τον ακολουθήσει ο Ceylan... Εύγε τους!

Ούτε κρύο, ούτε ζέστη:

1. Ο Quentin Tarantino

Το γιατί διαγωνίστηκε το Death Proof παραμένει άγνωστο, δεν στεκόμαστε εκεί όμως... Σίγουρα ο QT διασκέδασε πολύ κόσμο με το slasher φόρο τιμής του. Άλλους πάλι έχει αρχίσει να τους εκνευρίζει το μοτίβο πίσω απ' το σινεμά του. Όπως και να 'χει η ιδέα πίσω απ' το όνομα και τα είδη έχει αρχίσει να κουράζει αλλά η υπογραφή Tarantino κρύβει πάντα κάτι γοητευτικό.

2. Το φετεινό Marie Antoinette...

...που ακούει στο όνομα Une Vieille Maitresse. Δεν λέω καμία σχέση οι δύο ταινίες μεταξύ τους, αλλά η μαιτρέσσα αποτέλεσε την μετριότητα εποχής του φετινού φεστιβάλ, ότι ακριβώς η ταινία της Coppola πέρυσι.

3. Οι αδερφοί Cohen

Οι οποίοι κανονικά θα έπρεπε να λογίζονται με τους νικητές. Εδώ τους βάζουμε εκ του διαγωνιστικού αποτελέσματος γιατί τα φοβερά και τρομερά αδέρφια έφυγαν με άδεια χέρια απ' την Κρουαζέτ. Έφυγαν όμως και με πολλές καλές κριτικές να συνοδεύουν το No Country for Old Men. Η ταινία ακούστηκε και για το Φοίνικα (σαν το ισχυρότερο αουτσάιντερ μετά τα τρία μεγάλα φαβορί), κέρδισε τους θεατές και ελπίζουμε να τους επαναφέρει στο υψηλής ποιότητος σινεμά που μας είχαν συνηθίσει. Μην ξεχνάτε ότι οι τελευταίες κανονικές ταινίες τους ήταν το Intolerable Cruelty και το remake του Ladykillers, όχι ότι μας χαλούσαν αλλά όπως και να το κάνεις Fargo, Barton Fink ή έστω The Man Who Wasn't There δεν ήταν.

4. Οι Julian Schnabel και James Grey

Αυτοί οι δύο με προβλημάτισαν ως εξής... Όλοι λένε ότι οι ταινίες τους είναι καλές και δεν το αμφισβητώ. Ο πρώτος μάλιστα με το The Diving Bell and the Butterfly πήρε και το βραβείο σκηνοθεσίας. Ο Schnabel όμως απ' ότι κατάλαβα έχει κάνει μια ταινία που όλοι έχουμε ξαναδεί και μάλιστα με έναν όχι πολύ διαφορετικό τρόπο απ' τους υπόλοιπους που την έχουν επιχειρήσει. Ο Grey απ' τη μεριά έκανε μια ταινία που όχι απλά έχουμε ξαναδεί, αλλά την είδαμε απ' τον ίδιον, όταν με το Yards (και λιγότερο με την Οδησσό) είχε βρεθεί το 2000 ξανά στο διαγωνιστικό. Δεν έχω πρόβλημα με την προσήλωσε κάποιου σε μια Α θεματική αλλά εδώ μιλάμε για σενάρια καρμπόν, για τους ίδιους βασικούς άξονες, ακόμα και για τους ίδιους συντελεστές... Τέλος πάντων και τους δύο ίσως τους μετριάζω άδικα, κάπως όμως πρέπει να τα γεμίσω και "τα ούτε κρύο ούτε ζέστη" :p


5. Οι Ασιάτες

Οι Ασιάτες είχαν μια παράδοξα ήσυχη συμμετοχή φέτος. Με τη ναυαρχίδα τους να βουλιάζει οι υπόλοιποι έκαναν άρτια το κομμάτι τους αποσπώντας και μερικά βραβεία στην πορεία. Πολυπληθές το παρόν τους για μια ακόμη χρονιά σε όλα τα τμήματα, αλλά τουλάχιστον απ' τις "σοβαρές" παραγωγές και τους διαγωνιζόμενους δύσκολα θα προκύψει η μεγάλη ταινία. Οι οπαδοί πάντως είτε του χώρου είτε του εκάστοτε δημιουργού θα τους ευχαριστηθούν.

6. Ο Emir Kusturica

Απ' τη μια Εμίρης απ' την άλλη κακομοίρης. Όπως πάντα ο Kusturica διχάζει. Αν ψάξετε στο διαδίκτυο θα βρείτε από κείμενα που κάνουν λόγο για πολύ καλή ταινία μέχρι κατάρες για τον διασημότερο Βαλκάνιο σκηνοθέτη. Εμείς δεν θα πιστέψουμε κανένα και θα κάνουμε υπομονή μέχρι την αυτοψία...

Οι χαμένοι

1. O Wong Kar-wai

Ο περσινός πρόεδρος επέστρεψε φέτος σαν διαγωνιζόμενος με το My Blueberry Nights. Για όσους δεν συνειδητοποιούν τι σημαίνει Κάννες και Blueberry Nights (γιατί φαντάζομαι ότι όλοι καταλαβαίνουν) μιλάμε για μια ταινία που το poster της ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόμαστε όχι απ' την φετινή αλλά απ' την περσινή διοργάνωση! όταν η ταινία ήταν ακόμη μια ιδέα. Κι όμως φέτος βγήκε με το ίδιο! Μιλάμε για την ταινία που αποτέλεσε την βασική ατραξιόν της φετινής διοργάνωσης και επιλέχτηκε να την ανοίξει θριαμβευτικά, υποτίθεται, ακόμη κι αν δεν ήταν εντελώς έτοιμη μια εβδομάδα πριν την προβολή της. Όλοι ήθελαν να δουν τον Kar-wai (είναι μεγάλη η χάρη του άτιμου) αλλά τελικά αυτός τους απογοήτευσε. Πολλά θλιβερά ακούστηκαν όπως βαρετή και χωρίς νόημα ταινία. Άλλοι πιο ψύχραιμοι έκαναν λόγο για βεβιασμένη κατάδυση από πλευράς του σκηνοθέτη στο σινεμά των ειδών. Υπήρξαν και κάποιοι που αποθέωσαν την εικαστική ομορφιά της ταινίας αλλά ως εκεί. Πάντως για το πείραμά του με την Norah Jones πρέπει να αισθάνεται δικαιωμένος...

2. Ο Michael Winterbottom

Αυξομοιώσεις είχε στην απόδοση του αλλά ποτέ τίποτε το τραγικό. Και πάντα όταν ο υποψιασμένος σινεφίλ ακούει Winterbottom περιμένει κάτι καλό (σίγουρα όχι αριστούργημα αλλά καλό και συνήθως διαφορετικό). Φέτος φαίνεται ότι ο Βρετανός σκηνοθέτης τα σκάτωσε. Τo A Mighty Heart βρήκε ανταπόκριση μόνο στην από 'κει πλευρά του Ατλαντικού (κι αυτή μετριοπαθής). Οι Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι έβγαλαν τα φτυάρια και ετοίμασαν για την ταινία έναν κινηματογραφικό τάφο με την πλάκα από πάνω του να γράφει "πέθανε σαν εμπορικός". Ο ίδιος επιβεβαίωσε τους φόβους παραδεχόμενος ότι ήθελε να κάνει κάτι το νέο γι' αυτόν με την... mainstream έννοια του όρου "νέο" στο μυαλό. Εμείς να πούμε κρίμα.

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

The Devil's Rejects

Κινηματογραφικό αξίωμα που τείνει να διαψευστεί: Οι ταινίες τρόμου στις μέρες μας είναι στην πλειοψηφία τους χάλια. Αλλά μαύρα χάλια. Είναι που οι καιροί μας δεν ευνοούν την θεματολογία τους. Είναι που η ηθική τους αποτέλεσε αιώνιο κόμπλεξ και ώθησε όλο και λιγότερους να ασχοληθούν μ' αυτές. Πάνω στον κορεσμό τους το κοινό δεν δίστασε στιγμή να τους γυρίσει την πλάτη και έμεινε μια (κακώς προσδιορισμένη σαν) γραφική μερίδα του να τις παρακολουθεί και να τις ψάχνει με ιδιαίτερο ζήλο. Κι εγώ με τη σειρά μου πολλές φορές (πραγματικά έχει συμβεί αμέτρητες) ζηλεύω την επιμονή ενός τέτοιου οπαδού να βρει τις ταινίες που κάποιος του πρότεινε για καλές. Έχουμε πει κι έχουμε ξαναγράψει για τη μίνι αναγέννηση του είδους στα προσφάτως παρελθόντα έτη, για τα ένστικτα και το ρεαλισμό. Υπήρξαν όμως και κινηματογραφιστές που μέσα στον βομβαρδισμό του κοινού με νεανικά σκισμένα κορμιά έμειναν πιστοί στα κλασικά - και να δείτε πως θα αυξηθούν αυτοί σε λίγο καιρό που βγαίνει και το Grindhouse. Έναν τέτοιο ρομαντικό θα εξετάσουμε σήμερα.

Θεματικό sequel της πρώτης ταινίας του λαϊκού αοιδού Rob Zombie (το αλήστου μνήμης και αποτυχημένο House of 1000 Corpses) το Devil's Rejects ελάχιστη σχέση έχει με τον προκάτοχό του. Η ταινία ξεκινάει με την αστυνομία αποφασισμένη να πιάσει την ομότιτλη (όπως αυτοαποκαλείται) οικογένεια σαδιστών και έτσι οι τελευταίοι αναγκάζονται να αφήσουν το Σπίτι με τα 1000 πτώματα και να βγουν στο δρόμο μετρώντας παράλληλα απώλειες. Πρώτη μεγάλη διαφοροποίηση λοιπόν: Ο δρόμος...

Από 'κει και πέρα σε αντίθεση με το καθαρά ταγμένο στα horror πλαίσια House η συνέχεια του είναι περισσότερο μια ακραία περιπέτεια που αφηγείται περιστατικά παρά μια σαδιστική περιπλάνηση στο μυαλό των παραφρονούντων. Ίσως ακριβώς επειδή αυτός σαδισμός φεύγει πλέον απ' τον δημιουργό-σκηνοθέτη που κατακρεουργούσε τα πτώματα και περνάει μόνο στους ήρωές του τους οποίους ο Rob Zombie τους ακολουθεί ευλαβικά μέχρι το φινάλε (τους). Οι συμπλοκές υπερτερούν σαφώς των βασανιστηρίων και ο προαιώνιος βλαχόμπατσος αγωνίζεται επί ίσοις όροις με τους εγκληματίες. Δεύτερη διαφορά ο τρόμος...

Η 70ίλα (σεβεντίλα στα μοντέρνα ελληνικά) επίσης δίνει και παίρνει. Πέρα απ' το setting και τα τραγούδια ο μισανθρωπισμός των θρίλερ και ο γενικός κινηματογραφικός αμοραλισμός της εποχής διαποτίζουν και το Devil's Rejects. Τα ταραγμένα 70's είναι παντού παρόντα στο φιλμ και δίνουν το στίγμα. Απ' ευθείας αναφορά και η τελική αλά Bonnie and Clyde σκηνή (συσχετισμό που μοιραία ανακάλυψα ότι έχει κάνει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης στο παρελθόν). Σημαντική διαφορά λοιπόν και ο χρόνος...

Και πως λειτουργούν τώρα όλα τα παραπάνω; Στο σύνολό τους θετικά καθ' ότι παρατηρούνται βήματα προόδου στο δημιουργό που στο άμεσο μέλλον θα μας δώσει ένα μυστήριο animation και ένα remake του κλασικού Halloween. Τα Zombie ήρθαν στο σινεμά για να μείνουν απ' ότι φαίνεται και σιγά σιγά κερδίζουν κατά περίεργο τρόπο και την εμπιστοσύνη του κινηματογραφικού κόσμου (μιλάω κυρίως για συντελεστές). Σίγουρα θα συνεχίσουν να κινηματογραφούν για ένα συγκεκριμένο κοινό αδιφορώντας για κριτικές και εισητήρια. Μάλιστα στο Devil's ο σκηνοθέτης δεν χάνει την ευκαιρία σε μια πονηρή σκηνή να καρφώσει τους κριτικούς για το κράξιμο που του επεφύλαξαν (προφανώς αναφέρομαι στον μελετητή των Αδερφών Μαρξ). Πολύ πιο προσιτό λοιπόν το νέο του στυλ και πολύ περισσότερο ταινία το αποτέλεσμα. Δεν ξέρω πόσο κατάφερε να πείσει και τους υπόλοιπους γι' αυτό πάντως τους φαν κι εμένα (που δεν δηλώνω τρομολάγνος) μας κατάφερε. Και αντι επιλόγου να εξομολογηθώ πως παρά την αποτυχία της ταινίας, η διεστραμμένη αφεντιά μου πολύ χάρηκε που στο House of 1000 Corpses είδε έναν (τρόπον τινά) αγαπημένο καλλιτέχνη να προσπαθεί για την πάρτη του. Αν μη τι άλλο πρέπει να παραδεχτούμε ότι αν και αδαής έχει έναν μοναδικό στο σύγχρονο σινεμά τρόπο. Στα βίντεο κλπις πάντως τα καταφέρνει πολύ καλύτερα.

The Saddest Music in the World


Πάντα ανορθόδοξος ο Guy Maddin και πάντα γοητευτικός. Πολλοί θα πουν επιδειξιομανής, άλλοι ανούσιος και άτσαλος, εγώ θα πω σπουδαίος. Δεν είναι μόνο η εικαστική αναβίωση που επιχειρεί σε κάθε του ταινία.

Απ' τον κανόνα (της αναβίωσης) δεν ξεφεύγει ούτε το Saddest Music in the World (ψιλοελεύθερη μεταφορά του μυθιστορήματος του
Kazuo Ishiguro - οι σινεφίλ θα τον θυμούνται απ' τα Απομεινάρια μιας Μέρας) που αφορά σε έναν διαγωνισμό που σκαρφίζεται μια μεγαλοζυθοποιός στα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης και ο οποίος εξασφαλίζει 25000 δολάρια στους καλλιτέχνες που θα φτιάξουν την πιο λυπητερή μουσική στον κόσμο. Πρόφαση για να γίνουμε μάρτυρες μιας οικουμενικής "οικογενειακής" τραγωδίας.

Είναι κι αυτό μια ρετροδούρα ολκής (ως συνηθίζει ο Maddin) αφιερωμένη στο σινεμά της εποχής που τοποθετείτε η ταινία, εύκολα παρεξηγήσιμη αλλά επί της ουσίας κινηματογράφος κατευθείαν απ' την πηγή. Ο σκηνοθέτης έχει αυτή τη σπάνια για τα σημερινά δεδομένα ικανότητα να κάνει την ταινία του να φαίνεται άθλος. Όχι ότι δεν είναι, άλλωστε το πρώτο που αναγνωρίζουμε στον Maddin είναι η αγωνία του για το τέλειο κάδρο, η ατέρμονη προσπάθειά του για το καλύτερο πλάνο. Το Saddest γυρίστηκε εξολοκλήρου σε μια παγωμένη αποθήκη του Winnipeg, την γενέτειρά του (τόσο παγωμένη που σε μερικά τραγούδια φαίνονται τα χνώτα των ερμηνευτών). Μέσα σ΄ αυτήν το έξοχο επιτελείο της ταινίας έστησε το εργοστάσιο μπύρας όπου τελείτε ο διαγωνισμός (ψυχρό εξπρεσιονιστικό δημιούργημα), το εξωτερικό περιβάλλον (για τα "εξωτερικά" γυρίσματα) και το σπίτι της οικογένειας Κεντ. Λογικά όλοι όσοι συμμετείχαν στην ταινία πρέπει να κρατούσαν και μια super-8 στο χέρι με αποτέλεσμα άπειρα πλάνα από κάθε πιθανή και απίθανη γωνία λήψης (τα φανταστικά - ή μη πραγματικά αν προτιμάτε πλάνα - και τα τεράστια γκρο υπερτερούν των υπολοίπων στην ταινία). Το αποτέλεσμα, όπως πάντα, ένα εντυπωσιακό αμάλγαμα ετερόκλητων καλλιτεχνικών τάσεων και κινηματογραφικών τεχνικών-τεχνολογιών (απ' το ηθελημένα απών καρέ για να αυξηθεί η ταχύτητα προβολής μέχρι το cinemascope του Luc Montpellier).

Κι απ' το δύσκολο για τους πολλούς σινεματικό κομμάτι περνάμε στην θλίψη, κεντρικό θέμα σε μια εκκεντρική κωμωδία. Ο Maddin βάζει καλλιτέχνες "απ' τα πιο θλιμμένα κράτη του κόσμου" να διαγωνιστούν αλλά τον αγώνα φαίνεται από πριν να τον έχει κερδίσει ο κυνικός Αμερικάνος. Γιουγκοσλαβία (όχι η τυχαία η βασική αντίπαλος και μάλιστα με το φάντασμα του νεκρού παιδιού της να εμφανίζεται συχνά πυκνά στην οθόνη), Σιάμ, Μεξικό και δεν ξέρω εγώ πόσοι άλλοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα απέναντι στον Τσέστερ Κεντ που μπορεί να μην έχει ιδέα από θλίψη και συναίσθημα στη μουσική του (μόνο η ημίγυμνη χορεύτρια του σόου τον νοιάζει) αλλά πηδάει τη διοργανώτρια (μεγαλοβιομήχανο που κινεί τα νήματα). Επειδή μπορεί κι επειδή θέλει να κερδίσει τα πάντα. Προφανώς και την πληρώνει στο τέλος γιατί στα έργα των φαμπιουλιστών ο κυνισμός δεν έχει καμία θέση, το συναίσθημα πρέπει να επιβληθεί οποιοδήποτε κι αν είναι το κόστος (είτε παιδική σημειολογία είτε τραβηγμένες καταστάσεις στο σενάριο). Και ο Maddin είναι απ' τους τελευταίους αγνούς φαμπιουλιστές (άντε απ' τους δικούς μας να βάλουμε και τον Luhrmann) και σαν τέτοιος διαχειρίζεται το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα. Δεν σταματάει μέχρι να μαζέψει δάκρυα απ' όλους τους ήρωές του καταγράφοντας τη θλίψη ως αυτοσκοπό. Κι όλα αυτά σε μια κωμωδία... Μπράβο του...


Y.Γ. Παραδόξως λειτουργικότερο όλων βρήκα τον χαρακτήρα της Maria de Medeiros-Narcissa. Είμαι άραγε ανώμαλος ή συμφωνεί κανένας άλλος μαζί μου;

Τρίτη 15 Μαΐου 2007

Κάθε μέρα απεργία!!!

Γιατί όταν ο εργαζόμενος κόσμος απεργεί το βράδυ βλέπει Commadante (η συνέντευξη του Fidel στον Oliver Stone), Rules of Attraction (αργά στο Mega), στις 21.00 κλασικός Hitchcock και Rebecca ενώ καπάκια παίζει ο Τρελός Πιερό του Godard (ΕΤ1), στο ΝΕΤ δεν πρόλαβα τον Τζο τον Τρομερό αλλά το βράδυ δείχνει το Southern Comfort με μια μικρή πιθανότητα να ακολουθήσει Peckinpah και Junior Bonner. H συνεισφορά των υπόλοιπων καναλιών συνοψίζεται στην Ωραία του Κουρέα του Δημόπουλου και το U.S. Marshals (weak - και τα δύο στο Star το ένα πίσω απ' τ' άλλο ξεκινώντας στις 9). A και το Alter όπως πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις κάνει το κομμάτι του με το Bourne Identity. Πάντα τέτοια...

Cinemart.gr

Αφού μου έβγαλε λίγο την Παναγία, μπορώ πλέον να ανακοινώσω και επίσημα ότι άρχισε το γέμισμα του Cinemart.gr. Πρόκειται για καινούργιο ελληνικό site με αφετηρία τον κινηματογράφο που εμπνεύστηκε η αφεντιά μου, αυτόν τον καιρό βρίσκεται υπό συνεχή καλλωπισμό ενώ ήδη κάποιοι συνοδοιπόροι bloggers έχουν προσφερθεί να βοηθήσουν. Ρίξτε του ματιά αν δεν σας κάνει κόπο και:
  1. Αν ενδιαφέρεστε να συμμετάσχετε κανονικά και με το νόμο στείλτε μου ένα mail
  2. Αν απλά θέλετε να συμμετέχετε στο "γέμισμα" πράττετε το ίδιο
  3. Αν έχετε οποιαδήποτε ιδέα ή πρόταση μου την αναφέρετε εδώ και τη συζητάμε
  4. Τέλος αν μπορείτε να βοηθήσετε στα κατασκευαστικά ή στα γραφικά, οποιαδήποτε βοήθεια θα ήταν πολύτιμη
Αυτά προς το παρόν... Και τώρα που μπορώ να πω ότι ξελάσκαρα και λίγο με την σελίδα συνεχίζω κι από 'δω. Πριν κλείσω να πω ότι στο www.cinemart.gr μπορείτε να βρίσκετε προς το παρόν κάποιες κριτικές για καινούργιες ή παλιότερες ταινίες (όχι μόνο δικές μου) καθώς και τα τελευταία λαϊκά κινηματογραφικά νέα. Στο άμεσο μέλλον και κάποια κινηματογραφικά λεξικά ενώ ήδη έχουμε ξεκινήσει την κατασκευή κάποιου υποτυπώδους αρχείου. Αυτά

Δευτέρα 14 Μαΐου 2007

The Hitcher


Νεαρό ζευγάρι που ταξιδεύει στις Εθνικές Οδούς της Αμερικής βρίσκει το μπελά του όταν μπαίνει στο στόχαστρο επίμονου ψυχοπαθούς δολοφόνου τον οποίο μαζεύουν από οτοστόπ για να τους κάνει στη συνέχεια τη βόλτα εφιάλτη...

Και προφανώς και remake της ομώνυμης μετριότητας των 80's που συνεχίζει μια μόδα που η παραγωγός εταιρία Platinum Dunes ξεκίνησε και συντηρεί (θυμηθείτε Amity Horror, Εξορκιστές, Texas Chainsaw, House of Wax και τόσα άλλα, όλα για τη χωματερή). Το Hitcher μπορεί να ξεφεύγει απ' το συφερτό χάρη στην απλότητα παρ' όλα αυτά παραμένει μια κακή ταινία.
Και υπερβολική... Γιατί το παλικάρι στην περίπτωσή μας είναι ο Sean Bean, ο κακός ο μανιακός και ο ψυχάκιας (που ολοφάνερα πατάει πάνω στο πρότυπο του Rutger Hauer). Προσέξτε τι κάνει: εν αρχή αποπειράται να καθαρίσει το ζεύγος έτσι για το γαμώτο κι αφού δεν τα καταφέρνει με την πρώτη σκοτώνει μια οικογένεια φανατικών Χριστιανών. Μετά το παρακάνει σκοτώνοντας αρχικά δύο αστυνομικούς, στην συνέχεια ένα ολόκληρο τμήμα και στο τσακίρ κέφι την πέφτει και στην μπατσοπομπή που κυνηγάει τους νεαρούς που προηγουμένως έχει ενοχοποιήσει (εννοείται πως κι εκεί δεν μένει κανένας). Κι εκεί που κοινωνικά αν το δούμε έχει κάνει μια πολύ καλή αρχή στη συνέχεια επανέρχεται στα άτυχα παιδαρέλια (με μια χαρακτηριστική σκηνή - καρμπόν απ' την ταινία του '83). Μισανθρωπισμός και μηδενισμός στο πνεύμα του "ανήσυχου" original υποτίθεται, σεναριακός κόλαφος στην πράξη.

Ο καταφανέστατα ανεπαρκής βιντεοκλιπάς Dave Meyers και ο φωτογράφος του κάτι προσπαθούν να κάνουν με το λειτουργικότατο τοπίο (το αχανές ίσωμα του αμερικάνικου νότου) και δυστυχώς περιορίζονται σ' αυτό. Κατά τα λοιπά το φιλμ δεν ξεφεύγει απ' τα κλισέ (και δη τα ξενέρωτα) και μένει να ποντάρει στον γαλανομάτη διεστραμμένο πρωταγωνιστή, στην πρωταγωνίστρια που βγάζει το 90% της ταινία με φούστα που αν την έβαζα εγώ θα φαινόταν τα βυζιά μου και σε κάνα δυο ενοχλητικά σφαξίματα για να ψαρώσει το κοινό. Αμ δε... (Θα μου μείνει πάντως το αυτοκίνητο)

Πέμπτη 3 Μαΐου 2007

Memento


Όταν το σινεμά φτάνει στο πως να εντυπωσιάσει ένα κοινό που τα έχει δει όλα μέχρι το έτος 2000 τότε το Memento πρέπει να αποτελεί σημείο αναφοράς, γιατί αυτό που κάνει ο Christopher Nolan σ' αυτή την δεύτερη low budget του ταινία είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο. Όταν πάλι στο μέλλον ψάξουμε στην ιστορία του κινηματογράφου τις ταινίες που όρισαν τις θεμελιώδεις αφηγηματικές δομές πάλι κάπου θα αναφερθούμε στο Memento, γιατί ουσιαστικά αποτελεί πρωτίστως ένα επιτυχημένο πείραμα πάνω στο τομέα και στη συνέχεια ένα εξαιρετικό φιλμ.

Η ιστορία του ένα τυπικό θρίλερ της σειράς: ένας άνθρωπος με μνήμη που κρατά για μερικά λεπτά προσπαθεί να βρει τον δολοφόνο της γυναίκας του, τον ίδιο άνθρωπο που τον χτύπησε και τον έφερε σ' αυτή την κατάσταση. Εκδικητικό χρονικό με λίγο από δράμα και κορύφωση στο τέλος στα χέρια των πολλών, μια ταινία γυρισμένη ανάποδα που το μεγάλο μυστικό βρίσκεται στην αρχή της κι όχι στο τέλος της στα χέρια του Nolan. Ενδιαφέρον; Σίγουρα... Εκτελεσμένο; Άψογα! Για όσους δεν το γνωρίζουν ήδη να πω ότι η ταινία αφηγείται από το τέλος προς την αρχή, βλέπουμε δηλαδή την κατάληξη στην ιστορία και οδηγούμαστε σιγά σιγά στην αιτία για το φόνο του Joe Pantoliano. Στο άκουσμα δεν είναι τόσο εντυπωσιακό όσο αποδεικνύεται στην πράξη γιατί δεν είναι μόνο το πρωτότυπο του πράγματος. Είναι το πόσο σημαντική καθίσταται η κάθε σκηνή. Είναι το πως αλλάζουν και όχι πλάθονται οι χαρακτήρες στην πορεία. Είναι το πόσο ουσιαστική γίνεται η φτηνιάρικη ατμόσφαιρα, με τον θεατή να μένει καρφωμένος και να rebootάρει σε κάθε σκηνή λύνοντας ένα puzzle αντίθετα με τον κεντρικό ήρωα που όσο πάει μπερδεύει τα κομμάτια του. Είναι όλα αυτά που δεν θα υπήρχαν αν η ταινία ακολουθούσε την παραδοσιακή γραμμική αφήγηση.

Όσο περνάει η ώρα και πηδάμε από στοιχείο σε στοιχείο, αναγκαστικά οδεύουμε προς ένα φινάλε έκπληξη (που αλλού θα μπορούσε να οδηγήσει το πρωτόγνωρο)... Και η τροπή που διαλέγουν τα αδέρφια Nolan για την... αρχή της ιστορίας τους έρχεται να ολοκληρώσει τον άθλο. Αντίθετα με τον πρωταγωνιστή που αδυνατεί ο θεατής επιβάλλεται να κρατήσει στη μνήμη του τα όσα έχουν προηγηθεί. Κι οι δυο τους δεν μπορούν να βασιστούν στα εφήμερα σημάδια και στα χαραγμένα μυνήματα που φέρει στο κορμί του ο Pearce. Για να εκτιμήσετε δε το σενάριο και τους διαλόγους ίσως χρειαστείτε και δεύτερη θέαση οι πιο απρόσεκτοι, και τότε είναι που θα δείτε την ουσία πίσω από κάθε ατάκα.

Στην ανάποδη κινηματογράφηση τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι απλούστερα. Ο σκηνοθέτης έχει δουλέψει πολύ σωστά στο σενάριο για την διαδοχή κάθε σκηνή και έτσι πάντα σε ζευγάρια η κάθε πράξη ή συνομιλία διαδέχεται το αποτέλεσμά της. Ζαλισμένος και μπερδεμένος ο ήρωας, μαζί του και η κάμερα του Nolan που συνήθως τον ακολουθεί αυθόρμητα. Όσο για το στήσιμο των ηθοποιών ο Guy Pearce αποδεικνύεται ένα εξαιρετικό πιονάκι στα χέρια του και οι υπόλοιποι, κυρίως οι δυο βασικοί Joe Pantoliano και Carrie Anne Moss (αμφότεροι προερχόμενοι απ' την τότε επιτυχία του Matrix), στο ύψος των περιστάσεων.

Να συνοψίσω σιγά σιγά γιατί βλέπω ότι με παρέσυρε η υμνολογία. Σε όσα επίπεδα και να χωρίσουμε μια ταινία το στόρι και ο τρόπος που το αφηγείσαι θα είναι πάντα το πρώτο και κατά συνέπεια το πιο απτό. Και σ' αυτόν τον τομέα το καινοτόμο Memento παίρνει άριστα. Τώρα μπορεί κάποιοι να συμφωνούν μαζί μου ότι μένει σ' αυτό κι ότι το επιμύθιο περί κατ' ανάγκης αναζήτηση είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο, μπορεί κάποιοι να διαφωνούν, μπορεί κάποιοι τρίτοι να διαφωνούν και να λένε ότι η αφηγηματική ικανότητα δεν συνιστά καλή ταινία από μόνη της... Όπως και να 'χει το Memento έγραψε ιστορία και αυτό λίγοι μένουν να το αμφισβητήσουν. Περιορίζομαι σ' αυτό κι αποθεώνω.

Βαθμός: 9



Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

Spider-Man 3


O Spider-Man της γειτονιάς σας έρχεται να κατακτήσει το multiplex της γειτονιάς σας και το Box Office. Και είναι ο άτιμος πολύ πιασάρικος. Αρχικά όλα στην ταινία αναμνησιακά κι αγαπημένα, οι τίτλοι είναι ένα μικρό flash-back για να θυμίσει με τι έχουμε να κάνουμε. Και στα πρώτα λεπτά της ταινίας βλέπουμε τον πιο γκαντέμη απ' τους σύγχρονους κινηματογραφικούς υπερήρωες επιτέλους ευτυχισμένο. Ζει με τη γυναίκα των ονείρων του και ο κόσμος αγοράζει κουκλάκια με την αφεντιά του. H Mary Jane από την άλλη έχει βρει ρόλο στο Broadway και το ευτυχισμένο ζεύγος ετοιμάζεται να περάσει βέρες. Έτσι τουλάχιστον νομίζει ο ξόφλας φωτορεπόρτερ Peter Parker γιατί ο Green Goblin του την ξαναπέφτει (με την μορφή του James Franco βεβαίως βεβαίως). Μια πύρινη εξωγήινη φούσκα απ' την άλλη σκάει στον πλανήτη Γη ενώ λίγο πιο δίπλα ο Spidey χαμουρεύεται με την καλή του. Το αποτέλεσμα είναι ο πρωταγωνιστής να βάλει σπίτι του την μάυρη γλίτσα που μετατρέπει τους θνητούς στον Venom και να γίνει στην συνέχεια ο πρώτος της ξενιστής μετομορφούμενος σε ένα εγωπαθές γουρούνι με υψηλή αυτοεκτιμίση. Την ίδια ώρα ένας δραπέτης πάνω στο κυνηγητό με τους μπάτσους γίνεται κατά λάθος ο Sandman. Όπως καταλαβαίνετε τα στέφανα πλέον είναι το τελευταίο που απασχολεί τους ήρωές μας.

Απ' τις πολυάριθμες μοντέρνες ταινίες υπερηρώων το Spider-Man ξεχώρισε για δύο λόγους. επειδή διαθέτει έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη και γιατί η Αμερική βρίσκει στο πιο καθημερινό πρόσωπο τον ήρωα της (ένας τρίτος θα μπορούσαν πολλοί να πουν ότι είναι τα budget αλλά δεν βαριέσαι). Ας αρχίσουμε απ' το δεύτερο. Ξεκαθαρίζω την θέση μου: αν υπήρχε άνθρωπος τόσο φλώρος όσο ο κινηματογραφικός Peter Parker, με την χωρίστρα να ξεκινά πάνω απ' το αριστερό μάτι και να καταλήγει στο δεξί αυτί, θα έστελνα παλικάρια σαν κι αυτά που μας ψάχνανε σήμερα το πρωί στην προβολή μην έχουμε τίποτα κάμερες πάνω μας (έλεος κύριοι της Sony...) να τον μπουζουριάσουν, να μου τον φέρουν σούμπιτο και δικτατορικά να προχωρήσω στην διαπόμπευσή του με κούρεμα και γιαούρτια. Κάτι τέτοιοι χαλάνε την πιάτσα. Ο καλός και άγιος Spider-Man πραγματικά δεν αντέχεται. Το στόρι λοιπόν προβλέπει την μόλυνση του λούλη με τον εξωγήινο ιό για να κάνει και καλά "πιο σκοτεινό το χαρακτήρα του" (φυσικά δεν έκαναν τίποτα...). Και το αστείο είναι (πετυχημένο) ότι όταν γίνεται "κακός" του χαλάει η χωρίστρα... Αλλά η clean-cut Αμερική δεν σπιλώνεται λέμε, δεν γοητεύεται απ' την δύναμη και την εξουσία και δεν υποχωρεί στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε εξωτερικής η εσωτερικής απειλής, διατηρώντας το συναίσθημά της για παιδικά δράματα άρρωστων κοριτσιών και μικροαπατεώνες σε απόγνωση. Γι' αυτό και ο Spider-Man τη βολτάρει και αποτυπώνει σε ένα μικρό βαθμό την δήθεν ανθρωπιά της με ψευτοδιδακτικό τρόπο, στεκόμενος για το ένα δευτερόλεπτο ενός γκρο πλάνου μπροστά απ' την αστερόεσσα πριν ριχτεί περήφανα στην τελική του μάχη.

Όσο για τον Sam Raimi, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι είναι ένα μεγάλο καμένο ταλέντο που χρόνια τώρα χαραμίζεται. Ικανότατος στην δυναμική σκηνοθεσία αλλά ουδέποτε σοβαρός (δεν μιλάω για την ταινία μόνο αλλά για το σύνολο της καριέρας του...). Είναι βέβαια και ένας χαβαλεδιάρης που 20 κάτι χρόνια τώρα με το χαβαλέ έχει βγάλει τόσα εκατομμύρια και πιθανότατα αυτό να τα εξηγεί όλα. Η εύθυμη διάθεση, που υπήρχε και στην δεύτερη ταινία της σειράς, είναι κι εδώ παρούσα. Το παιδαριώδες, προσχηματικό κι όμως μπουρδουκλωμένο σενάριο του Raimi προβλέπει κάπου στην μέση της ταινίας, μεταξύ των πολυάριθμων σκηνών δράσης, μέχρι και ένα κωμικό ξέσπασμα με τον Maguire να υποδύεται τον γόη και να χορεύει (κάποιοι περνούσαν πολύ καλά στα γυρίσματα - έχει προηγηθεί και το κωμικό πέρασμα του κολλητού Bruce Campbell).

Στυλιστικώς ο σκηνοθέτης, παραδίδει σεμινάρια κόμικ σκηνοθεσίας. Δεν χρειάζεται να χωρίσεις την οθόνη σε στριπάκια ή να την κόψεις στα 4 για να φτιάξεις την κόμικ αισθητική (ο νοών νοείτω) και ο Raimi το κατέχει και διαχείριζεται άνετα την όλη κατάσταση. Πάντα αντικειμενική κινηματογράφιση και πάντα απ' τα δεξιά, απαραίτητος και ο σχεδιαστικός πανζουρλισμός στις μάχες. Κάπου υπάρχει και ένα (κατευθείαν απ' τις πολύχρωμες σελίδες) ρεπορτάζ ειδήσεων. Επίσης σωστή διδαχή στους ηθοποιούς που ελάχιστα μας αφορούν, άψογα κουστούμια (σε εξτρεμιστικό βαθμό, λεπτομερέστατα) και δράση με το κιλό για να γουστάρει ο φτωχός πλην τίμιος οπαδός, (αν θυμάμαι καλά ο Spidey αντιμετωπίζει 3 τουλάχιστον φορές τον καθένα απ' τους εχθρούς του). Εν γένει συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο με τις πρώτες κόμικ διατριβές του (κυριολεκτώντας το Darkman και καταχρηστικά τα Evil Dead και Crimewave), απλά πλέον τα παραφιλολιγικά βίτσια του κοστίζουν 260 εκ. δολάρια..!

Και όλα εφέ έτσι; Βλέποντας κανείς την ταινία παύει να αναρωτιέται που τα φάγανε τόσα λεφτά οι κερατάδες. Πραγματικός πρωταγωνιστής της (όπως και των περισσοτέρων ψωριάρικων περιπετειών) τα ειδικά εφέ. (Σκηνή ανθολογίας η γέννεση του Sandman, σαν άγαλμα της κλασικής εποχής που φτιάχνεται από εκατομμύρια κόκους άμμου, μετά δυστυχώς μπουνταλεύει κι αυτός...)

Όσο για τους star της ταινίας o βασικότερος όλων Τobey Maguire συνεχίζει σε αυτόματο πιλότο αρνούμενος να μπει στις μεγάλες αλλαγές που επιφυλάσει το σενάριο στο χαρατκήρα του (ψιλοάχαρο πλάσμα), η Kirsten Dunst όσο κι αν προσπαθεί οι κυνόδοντες της εξακολουθούν να κλέβουν την παράσταση και ο Franco εντελώς αταίριαστος στο όλο σκηνικό. Οι καινούργιοι κακοί (ο Topher Grace στο ρόλο του Eddie Brock/Venom και ο υπέγραψα-γιατί-ήμουν-υποψήφιος-για-oscar Thomas Haden Church στο ρόλο του Sandman) αποδεικνύονται οι εκφραστικότεροι όλων όσο κι αν οι τροπές του σεναρίου ευνοούν τους υπόλοιπους. Εμένα να την πω την αμαρτία μου μ' άρεσε η ξανθιά (απ' τα παλιά, έστω και ιμιτασιόν ) Bryce Dallas Howard.

Εν κατακλείδι, αν και οι παραγωγοί αρχικά ευλόγησαν τα Spider-Man με τον καλύτερο δυνατό σκηνοθέτη φαίνεται ότι από καθαρό κόμικ καλή ταινία δύσκολα βλέπεις (συνήθως οι "καλές" του είδους προτείνουν εικαστικούς νεοτερισμούς...). Όχι τόσο γιατί η ευγενής "8η τέχνη" στερείται βάθους -που το στερείται- αλλά γιατί τέτοιες ταινίες θα γίνονται πάντα με κοινό παρανομαστή τους πιστούς του ήρωα και αυτό συνεπάγεται πλειάδας περιορισμών. Έτσι και το τρίτο μέρος καταλήγει μια φούσκα πολυτελείας που πιθανότατα οι fans θα ευχαριστηθούν. Ε τους υπόλοιπους ας μας αφήσουν ήσυχους. Θα αναζητήσουμε αλλού τις υπερβολές μας.

"Behind" the Scenes: Sztuka Spadania


Το "Behind" the Scenes αυτού του μήνα (ω ναι, γινόμαστε επίσημα μηνιαίοι) ξεπηδά από μια εξαιρετική μικρού μήκους ταινία αλλά και τη στράτευση του nonickname που απ' ότι μαθαίνουμε τα πάει αρκετά καλά με το τουφέκι του σκοράροντας την τρίτη καλύτερη επίδοση σε ευστοχία στο τάγμα του (δεν έχω και το κατάλληλο emoticon). To Sztuka spadaniaFallen Art - το διεθνές του όνομα) αποτέλεσε μια απ' τις κορυφαίες στιγμές του animation των τελευταίων χρόνων και χάρισε στον δημιουργό του, τον Πολωνό Tomek Baginski, περίσσια φήμη, τόση που ούτε η υποψηφιότητά του στα Oscars του 2002 δεν είχε καταφέρει να του προσδώσει. Το μίνι αυτό αριστούργημα έφτασε να βραβευτεί στα BAFTA (Best Short Animation Award) ενώ αναμένεται να οδηγήσει σε μια σειρά από ανάλογες ταινίες με την υπογραφή των Platige Image Studios. Για να ξεκινήσουμε και με την κάτι-σαν-ανάλυση που θα επιχειρήσουμε να πω ότι όποιος δεν έχει δει το Fallen Art αφενός μπορεί να το παραγγείλει απ' το επίσημο site του ή αν είστε τσίπηδες μπορείτε να το βρείτε ---εδώ--- (σε όχι τέλεια ποιότητα - και πάλι χρειάζεστε μια γρήγορη σύνδεση - όπως και να 'χει αν σας αρέσει παραγγείλετε το). (ή αλλιώς

Το Sztuka spadania εξελίσσεται σε μια στρατιωτική βάση και εδώ έρχεται η πρώτη παρεξήγηση από πλευράς του κοινού. Η ταινία δεν είναι αντιπολεμική, είναι αντιστρατευτική. Θα επανέλθουμε σ' αυτό παρακάτω. Ένας average στρατιώτης παρασημοφορείται και δέχεται θανατηφόρα σπρωξιά από ανώτερό του που τον ωθεί στο κενό. Αφού πέσει από αρκετά μεγάλο ύψος, ξεψυχά στο έδαφος και τότε ένας μυστήριος τύπος (κορακοειδής) τον φωτογραφίζει και ένας άλλος στρατιώτης πηγαίνει την polaroid φωτογραφία σε έναν άλλο αξιωματικό που με βάση τη στάση του νεκρού στρατιώτη στήνει μια ολόκληρη χορογραφία. Υποτίθεται πως ξεκίνησα να σας μιλήσω γι' αυτήν την τελευταία σκηνή με το χορό αλλά η φύση του Fallen Art είναι τέτοια που θα με κάνει να αναφερθώ και στα 5 λεπτά του.

Ας μιλήσουμε για τη χώρα μας που την έχουμε και πρόχειρη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάποιος δεν θέλει να πάει στρατό και σε όλους έχει δίκιο. Ως επι τω πλείστον οι στρατολογούμενοι είναι νέοι που χάνουν ένα χρόνο απ' οτιδήποτε κάνουν. Ένα χρόνο καριέρας, έν χρόνο σπουδών, ένα χρόνο δουλειάς, ένα χρόνο καθισιό, οτιδήποτε. Τα έχετε ξανακούσει και έχετε ξανακούσει και τον αντίλογο που λέει είναι υποχρέωση, πρέπει να το σκέφτεσαι απ' την αρχή σαν καθήκον κτλ. κτλ. Υπάρχει βέβαια και η αρχαιότερη εκδοχή που λέει ότι στο στρατό ο άνδρας σκληραγωγείται και γίνεται "άνθρωπος", γίνεται σωστός πολίτης (εξ ου και το καλός πολίτης) και άλλα τραγελαφικά . Ευτυχώς η ελληνική κοινωνία, πέραν της γραφικής και επικίνδυνης μειοψηφίας, τα έχει ξεπεράσει αυτά, άλλωστε την τελευταία φορά που άκουσα ότι κάποιος έγινε κάτι στο στρατό ήταν βιαστής 20 ανήλικων αγοριών.

Πάντα θα υπάρχει και το εθνκό παραμύθι περί εχθρών του έθνους και αγάπης για την πατρίδα. Ο νέος πρέπει να καταταγεί στο στρατό για να μάθει να πολεμάει τους "ορατούς και αόρατους" εχθρούς της Ελλάδας. Πλέον μιλάμε για το θεμέλιο λίθο του παραλογισμού που ονομάζεται στράτευση οπότε εύκολα θα το ξεπεράσουμε κι αυτό. Όσο υπάρχει εθνικό φρόνημα στο μυαλό μερικών θα υπάρχουν και επίμονοι εχθροί απ' όλες τις πάντες, κι έτσι ο στρατός γι' αυτούς δικαιολογείται απόλυτα άρα και συνεχίζει να υπάρχει εις βάρος της πλειοψηφίας των φαντάρων (υπάρχουν κι οι στρατόκαυλοι). Για τα δικά τους μέτρα καταρρίπτεται και αυτό το επιχείρημα κι ας ξέρουμε ότι πόλεμο δεν είναι γραπτό να δούμε (παρά μόνο παγκόσμιο - χτύπα ξύλο), που στην τελική και να δούμε πάλι αυτοί θα φταίνε...

Το Sztuka spadania δεν ασχολείται με τίποτα απ' τα παραπάνω (παρά είναι σαθρά άλλωστε) όπως επίσης δεν ασχολείται και με την ελληνική πραγματικότητα. Στην ταινία περιγράφεται με γλαφυρό animation τρόπο το ισχυρότερο αντιστρατευτικό επιχείρημα που μπορεί να υπάρξει (και συγχωρέστε με από 'δω και κάτω η διαλεκτική μου πάει περίπατο). Στον στρατό γίνεσαι θέλοντας και μη υποτελής στις διαταγές του οποιουδήποτε ανώτερου και θύμα μιας παράλογης εξουσίας. Υποτελής σε κάποιον που ούτε επιλέγεις ούτε τις ορέξεις του έχεις ούτε τις αγωνίες του μοιράζεσαι. Και καλά αν αυτές οι αγωνίες εξαντλούνται στο να μπει ο μισθός στο τέλος του μήνα και να βγούμε επιτέλους στην παχυλή σύνταξη. Αν ξεπερνούν τα όρια και φτάσουμε σε ακρότητες όπως αυτές της ταινίας; Δεν μιλάω φυσικά για φόνους μιλάω για άλλου είδους περιστατικά, τα οποία είναι φυσικά σωματικώς ανώδυνα αλλά όπως και να 'χει ο στρατευμένος δεν φταίει σε τίποτα για να τα δοκιμάζει. Ο αξιωματικός δεν έχει επιλογή... Εκπαιδεύεται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και με βάση αυτό εκπαιδεύει κι αυτός. Ο αστυνομικός το ίδιο άμα σε εκπαιδεύουνε να γράφεις κλήσεις και να ζητάς ταυτότητες κάποια στιγμή που θα καταλάβεις ότι δεν γεννήθηκαν όλοι παράνομοι θα αρχίσεις να ψάχνεις την παράβαση με το μεγεθυντικό ανά χείρας. Αυτό επεκτείνεται παντού: ο σκηνοθέτης για παράδειγμα που του έχουν φάει το συκώτι με τη σπουδαιότητα του contrechamp θα βγει και τα θα τα γυρίσει όλα αντίθετα. Μόνο που ο σκηνοθέτης μας θα έχει μια προκατασκευασμένη εξουσία σε πλάνα όχι σε ανθρώπους όπως θα έχει ο στρατιωτικός.

Κι από 'δω και πέρα μιλάει η ταινία... Ο απλός οπλίτης (άσχημη παρήχηση αυτή) ειρωνικά κερδίζει ένα μετάλλιο τιμής και στη συνέχεια πεθαίνει. Θάνατος διά της ελεύθερης πτώσης στην οθόνη, πνευματικός διά του ηθικού υποβιβασμού στην πραγματικότητα. Ο φωτογράφος πανταχού παρόντας στους τόπους που πεθαίνουν στρατιώτες (μοναδική ίσως αναγωγή στο πόλεμο που γίνεται στην ταινία - γι' αυτό ίσως και η παρεξήγηση που λέγαμε στην αρχή) απαθανατίζει την σκηνή, δεν είναι τυχαία η λέξη απαθανατίζω, και στέλνει με το τσιράκι του την φωτογραφία στον αξιωματικό. Εντός ολίγου το πτώμα θα αρχίσει να χορεύει στο ρυθμό που του επιβάλλει ο ανώτερός του, όχι φυσικά "ζωντανά" αλλά σε μία οθόνη όπου αποτυπώνεται η συνέχεια των καρέ που απαρτίζουν τη χορογραφία. Ο μόνος που είναι εκεί για να χορέψει μαζί του είναι ο τερατώδης αξιωματικός, ποτέ δεν θα διασκεδάσει μ' αυτόν τον θάνατο (μ' αυτήν την ηθική κατάπτωση αν προτιμάτε) κανένας άλλος. Οι μόνοι που θα γνωρίζουν θα είναι οι στρατιωτικοί και τα κοράκια και όλοι τους θα είναι εκεί για να διαιωνίσουν την κατάσταση αναμένοντας το επόμενο σινιάλο που θα τους γίνει, το επόμενο απλό σήκωμα του χεριού, τον επόμενο φαντάρο που θα χορέψει για πάρτη τους.

Εδώ πια τι να συμπληρώσω... Τα είπε όλα ο Baginski, o οποίος αφιερώνει ύπουλα αυτήν την ταινία "σε κάποιους φίλους του που τους άρεσε ο στρατός". Και τα είπε και σε χρόνο ρεκόρ! Άλλωστε μερικά πράγματα είναι τόσο παράλογα και ταυτόχρονα τόσο προφανή που αρκούν 5 λεπτά για να τα κριτικάρεις με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ευτυχώς η πολιτισμένη δύση έχει αρχίσει σταδιακά να καταργεί τις θητείες, αν και η άποψη του σκηνοθέτη δεν αναφέρεται μόνο σε αυτές αλλά στη στράτευση εν γένει, είτε αυτή είναι καταναγκαστική είτε εθελοντική. Η Ελλάδα και η Πολωνία απ' όπου κατάγεται ο Baginski είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες οπού υπάρχει ακόμη η υποχρεωτική στράτευση και το θέμα του Fallen Art όσο να 'ναι μας αφορά περισσότερο, (αν και για τους Πολωνούς υπάρχει ήδη σχέδιο η θητεία να έχει καταργηθεί μέχρι το 2012. Άντε και στα δικά μας.)

Αποτυχία το σημερινό άρθρο, για "Behind" το ξεκινήσαμε κάτι άλλο μας βγήκε...

Υ.Γ.: Ζητώ συγγνώμη για τις όποιες ασυνέχειες καθώς το κείμενο ολοκληρώθηκε με μια μεγααααλη παύση να μεσολαβεί και κατέληξε σε ένα εντελώς διαφορετικό μέσο απ' αυτό που προοριζόταν αρχικά.

Brick


Νεο-νουάρ με άποψη και φρέσκια ματιά. Στην παραπάνω φράση συνοψίζεται η φετινή εμπορική επιτυχία που ξεπήδησε απ' το Sundance. Ή αν προτιμάτε η πρώτη ταινία του Rian Johnson, ένα καθαρά σπουδαστικό φιλμ, που η φτήνια του αλλά και το μεράκι των συντελεστών του κάνει μπαμ από χιλιόμετρα.

Ένας νεαρός μαθητής ξεκινά την αναζήτηση για μια φίλη που τον πήρε τηλέφωνο λίγο πρίν εξαφανιστεί διά παντώς. Αρωγός του σ’ αυτήν την περιπέτεια ένας φίλος και συμμαθητής που φαίνεται να κατέχει γνώσεις και πρόσβαση στα μυστικά της κλειστής κοινωνίας του σχολείου όπου φοιτούν. Μόλις ξεπεράσει το πρώτο επικίνδυνο στάδιο ο Brendan βρίσκεται μπλεγμένος σε συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά και σκοτώνουν βιώνοντας από πρώτο χέρι τον μικροσκοπικό υπόκοσμο της σχολής του.

Η παραπάνω λιτή ιστορία εμπλουτισμένη από γοητευτικούς αλλά και υπερβολικούς χαρακτήρες λειτουργεί θαυμάσια ως προς την ανάπλαση μιας ξεχασμένης νουάρ αισθητικής, που σημειωτέον πολλά απ’ τα σύγχρονα και πλήρως ενταγμένα στο είδος φιλμ δεν κατάφεραν να την δώσουν. Γιατί νουάρ δεν είναι μόνο η φωτογραφία και οι χαρακτήρες… Πάντα θεωρούσα ότι απ’ τα «λαϊκά» είδη του κινηματογράφου, τα πρωταρχικά και τα απαραίτητα είδη δηλαδή γιατί ο κινηματογράφος ήταν και θα μείνει η κατεξοχήν λαϊκή απ‘ τις 7, το φιλμ-νουάρ παρουσίαζε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη φόρμα και στη χαρακτηριολογία. Θέλετε επειδή το οικειοποιήθηκε ολοκληρωτικά ένα ολόκληρο έθνος και το μπόλιασε με τις ανησηχίες μιας σκοτεινής, όπως και η ατμόσφαιρά του, εποχής, θέλετε επειδή το θέμα είναι πάντα ελαφρό και το αποτέλεσμα κατά κανόνα διττό, θέλετε επειδή το να φτιάξεις ένα σωστό και μη τυπικό μυστήριο αποτέλεσε την ύψιστη πρόκληση για πολλούς απ’ τους κορυφαίους σκηνοθέτες της εποχής που μεσορανούσε το είδος (και κατ‘ επέκταση τους ηθοποιούς που ανέλαβαν κατά καιρούς το ρόλο του ντετέκτιβ)… Το σίγουρο είναι πάντως ότι το καλό νουάρ αποτελεί, κι έχω αποδείξεις γι’ αυτό το σημείο τομής στο γούστο όλων των κινηματογραφόφιλων.

Ε λοιπόν ποιος θα μου το ’λεγε ότι το σωστό νουάρ εν έτει 2006 δεν θα το βρίσκαμε στην απαράμιλη τεχνική του DePalma αλλά στο ντεμπούτο του Rian Johnson… Απαλλαγμένο το Brick απ’ όποια σοβαροφάνεια χαρακτήριζε τους προγόνους του είδους τού 50 και βάλε χρόνια πριν παίρνει το τρίπτυχο ερευνητής-έγκλημα-femme fatale και το τοποθετεί σε ένα σύγχρονο σχολείο. Γιατί; Επειδή αφενός οι εποχές έχουν αλλάξει και η αυθεντική προβληματική δεν έχει θέση πια στο αμερικάνικο σινεμά (και σ’ αυτό φταίνε οι δημιουργοί του σήμερα) κι αφετέρου επειδή κατά το σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή τα μαθητικά χρόνια είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτό που βλέπει το κοινό στις «νεανικές ταινίες» και χαρακτηρίζονται από μια σκληρότητα που αδυνατούν να καταλάβουν οι αναπολούντες τη δικιά τους εποχή σύγχρονοι μεσήλικες. Και το παραπάνω σεναριακό κολπέτο αποτελεί την πρώτη σημαντική νίκη του Brick έναντι του υπόλοιπου αμερικάνικου συφερτού.

Η δεύτερη είναι η κλασικίζουσα απεικόνιση ενός κλασικού όπως το Γεράκι της Μάλτας, της πρώτης ίσως πραγματικά μεγάλης νουάρ παραγωγής. Ολόκληρη η ταινία αποτελεί μια απ’ ευθείας αναφορά στο Maltese Falcon. Σαν σύλληψη αυτό δεν είναι κάτι νέο αλλά… Το νέο-νουάρ που προαναγγείλαμε στην αρχή καθορίστηκε απ’ τους κύριους εκπροσώπους του στα 90’s (και λέγοντας κύριους εννοούμε μάλλον τους Coen) σαν μία φιλμική μίξη σαρκασμού, κυνισμού και χιούμορ. Ε λοιπόν το Brick αφήνει στην άκρη τις πλάκες, αν και έχει χιουμοριστική αφετηρία και αστεΐζουσα ροή και μορφή στο λόγο, και καταλήγει μια πολύ αυθεντική ταινία κι αυτό χάρη στην θρησκευτική προσήλωση στους κανόνες. Όλα τα στερεότυπα είναι εδώ αλλά αρκετά χρόνια νεότερα. Ο αναπάντεχα εξαίρετος Joseph Gordon-Levitt ενσαρκώνει ένα φιλμικό ανάλογο της άφταστης κλάσης του Humphrey Bogart, οι γυναίκες δηλητήριο αλωνίζουν στο παρασκήνιο της ιστορίας, μια σειρά από αλλόκοτους γκάνγκστερ εντείνουν τον βαθύ σαρκαστικό σχόλιο για τα οργισμένα νιάτα και ένα τούβλο αντικαθιστά το διαμάντι. Μπορεί οι Coen να έφτιαξαν μια ολόκληρη σχολή με το σινεμά τους αλλά, αν και φτωχό σε ποιότητα, το ειδολογικώς τεχνικά άρτιο Brick αποτελεί το ορθότερο νουάρ που είδαμε εδώ χρόνια στην μεγάλη οθόνη.

Πως επιτυγχάνεται τώρα αυτή η ορθότητα πέραν της σωστής θέσης των ηρώων. Αρχικά συμβάλλουν τα άδεια ντεκόρ και οι κλισέ λήψεις ποτισμένες απ’ την ζάλη της αϋπνίας του πρωταγωνιστή (ο οποίος παίρνει πάνω του ολόκληρη την ταινία - δεν υπάρχει σκηνή που να μην είναι μέσα). Καπνός τσιγάρων, χαλαρή μουσική και τα ρέστα. Οι καταφενέστατα επιτηδευμένοι διάλογοι και οι ανάλογες ερμηνείες, βγαλμένες κατευθείαν απ’ τα 50’s. Ένα καλοστημένο μυστήριο με θύτες και θύματα να μπερδεύονται διαρκώς. Ένα κάρο ερασιτεχνισμοί όπως η απλοϊκή και σπουδαστική χρήση των 4 βασικών πλάνων (δείτε και τις photo) που καταδεικνύουν το πόσο πιστός μαθητής υπήρξε ο Johnson στη σχολή που τέλειωσε. Στην πραγματικότητα πέρα από την πρωτότυπη ιδέα (και την ερμηνεία του Levitt) δεν υπάρχει τίποτα το καλοφτιαγμένο σ’ αυτήν την ταινία, απλά πολλοί ξεχασμένοι «ορισμοί» τέλεια χρησιμοποιημένοι. Φυσικά αυτοί δεν συνιστούν ολοκληρωμένο και κατ’ ανάγκην καλό κινηματογράφο αλλά για τον τύπο ταινίας που εξετάζουμε το Brick αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Επιστροφή στις ρίζες από έναν 30άρη κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είχαμε δει εδώ και χρόνια από άλλους πρωτοκλασάτους σκηνοθέτες. Ίσως τελικά στις Μαύρες Ντάλιες της σημερινής κινηματογραφίας να μην χωράνε υπογραφές και σασπένς. Ίσως οι μεγάλοι Αμερικάνοι σκηνοθέτες του παρελθόντος να είχαν δίκιο που θεώρησαν το νουάρ ένα δύσκολο είδος παρά τις απλοϊκές του φόρμες (εδώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο ενικός αφού τα «μαύρα» αριστουργήματα χρησιμοποίησαν όλα την ίδια φόρμα). Και για να πω και το παράπονο μου ίσως ο Welles ήταν ο καλύτερος όλων για εκείνο το απίστευτο Touch of Evil…

To Brick φυσικά δεν φτάνει σε τέτοια μεγέθη αλλά μένει να θαύμαζει παρέα με μας με έναν ευχάριστο και για μια αρκετά μεγάλη μερίδα του κοινού ψυχαγωγικό τρόπο… Πιθανολογώ ότι η νέα γενιά αγκάλιασε αυτό το φιλμ επειδή έχει ακούσει αλλά δεν έχει δει μέχρι τώρα κάτι ανάλογο… Για τους υπόλοιπους πιστούς ακολουθητές που βλέπουν στα ασπρόμαυρα, βουτηγμένα στο πηχτό καπνό ενός τσιγάρου όνειρά τους μια μοιραία ύπαρξη να τους ταλαιπωρεί το Έγκλημα στο Κολέγιο (ελληνικός άθλιος τίτλος) κρίνεται απαραίτητο. Κι ας ελπίσουμε ότι από Τούβλο θα γίνει θεμέλιος λίθος για την αναγέννηση του πιο αγαπημένου των ειδών…

Βαθμός: 7.5