Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2007

Gallipoli


!Δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε για spoilers!


Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό θεωρώ τον Peter Weir ως τον μεγαλύτερο εν ζωή (κι εν ενεργεία) απ' τους μεγάλους σκηνοθέτες του πολύ δυτικού κόσμου. Κάθε του ταινία (η πλειοψηφία τους τουλάχιστον) είναι μια ανανεωτική ματιά πάνω στους κανόνες και τα αναμασήματα του Hollywood. Ποτέ δεν κρύφθηκαν οι χολυγουντιανές καταβολές του. Η μεγάλη του διαφορά όμως του Αυστραλού με τους Αμερικάνους και λοιπούς συναδέλφους του, είναι ότι προτιμά να αφήνει τον προβληματισμό του για το background μιας ταινίας και πάνω τους να χτίζει δεικτικές ή πανέμορφες ιστορίες. Κατά την παρακολούθηση μιας ταινίας του Weir, ο θεατής πραγματικά απορροφάται ολοκληρωτικά απ' τον μύθο, το σενάριο, και τον τρόπο που ο αυτός σκηνοθετεί. Απ' τις παλιότερες ταινίες, όπως το εξαίρετο Picnic At Hanging Rock, μέχρι τα πιο πρόσφατα Truman Show και Master And Commander.


Έτσι και στο Gallipoli (Καλλίπολις επί το ελληνικότερο, Chanakkale στα τούρκικα, όπου έγινε μια θρυλική μάχη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όπου πολέμησαν απ' τη μία μεριά οι Τούρκοι κι απ' την άλλη τα βρετανικά στρατεύματα με τη βοήθεια των Anzacs, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών) παρακολουθούμε την πορεία δύο Αυστραλών σπρίντερ, που ο καθένας τρέχει για διαφορετικούς λόγους. Ο ένας σωστός αθλητής που παρακινείται από τον γέρο προπονητή του κι ο άλλος ένας φτεροπόδαρος τυχοδιώκτης. Για πρώτη φορά συναντιούνται σε μία πανήγυρη όπου βρίσκονται αντιμέτωποι σε αγώνα ταχύτητας. Καθώς προχωρούμε στο φιλμ μια βαθιά φιλία αναπτύσσεται μεταξύ τους. Στη συνέχεια οι δρόμοι τους θα χωρίσουν και θα ξαναδιασταυρωθούν όταν καταταγούν κι οι δύο να πολεμήσουν στην Μάχη της Καλλίπολης. Τα όσα τραγικά θα συμβούν εκεί, κλιμακώνουν σε ένα σπάνιο κινηματογραφικό φινάλε, ολοκληρώνοντας έτσι την ιστορία των δύο πρωταγωνιστών.


Στον φόντο όμως όλων αυτών έχουμε να κάνουμε με μία προφανή προσπάθεια του σκηνοθέτη να καταγγείλει τον παραλογισμό του πολέμου. Αν ήταν ποτέ δυνατόν να συμμετείχαν οικειοθελώς νέοι σε έναν πόλεμο εκατομμύρια μίλια μακριά απ' την πατρίδα τους με το φόβο ότι οι Γερμανό-Τουρκοι θα έφταναν να καταλάβουν την Αυστραλία. Τις συνθήκες της τότε εποχής εκμεταλλεύτηκαν οι στρατιωτικοί και δημιούργησαν ένα κλίμα τρόμου στους αδαείς νέους σχετικά με την πατρίδα τους και μετάλλαξαν την πραγματική διάσταση του πολέμου. Πριν την κατάταξη στο στράτευμα οι ίδιοι νέοι που ξεψυχούσαν στη μάχη, έτρεχαν «ανέμελοι» σε πανηγύρια, αλλά ήταν και δοσμένοι ολοκληρωτικά σε χαλαρές ιδέες και θεσμούς, κι αν θεωρήσουμε τους πρωταγωνιστές ως αντιπροσωπευτικούς νέους της εποχής, ο ένας προσπαθούσε με καθημερινή προπόνηση, πολύ μακριά απ' το σημερινό επαγγελματισμό των αθλητών, να γίνει πρωταθλητής κι ο άλλος, σαν πιο κοινός και χαρακτηριστικός, έβγαζε χρήματα από στοιχήματα σε αγώνες σπριντ. Η ιδέα λοιπόν της υπέρ πάντων πατρίδας εύκολα περνάει σε άτομα σαν κι αυτά. Κι αν τα γρήγορα πόδια τους ήταν η μόνη τους έννοια εν καιρώ ειρήνης, η ίδια τους η ταχύτητα έστειλε τον ένα, τον πιο άτυχο, στην πρώτη γραμμή και τον άλλο, τον πιο τραγικό, τον έκανε αγγελιοφόρο στο στρατόπεδο των Βρετανών.


Το ότι το Gallipoli δεν είναι ένα απλό πολεμικό φιλμ απ' αυτά που μας είχε συνηθίσει το Hollywood εκείνη την εποχή, φαίνεται κι απ' τον τρόπο που κινηματογραφεί την μάχη ο Weir. Τα εντυπωσιακά πολεμικά σκηνικά με τα απίστευτα εφέ, τις πολυσχιδείς πολεμικές επιχειρήσεις και τους φαντάρους ήρωες εδώ απουσιάζουν. Τόνοι από σκόνη καλύπτουν την κάμερα και μόνο κλεφτές ματιές στο πεδίο της μάχης. Τίποτα δεν είναι διαυγές και τίποτα ηρωικό και σπουδαίο. Και το παράλογο του πολέμου ολοκληρώνεται με την εντελώς παράλογη έφοδο κατευθείαν πάνω στα κανόνια των αντιπάλων. Τα τελευταία δευτερόλεπτα του φιλμ είναι αποστομωτικά. Ο Mel Gibson μένει να ουρλιάζει μόνος για τον πλέον άδικο και μάταιο θάνατο.


Η ταινία δεν απευθύνεται στους λάτρεις των πολεμικών ταινιών, ούτε σ' αυτούς που βαριούνται εύκολα τις απλές ιστορίες και δεν αντέχουν να περιμένουν 2 ώρες για να δουν τη μία και μοναδική κλιμάκωση της. Είναι απλά ένα ιδιοφυές σχόλιο, ενός πραγματικά μεγάλου σκηνοθέτη, απαλλαγμένο από φανφάρες και καλλωπισμούς.


Βαθμός: 9.5


(The Movies Cult 08-02-05)



Δεν υπάρχουν σχόλια: