
Νέο μπλονγκ! Στο http://ikatastasieinaisovari.blogspot.com/ Πιο προσωπικόν... Όσοι καλοί περάστε και πείτε ένα γεια...
Θεματικό sequel της πρώτης ταινίας του λαϊκού αοιδού Rob Zombie (το αλήστου μνήμης και αποτυχημένο House of 1000 Corpses) το Devil's Rejects ελάχιστη σχέση έχει με τον προκάτοχό του. Η ταινία ξεκινάει με την αστυνομία αποφασισμένη να πιάσει την ομότιτλη (όπως αυτοαποκαλείται) οικογένεια σαδιστών και έτσι οι τελευταίοι αναγκάζονται να αφήσουν το Σπίτι με τα 1000 πτώματα και να βγουν στο δρόμο μετρώντας παράλληλα απώλειες. Πρώτη μεγάλη διαφοροποίηση λοιπόν: Ο δρόμος...
Από 'κει και πέρα σε αντίθεση με το καθαρά ταγμένο στα horror πλαίσια House η συνέχεια του είναι περισσότερο μια ακραία περιπέτεια που αφηγείται περιστατικά παρά μια σαδιστική περιπλάνηση στο μυαλό των παραφρονούντων. Ίσως ακριβώς επειδή αυτός σαδισμός φεύγει πλέον απ' τον δημιουργό-σκηνοθέτη που κατακρεουργούσε τα πτώματα και περνάει μόνο στους ήρωές του τους οποίους ο Rob Zombie τους ακολουθεί ευλαβικά μέχρι το φινάλε (τους). Οι συμπλοκές υπερτερούν σαφώς των βασανιστηρίων και ο προαιώνιος βλαχόμπατσος αγωνίζεται επί ίσοις όροις με τους εγκληματίες. Δεύτερη διαφορά ο τρόμος...
Η 70ίλα (σεβεντίλα στα μοντέρνα ελληνικά) επίσης δίνει και παίρνει. Πέρα απ' το setting και τα τραγούδια ο μισανθρωπισμός των θρίλερ και ο γενικός κινηματογραφικός αμοραλισμός της εποχής διαποτίζουν και το Devil's Rejects. Τα ταραγμένα 70's είναι παντού παρόντα στο φιλμ και δίνουν το στίγμα. Απ' ευθείας αναφορά και η τελική αλά Bonnie and Clyde σκηνή (συσχετισμό που μοιραία ανακάλυψα ότι έχει κάνει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης στο παρελθόν). Σημαντική διαφορά λοιπόν και ο χρόνος...
Και πως λειτουργούν τώρα όλα τα παραπάνω; Στο σύνολό τους θετικά καθ' ότι παρατηρούνται βήματα προόδου στο δημιουργό που στο άμεσο μέλλον θα μας δώσει ένα μυστήριο animation και ένα remake του κλασικού Halloween. Τα Zombie ήρθαν στο σινεμά για να μείνουν απ' ότι φαίνεται και σιγά σιγά κερδίζουν κατά περίεργο τρόπο και την εμπιστοσύνη του κινηματογραφικού κόσμου (μιλάω κυρίως για συντελεστές). Σίγουρα θα συνεχίσουν να κινηματογραφούν για ένα συγκεκριμένο κοινό αδιφορώντας για κριτικές και εισητήρια. Μάλιστα στο Devil's ο σκηνοθέτης δεν χάνει την ευκαιρία σε μια πονηρή σκηνή να καρφώσει τους κριτικούς για το κράξιμο που του επεφύλαξαν (προφανώς αναφέρομαι στον μελετητή των Αδερφών Μαρξ). Πολύ πιο προσιτό λοιπόν το νέο του στυλ και πολύ περισσότερο ταινία το αποτέλεσμα. Δεν ξέρω πόσο κατάφερε να πείσει και τους υπόλοιπους γι' αυτό πάντως τους φαν κι εμένα (που δεν δηλώνω τρομολάγνος) μας κατάφερε. Και αντι επιλόγου να εξομολογηθώ πως παρά την αποτυχία της ταινίας, η διεστραμμένη αφεντιά μου πολύ χάρηκε που στο House of 1000 Corpses είδε έναν (τρόπον τινά) αγαπημένο καλλιτέχνη να προσπαθεί για την πάρτη του. Αν μη τι άλλο πρέπει να παραδεχτούμε ότι αν και αδαής έχει έναν μοναδικό στο σύγχρονο σινεμά τρόπο. Στα βίντεο κλπις πάντως τα καταφέρνει πολύ καλύτερα.
Απ' τις πολυάριθμες μοντέρνες ταινίες υπερηρώων το Spider-Man ξεχώρισε για δύο λόγους. επειδή διαθέτει έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη και γιατί η Αμερική βρίσκει στο πιο καθημερινό πρόσωπο τον ήρωα της (ένας τρίτος θα μπορούσαν πολλοί να πουν ότι είναι τα budget αλλά δεν βαριέσαι). Ας αρχίσουμε απ' το δεύτερο. Ξεκαθαρίζω την θέση μου: αν υπήρχε άνθρωπος τόσο φλώρος όσο ο κινηματογραφικός Peter Parker, με την χωρίστρα να ξεκινά πάνω απ' το αριστερό μάτι και να καταλήγει στο δεξί αυτί, θα έστελνα παλικάρια σαν κι αυτά που μας ψάχνανε σήμερα το πρωί στην προβολή μην έχουμε τίποτα κάμερες πάνω μας (έλεος κύριοι της Sony...) να τον μπουζουριάσουν, να μου τον φέρουν σούμπιτο και δικτατορικά να προχωρήσω στην διαπόμπευσή του με κούρεμα και γιαούρτια. Κάτι τέτοιοι χαλάνε την πιάτσα. Ο καλός και άγιος Spider-Man πραγματικά δεν αντέχεται. Το στόρι λοιπόν προβλέπει την μόλυνση του λούλη με τον εξωγήινο ιό για να κάνει και καλά "πιο σκοτεινό το χαρακτήρα του" (φυσικά δεν έκαναν τίποτα...). Και το αστείο είναι (πετυχημένο) ότι όταν γίνεται "κακός" του χαλάει η χωρίστρα... Αλλά η clean-cut Αμερική δεν σπιλώνεται λέμε, δεν γοητεύεται απ' την δύναμη και την εξουσία και δεν υποχωρεί στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε εξωτερικής η εσωτερικής απειλής, διατηρώντας το συναίσθημά της για παιδικά δράματα άρρωστων κοριτσιών και μικροαπατεώνες σε απόγνωση. Γι' αυτό και ο Spider-Man τη βολτάρει και αποτυπώνει σε ένα μικρό βαθμό την δήθεν ανθρωπιά της με ψευτοδιδακτικό τρόπο, στεκόμενος για το ένα δευτερόλεπτο ενός γκρο πλάνου μπροστά απ' την αστερόεσσα πριν ριχτεί περήφανα στην τελική του μάχη.
Όσο για τον Sam Raimi, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι είναι ένα μεγάλο καμένο ταλέντο που χρόνια τώρα χαραμίζεται. Ικανότατος στην δυναμική σκηνοθεσία αλλά ουδέποτε σοβαρός (δεν μιλάω για την ταινία μόνο αλλά για το σύνολο της καριέρας του...). Είναι βέβαια και ένας χαβαλεδιάρης που 20 κάτι χρόνια τώρα με το χαβαλέ έχει βγάλει τόσα εκατομμύρια και πιθανότατα αυτό να τα εξηγεί όλα. Η εύθυμη διάθεση, που υπήρχε και στην δεύτερη ταινία της σειράς, είναι κι εδώ παρούσα. Το παιδαριώδες, προσχηματικό κι όμως μπουρδουκλωμένο σενάριο του Raimi προβλέπει κάπου στην μέση της ταινίας, μεταξύ των πολυάριθμων σκηνών δράσης, μέχρι και ένα κωμικό ξέσπασμα με τον Maguire να υποδύεται τον γόη και να χορεύει (κάποιοι περνούσαν πολύ καλά στα γυρίσματα - έχει προηγηθεί και το κωμικό πέρασμα του κολλητού Bruce Campbell).
Στυλιστικώς ο σκηνοθέτης, παραδίδει σεμινάρια κόμικ σκηνοθεσίας. Δεν χρειάζεται να χωρίσεις την οθόνη σε στριπάκια ή να την κόψεις στα 4 για να φτιάξεις την κόμικ αισθητική (ο νοών νοείτω) και ο Raimi το κατέχει και διαχείριζεται άνετα την όλη κατάσταση. Πάντα αντικειμενική κινηματογράφιση και πάντα απ' τα δεξιά, απαραίτητος και ο σχεδιαστικός πανζουρλισμός στις μάχες. Κάπου υπάρχει και ένα (κατευθείαν απ' τις πολύχρωμες σελίδες) ρεπορτάζ ειδήσεων. Επίσης σωστή διδαχή στους ηθοποιούς που ελάχιστα μας αφορούν, άψογα κουστούμια (σε εξτρεμιστικό βαθμό, λεπτομερέστατα) και δράση με το κιλό για να γουστάρει ο φτωχός πλην τίμιος οπαδός, (αν θυμάμαι καλά ο Spidey αντιμετωπίζει 3 τουλάχιστον φορές τον καθένα απ' τους εχθρούς του). Εν γένει συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο με τις πρώτες κόμικ διατριβές του (κυριολεκτώντας το Darkman και καταχρηστικά τα Evil Dead και Crimewave), απλά πλέον τα παραφιλολιγικά βίτσια του κοστίζουν 260 εκ. δολάρια..!
Και όλα εφέ έτσι; Βλέποντας κανείς την ταινία παύει να αναρωτιέται που τα φάγανε τόσα λεφτά οι κερατάδες. Πραγματικός πρωταγωνιστής της (όπως και των περισσοτέρων ψωριάρικων περιπετειών) τα ειδικά εφέ. (Σκηνή ανθολογίας η γέννεση του Sandman, σαν άγαλμα της κλασικής εποχής που φτιάχνεται από εκατομμύρια κόκους άμμου, μετά δυστυχώς μπουνταλεύει κι αυτός...)
Όσο για τους star της ταινίας o βασικότερος όλων Τobey Maguire συνεχίζει σε αυτόματο πιλότο αρνούμενος να μπει στις μεγάλες αλλαγές που επιφυλάσει το σενάριο στο χαρατκήρα του (ψιλοάχαρο πλάσμα), η Kirsten Dunst όσο κι αν προσπαθεί οι κυνόδοντες της εξακολουθούν να κλέβουν την παράσταση και ο Franco εντελώς αταίριαστος στο όλο σκηνικό. Οι καινούργιοι κακοί (ο Topher Grace στο ρόλο του Eddie Brock/Venom και ο υπέγραψα-γιατί-ήμουν-υποψήφιος-για-oscar Thomas Haden Church στο ρόλο του Sandman) αποδεικνύονται οι εκφραστικότεροι όλων όσο κι αν οι τροπές του σεναρίου ευνοούν τους υπόλοιπους. Εμένα να την πω την αμαρτία μου μ' άρεσε η ξανθιά (απ' τα παλιά, έστω και ιμιτασιόν ) Bryce Dallas Howard.
Εν κατακλείδι, αν και οι παραγωγοί αρχικά ευλόγησαν τα Spider-Man με τον καλύτερο δυνατό σκηνοθέτη φαίνεται ότι από καθαρό κόμικ καλή ταινία δύσκολα βλέπεις (συνήθως οι "καλές" του είδους προτείνουν εικαστικούς νεοτερισμούς...). Όχι τόσο γιατί η ευγενής "8η τέχνη" στερείται βάθους -που το στερείται- αλλά γιατί τέτοιες ταινίες θα γίνονται πάντα με κοινό παρανομαστή τους πιστούς του ήρωα και αυτό συνεπάγεται πλειάδας περιορισμών. Έτσι και το τρίτο μέρος καταλήγει μια φούσκα πολυτελείας που πιθανότατα οι fans θα ευχαριστηθούν. Ε τους υπόλοιπους ας μας αφήσουν ήσυχους. Θα αναζητήσουμε αλλού τις υπερβολές μας.
Το "Behind" the Scenes αυτού του μήνα (ω ναι, γινόμαστε επίσημα μηνιαίοι) ξεπηδά από μια εξαιρετική μικρού μήκους ταινία αλλά και τη στράτευση του nonickname που απ' ότι μαθαίνουμε τα πάει αρκετά καλά με το τουφέκι του σκοράροντας την τρίτη καλύτερη επίδοση σε ευστοχία στο τάγμα του (δεν έχω και το κατάλληλο emoticon). To Sztuka spadaniaFallen Art - το διεθνές του όνομα) αποτέλεσε μια απ' τις κορυφαίες στιγμές του animation των τελευταίων χρόνων και χάρισε στον δημιουργό του, τον Πολωνό Tomek Baginski, περίσσια φήμη, τόση που ούτε η υποψηφιότητά του στα Oscars του 2002 δεν είχε καταφέρει να του προσδώσει. Το μίνι αυτό αριστούργημα έφτασε να βραβευτεί στα BAFTA (Best Short Animation Award) ενώ αναμένεται να οδηγήσει σε μια σειρά από ανάλογες ταινίες με την υπογραφή των Platige Image Studios. Για να ξεκινήσουμε και με την κάτι-σαν-ανάλυση που θα επιχειρήσουμε να πω ότι όποιος δεν έχει δει το Fallen Art αφενός μπορεί να το παραγγείλει απ' το επίσημο site του ή αν είστε τσίπηδες μπορείτε να το βρείτε ---εδώ--- (σε όχι τέλεια ποιότητα - και πάλι χρειάζεστε μια γρήγορη σύνδεση - όπως και να 'χει αν σας αρέσει παραγγείλετε το). (ή αλλιώς
Το Sztuka spadania εξελίσσεται σε μια στρατιωτική βάση και εδώ έρχεται η πρώτη παρεξήγηση από πλευράς του κοινού. Η ταινία δεν είναι αντιπολεμική, είναι αντιστρατευτική. Θα επανέλθουμε σ' αυτό παρακάτω. Ένας average στρατιώτης παρασημοφορείται και δέχεται θανατηφόρα σπρωξιά από ανώτερό του που τον ωθεί στο κενό. Αφού πέσει από αρκετά μεγάλο ύψος, ξεψυχά στο έδαφος και τότε ένας μυστήριος τύπος (κορακοειδής) τον φωτογραφίζει και ένας άλλος στρατιώτης πηγαίνει την polaroid φωτογραφία σε έναν άλλο αξιωματικό που με βάση τη στάση του νεκρού στρατιώτη στήνει μια ολόκληρη χορογραφία. Υποτίθεται πως ξεκίνησα να σας μιλήσω γι' αυτήν την τελευταία σκηνή με το χορό αλλά η φύση του Fallen Art είναι τέτοια που θα με κάνει να αναφερθώ και στα 5 λεπτά του.
Ας μιλήσουμε για τη χώρα μας που την έχουμε και πρόχειρη. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που κάποιος δεν θέλει να πάει στρατό και σε όλους έχει δίκιο. Ως επι τω πλείστον οι στρατολογούμενοι είναι νέοι που χάνουν ένα χρόνο απ' οτιδήποτε κάνουν. Ένα χρόνο καριέρας, έν χρόνο σπουδών, ένα χρόνο δουλειάς, ένα χρόνο καθισιό, οτιδήποτε. Τα έχετε ξανακούσει και έχετε ξανακούσει και τον αντίλογο που λέει είναι υποχρέωση, πρέπει να το σκέφτεσαι απ' την αρχή σαν καθήκον κτλ. κτλ. Υπάρχει βέβαια και η αρχαιότερη εκδοχή που λέει ότι στο στρατό ο άνδρας σκληραγωγείται και γίνεται "άνθρωπος", γίνεται σωστός πολίτης (εξ ου και το καλός πολίτης) και άλλα τραγελαφικά . Ευτυχώς η ελληνική κοινωνία, πέραν της γραφικής και επικίνδυνης μειοψηφίας, τα έχει ξεπεράσει αυτά, άλλωστε την τελευταία φορά που άκουσα ότι κάποιος έγινε κάτι στο στρατό ήταν βιαστής 20 ανήλικων αγοριών.
Πάντα θα υπάρχει και το εθνκό παραμύθι περί εχθρών του έθνους και αγάπης για την πατρίδα. Ο νέος πρέπει να καταταγεί στο στρατό για να μάθει να πολεμάει τους "ορατούς και αόρατους" εχθρούς της Ελλάδας. Πλέον μιλάμε για το θεμέλιο λίθο του παραλογισμού που ονομάζεται στράτευση οπότε εύκολα θα το ξεπεράσουμε κι αυτό. Όσο υπάρχει εθνικό φρόνημα στο μυαλό μερικών θα υπάρχουν και επίμονοι εχθροί απ' όλες τις πάντες, κι έτσι ο στρατός γι' αυτούς δικαιολογείται απόλυτα άρα και συνεχίζει να υπάρχει εις βάρος της πλειοψηφίας των φαντάρων (υπάρχουν κι οι στρατόκαυλοι). Για τα δικά τους μέτρα καταρρίπτεται και αυτό το επιχείρημα κι ας ξέρουμε ότι πόλεμο δεν είναι γραπτό να δούμε (παρά μόνο παγκόσμιο - χτύπα ξύλο), που στην τελική και να δούμε πάλι αυτοί θα φταίνε...
Το Sztuka spadania δεν ασχολείται με τίποτα απ' τα παραπάνω (παρά είναι σαθρά άλλωστε) όπως επίσης δεν ασχολείται και με την ελληνική πραγματικότητα. Στην ταινία περιγράφεται με γλαφυρό animation τρόπο το ισχυρότερο αντιστρατευτικό επιχείρημα που μπορεί να υπάρξει (και συγχωρέστε με από 'δω και κάτω η διαλεκτική μου πάει περίπατο). Στον στρατό γίνεσαι θέλοντας και μη υποτελής στις διαταγές του οποιουδήποτε ανώτερου και θύμα μιας παράλογης εξουσίας. Υποτελής σε κάποιον που ούτε επιλέγεις ούτε τις ορέξεις του έχεις ούτε τις αγωνίες του μοιράζεσαι. Και καλά αν αυτές οι αγωνίες εξαντλούνται στο να μπει ο μισθός στο τέλος του μήνα και να βγούμε επιτέλους στην παχυλή σύνταξη. Αν ξεπερνούν τα όρια και φτάσουμε σε ακρότητες όπως αυτές της ταινίας; Δεν μιλάω φυσικά για φόνους μιλάω για άλλου είδους περιστατικά, τα οποία είναι φυσικά σωματικώς ανώδυνα αλλά όπως και να 'χει ο στρατευμένος δεν φταίει σε τίποτα για να τα δοκιμάζει. Ο αξιωματικός δεν έχει επιλογή... Εκπαιδεύεται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και με βάση αυτό εκπαιδεύει κι αυτός. Ο αστυνομικός το ίδιο άμα σε εκπαιδεύουνε να γράφεις κλήσεις και να ζητάς ταυτότητες κάποια στιγμή που θα καταλάβεις ότι δεν γεννήθηκαν όλοι παράνομοι θα αρχίσεις να ψάχνεις την παράβαση με το μεγεθυντικό ανά χείρας. Αυτό επεκτείνεται παντού: ο σκηνοθέτης για παράδειγμα που του έχουν φάει το συκώτι με τη σπουδαιότητα του contrechamp θα βγει και τα θα τα γυρίσει όλα αντίθετα. Μόνο που ο σκηνοθέτης μας θα έχει μια προκατασκευασμένη εξουσία σε πλάνα όχι σε ανθρώπους όπως θα έχει ο στρατιωτικός.
Κι από 'δω και πέρα μιλάει η ταινία... Ο απλός οπλίτης (άσχημη παρήχηση αυτή) ειρωνικά κερδίζει ένα μετάλλιο τιμής και στη συνέχεια πεθαίνει. Θάνατος διά της ελεύθερης πτώσης στην οθόνη, πνευματικός διά του ηθικού υποβιβασμού στην πραγματικότητα. Ο φωτογράφος πανταχού παρόντας στους τόπους που πεθαίνουν στρατιώτες (μοναδική ίσως αναγωγή στο πόλεμο που γίνεται στην ταινία - γι' αυτό ίσως και η παρεξήγηση που λέγαμε στην αρχή) απαθανατίζει την σκηνή, δεν είναι τυχαία η λέξη απαθανατίζω, και στέλνει με το τσιράκι του την φωτογραφία στον αξιωματικό. Εντός ολίγου το πτώμα θα αρχίσει να χορεύει στο ρυθμό που του επιβάλλει ο ανώτερός του, όχι φυσικά "ζωντανά" αλλά σε μία οθόνη όπου αποτυπώνεται η συνέχεια των καρέ που απαρτίζουν τη χορογραφία. Ο μόνος που είναι εκεί για να χορέψει μαζί του είναι ο τερατώδης αξιωματικός, ποτέ δεν θα διασκεδάσει μ' αυτόν τον θάνατο (μ' αυτήν την ηθική κατάπτωση αν προτιμάτε) κανένας άλλος. Οι μόνοι που θα γνωρίζουν θα είναι οι στρατιωτικοί και τα κοράκια και όλοι τους θα είναι εκεί για να διαιωνίσουν την κατάσταση αναμένοντας το επόμενο σινιάλο που θα τους γίνει, το επόμενο απλό σήκωμα του χεριού, τον επόμενο φαντάρο που θα χορέψει για πάρτη τους.
Εδώ πια τι να συμπληρώσω... Τα είπε όλα ο Baginski, o οποίος αφιερώνει ύπουλα αυτήν την ταινία "σε κάποιους φίλους του που τους άρεσε ο στρατός". Και τα είπε και σε χρόνο ρεκόρ! Άλλωστε μερικά πράγματα είναι τόσο παράλογα και ταυτόχρονα τόσο προφανή που αρκούν 5 λεπτά για να τα κριτικάρεις με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Ευτυχώς η πολιτισμένη δύση έχει αρχίσει σταδιακά να καταργεί τις θητείες, αν και η άποψη του σκηνοθέτη δεν αναφέρεται μόνο σε αυτές αλλά στη στράτευση εν γένει, είτε αυτή είναι καταναγκαστική είτε εθελοντική. Η Ελλάδα και η Πολωνία απ' όπου κατάγεται ο Baginski είναι από τις ευρωπαϊκές χώρες οπού υπάρχει ακόμη η υποχρεωτική στράτευση και το θέμα του Fallen Art όσο να 'ναι μας αφορά περισσότερο, (αν και για τους Πολωνούς υπάρχει ήδη σχέδιο η θητεία να έχει καταργηθεί μέχρι το 2012. Άντε και στα δικά μας.)
Αποτυχία το σημερινό άρθρο, για "Behind" το ξεκινήσαμε κάτι άλλο μας βγήκε...
Ένας νεαρός μαθητής ξεκινά την αναζήτηση για μια φίλη που τον πήρε τηλέφωνο λίγο πρίν εξαφανιστεί διά παντώς. Αρωγός του σ’ αυτήν την περιπέτεια ένας φίλος και συμμαθητής που φαίνεται να κατέχει γνώσεις και πρόσβαση στα μυστικά της κλειστής κοινωνίας του σχολείου όπου φοιτούν. Μόλις ξεπεράσει το πρώτο επικίνδυνο στάδιο ο Brendan βρίσκεται μπλεγμένος σε συμμορίες που διακινούν ναρκωτικά και σκοτώνουν βιώνοντας από πρώτο χέρι τον μικροσκοπικό υπόκοσμο της σχολής του.
Η παραπάνω λιτή ιστορία εμπλουτισμένη από γοητευτικούς αλλά και υπερβολικούς χαρακτήρες λειτουργεί θαυμάσια ως προς την ανάπλαση μιας ξεχασμένης νουάρ αισθητικής, που σημειωτέον πολλά απ’ τα σύγχρονα και πλήρως ενταγμένα στο είδος φιλμ δεν κατάφεραν να την δώσουν. Γιατί νουάρ δεν είναι μόνο η φωτογραφία και οι χαρακτήρες… Πάντα θεωρούσα ότι απ’ τα «λαϊκά» είδη του κινηματογράφου, τα πρωταρχικά και τα απαραίτητα είδη δηλαδή γιατί ο κινηματογράφος ήταν και θα μείνει η κατεξοχήν λαϊκή απ‘ τις 7, το φιλμ-νουάρ παρουσίαζε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στη φόρμα και στη χαρακτηριολογία. Θέλετε επειδή το οικειοποιήθηκε ολοκληρωτικά ένα ολόκληρο έθνος και το μπόλιασε με τις ανησηχίες μιας σκοτεινής, όπως και η ατμόσφαιρά του, εποχής, θέλετε επειδή το θέμα είναι πάντα ελαφρό και το αποτέλεσμα κατά κανόνα διττό, θέλετε επειδή το να φτιάξεις ένα σωστό και μη τυπικό μυστήριο αποτέλεσε την ύψιστη πρόκληση για πολλούς απ’ τους κορυφαίους σκηνοθέτες της εποχής που μεσορανούσε το είδος (και κατ‘ επέκταση τους ηθοποιούς που ανέλαβαν κατά καιρούς το ρόλο του ντετέκτιβ)… Το σίγουρο είναι πάντως ότι το καλό νουάρ αποτελεί, κι έχω αποδείξεις γι’ αυτό το σημείο τομής στο γούστο όλων των κινηματογραφόφιλων.
Ε λοιπόν ποιος θα μου το ’λεγε ότι το σωστό νουάρ εν έτει 2006 δεν θα το βρίσκαμε στην απαράμιλη τεχνική του DePalma αλλά στο ντεμπούτο του Rian Johnson… Απαλλαγμένο το Brick απ’ όποια σοβαροφάνεια χαρακτήριζε τους προγόνους του είδους τού 50 και βάλε χρόνια πριν παίρνει το τρίπτυχο ερευνητής-έγκλημα-femme fatale και το τοποθετεί σε ένα σύγχρονο σχολείο. Γιατί; Επειδή αφενός οι εποχές έχουν αλλάξει και η αυθεντική προβληματική δεν έχει θέση πια στο αμερικάνικο σινεμά (και σ’ αυτό φταίνε οι δημιουργοί του σήμερα) κι αφετέρου επειδή κατά το σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή τα μαθητικά χρόνια είναι πολύ διαφορετικά απ’ αυτό που βλέπει το κοινό στις «νεανικές ταινίες» και χαρακτηρίζονται από μια σκληρότητα που αδυνατούν να καταλάβουν οι αναπολούντες τη δικιά τους εποχή σύγχρονοι μεσήλικες. Και το παραπάνω σεναριακό κολπέτο αποτελεί την πρώτη σημαντική νίκη του Brick έναντι του υπόλοιπου αμερικάνικου συφερτού.
Η δεύτερη είναι η κλασικίζουσα απεικόνιση ενός κλασικού όπως το Γεράκι της Μάλτας, της πρώτης ίσως πραγματικά μεγάλης νουάρ παραγωγής. Ολόκληρη η ταινία αποτελεί μια απ’ ευθείας αναφορά στο Maltese Falcon. Σαν σύλληψη αυτό δεν είναι κάτι νέο αλλά… Το νέο-νουάρ που προαναγγείλαμε στην αρχή καθορίστηκε απ’ τους κύριους εκπροσώπους του στα 90’s (και λέγοντας κύριους εννοούμε μάλλον τους Coen) σαν μία φιλμική μίξη σαρκασμού, κυνισμού και χιούμορ. Ε λοιπόν το Brick αφήνει στην άκρη τις πλάκες, αν και έχει χιουμοριστική αφετηρία και αστεΐζουσα ροή και μορφή στο λόγο, και καταλήγει μια πολύ αυθεντική ταινία κι αυτό χάρη στην θρησκευτική προσήλωση στους κανόνες. Όλα τα στερεότυπα είναι εδώ αλλά αρκετά χρόνια νεότερα. Ο αναπάντεχα εξαίρετος Joseph Gordon-Levitt ενσαρκώνει ένα φιλμικό ανάλογο της άφταστης κλάσης του Humphrey Bogart, οι γυναίκες δηλητήριο αλωνίζουν στο παρασκήνιο της ιστορίας, μια σειρά από αλλόκοτους γκάνγκστερ εντείνουν τον βαθύ σαρκαστικό σχόλιο για τα οργισμένα νιάτα και ένα τούβλο αντικαθιστά το διαμάντι. Μπορεί οι Coen να έφτιαξαν μια ολόκληρη σχολή με το σινεμά τους αλλά, αν και φτωχό σε ποιότητα, το ειδολογικώς τεχνικά άρτιο Brick αποτελεί το ορθότερο νουάρ που είδαμε εδώ χρόνια στην μεγάλη οθόνη.
Πως επιτυγχάνεται τώρα αυτή η ορθότητα πέραν της σωστής θέσης των ηρώων. Αρχικά συμβάλλουν τα άδεια ντεκόρ και οι κλισέ λήψεις ποτισμένες απ’ την ζάλη της αϋπνίας του πρωταγωνιστή (ο οποίος παίρνει πάνω του ολόκληρη την ταινία - δεν υπάρχει σκηνή που να μην είναι μέσα). Καπνός τσιγάρων, χαλαρή μουσική και τα ρέστα. Οι καταφενέστατα επιτηδευμένοι διάλογοι και οι ανάλογες ερμηνείες, βγαλμένες κατευθείαν απ’ τα 50’s. Ένα καλοστημένο μυστήριο με θύτες και θύματα να μπερδεύονται διαρκώς. Ένα κάρο ερασιτεχνισμοί όπως η απλοϊκή και σπουδαστική χρήση των 4 βασικών πλάνων (δείτε και τις photo) που καταδεικνύουν το πόσο πιστός μαθητής υπήρξε ο Johnson στη σχολή που τέλειωσε. Στην πραγματικότητα πέρα από την πρωτότυπη ιδέα (και την ερμηνεία του Levitt) δεν υπάρχει τίποτα το καλοφτιαγμένο σ’ αυτήν την ταινία, απλά πολλοί ξεχασμένοι «ορισμοί» τέλεια χρησιμοποιημένοι. Φυσικά αυτοί δεν συνιστούν ολοκληρωμένο και κατ’ ανάγκην καλό κινηματογράφο αλλά για τον τύπο ταινίας που εξετάζουμε το Brick αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Επιστροφή στις ρίζες από έναν 30άρη κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είχαμε δει εδώ και χρόνια από άλλους πρωτοκλασάτους σκηνοθέτες. Ίσως τελικά στις Μαύρες Ντάλιες της σημερινής κινηματογραφίας να μην χωράνε υπογραφές και σασπένς. Ίσως οι μεγάλοι Αμερικάνοι σκηνοθέτες του παρελθόντος να είχαν δίκιο που θεώρησαν το νουάρ ένα δύσκολο είδος παρά τις απλοϊκές του φόρμες (εδώ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο ενικός αφού τα «μαύρα» αριστουργήματα χρησιμοποίησαν όλα την ίδια φόρμα). Και για να πω και το παράπονο μου ίσως ο Welles ήταν ο καλύτερος όλων για εκείνο το απίστευτο Touch of Evil…
To Brick φυσικά δεν φτάνει σε τέτοια μεγέθη αλλά μένει να θαύμαζει παρέα με μας με έναν ευχάριστο και για μια αρκετά μεγάλη μερίδα του κοινού ψυχαγωγικό τρόπο… Πιθανολογώ ότι η νέα γενιά αγκάλιασε αυτό το φιλμ επειδή έχει ακούσει αλλά δεν έχει δει μέχρι τώρα κάτι ανάλογο… Για τους υπόλοιπους πιστούς ακολουθητές που βλέπουν στα ασπρόμαυρα, βουτηγμένα στο πηχτό καπνό ενός τσιγάρου όνειρά τους μια μοιραία ύπαρξη να τους ταλαιπωρεί το Έγκλημα στο Κολέγιο (ελληνικός άθλιος τίτλος) κρίνεται απαραίτητο. Κι ας ελπίσουμε ότι από Τούβλο θα γίνει θεμέλιος λίθος για την αναγέννηση του πιο αγαπημένου των ειδών…