Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

Καλή τύχη στους...

Καλή τύχη στον Artist Formerly Known As Harmonica ή κατά κόσμο Γιάννη Βασιλείου ή κατά url


(κι ας ξεκίνησε να γράφει μαλακίες)

και στον goddarόπληκτο
theachilles ή κατά κόσμον Αχιλλέα Παπακωνσταντή ή κατά url


με το Άλλο του Δωμάτιο (κι ας ξεκίνησε να αντιγράφει μαλακίες)

Πολλά και καλά κείμενα εύχομαι νέοι μου :D!

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

The Good Shepherd


Η ιστορία της CIA σαν δραματικό θρίλερ εποχής κι ένας πρωτάρης δημιουργός που σκηνοθετεί σαν κλασικός. Μετά το καθαρά Scorsesικό A Bronx Tale, ο Robert De Niro υπογράφει ακόμη μια ταινία "ενηλικίωσης", αυτής της πιο επιδραστικής μυστικής ομάδας στην ιστορία του 20ου αιώνα. Κι αν το πνεύμα του μεγάλου μέντορά του σχεδόν επισκίαζε το αναπάντεχο εκείνο σκηνοθετικό του ντεμπούτο του 1993, τώρα πίσω απ' την κάμερα βρίσκονται μαζί του σχεδόν όλοι οι μεγάλοι με τους οποίους έχει δουλέψει στο ένδοξο ερμηνευτικό του παρελθόν: Leone, Bertolucci, περισσότερος Coppola και φυσικά Scorsese.

Η δομή και το ύφος που επιλέγει παραπέμπουν καταχρηστικά στους Νονούς και τα Καλά Παιδιά. Ο κόσμος της υπό δημιουργίας CIA ελάχιστα απέχει απ' αυτόν της Μαφίας, αναλογία τρομακτική αν αναλογιστεί κανείς το πραγματικό της δράσης των περισσοτέρων απ' τους χαρακτήρες. Ο νεαρός Μat Damon στρατολογείται στον αναίμακτο για τους πολλούς πόλεμο που τελείται παρασκηνιακά για να αποφευχθεί ένας άλλος μεγαλύτερος και για να αποφασιστεί ποια απ' τις δύο υπερδυνάμεις είναι η ισχυρότερη. Εντούτοις ο De Niro δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει ψυχροπολεμικό κλίμα. Η μοναδική τέτοια φιγούρα σ' ολόκληρη την ταινία είναι ο πρωταγωνιστής ο οποίος αυτεπιβάλλεται σε μια πατριωτική σταυροφορία ενάντια σε ανθρώπους που το μόνο που κάνουν είναι να επιζητούν την εμπιστοσύνη του. Οι σχέσεις εμπιστοσύνης και το καρφί πίσω απ' την αποτυχία μιας αμερικάνικης απόβασης στην Κούβα (η ηχηρή νίκη του Fidel στην Bahia de Cochinos) αναβαθμίζουν σεναριακά τα παιχνίδια κατασκόπων σε ένα καλοστημένο θρίλερ, σφιχτό και στιβαρό, τέλειο αφηγηματικά, κομψό χάρη και στη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Robert Richardson (δουλεύει συνήθως ιδεολογικό αντίθετο του Good Shepherd στην υπόθεση CIA, τον προβοκάτορα Oliver Stone), με πολύ καλές επιδόσεις απ' τους ηθοποιούς του (αλίμονο De Niro είναι αυτός...). Αποτελεί δε επιτομή στο είδος του κατασκοπικού δράματος συνδυάζοντας με επιτυχία πάμπολλες αναφορές απ' το παρελθόν του με μια εις βάθος έρευνα για τον ξακουστότερο κατασκοπευτικό οργανισμό και την κύρια έμπνευση των σχετικών σεναριογράφων. Δεν παραλείπει δε να στηλιτεύσει την δράση της CIA τονίζοντας ακόμη και την αντισυνταγματικότητά της με σκηνές όπως οι τελετουργίες πριν τη δημιουργία της, αλλά και μέσω ενός ρόλου που κρατά ο ίδιος ο σκηνοθέτης και σε κάποια στιγμή τον ακούμε να δηλώνει το ασυμβίβαστο δημοκρατίας, της οποίας είναι λέει οπαδός, και της δουλειάς στην υπηρεσία που ο ίδιος αναπτύσσει.

Περισσότερο κι απ' τη γενική επιτυχία του αναδεικνύει έναν εξαίρετο φιλμοκατασκευαστή για τον οποίο οι σπουδαίοι του δάσκαλοι θα ήταν περήφανοι. Ίσως ήρθε ο καιρός ο "Bobby" να αφήσει την φθίνουσα μπροστά απ' το φακό καριέρα του και να στρογγυλοκαθήσει στην director's chair του. Ταινίες σαν το
Good Shepherd χρειάζονται δημιουργούς σαν κι αυτόν και δυστυχώς στις μέρες μας οι τελευταίοι σπανίζουν. Ο κορυφαίος ερμηνευτής της γενιάς του έχει όλα τα φόντα και την κατάρτιση να αποτελέσει έναν εξ ίσου σπουδαίο σκηνοθέτη. Λίγη παραπάνω τόλμη χρειάζεται...

Images


Στα 70's ο Robert Altman αρχίζει να μοιράζει αριστουργήματα, με πρώτο και ενδεικτικότερο ίσως το McCabe and Mrs Miller. Με την πολυετή του απασχόληση στο τηλεοπτικό τμήμα της Warner (της σειρές της οποίας προέβαλλε το κραταιό ABC) έχει παράλληλα διαμορφώσει το καθαρά δικό του σκηνοθετικό στυλ που από νωρίς τον ήθελε διαχειριστή πολλών ετερόκλητων χαρακτήρων και διεκπεραιωτή των πλέον καυστικών ιστοριών (μερικές φορές νομίζω ότι ο όρος "ψηφιδωτό χαρακτήρων" εφευρέθηκε γι' αυτόν).

Όσοι έχουν ένα έστω μικρό δείγμα του έργου του καταλαβαίνουν πως τυπικός Altman σημαίνει εντελώς ασύμβατος κινηματογράφος. Γι' αυτό και συνήθως στις αναφορές στον δημιουργό απουσιάζει το εκπληκτικό
Images, μια ταινία ταγμένη ολοκληρωτικά στο είδος της (ψυχολογικός τρόμος) και ταυτόχρονα απόδειξη του πρώιμου μεγαλείου του σκηνοθέτη.

Οι βασικές επιλογές του Altman καθιστούν την ταινία αρχετυπική: τίποτα πιο κλασικό για μια ταινία τρόμου τοποθετημένη σε ένα εξοχικό στο δάσος, τίποτα το λιγότερο αναμενόμενο από μια νοητικά και ψυχικά διαταραγμένη απομονωμένη ηρωίδα, φυσικά δεν ξεχνάμε και το φινάλε με την αποκάλυψη στο μπάνιο. Η χρήση της κάμερας, που ασπάζεται το βλέμμα της πρωταγωνίστριας στις περισσότερες των περιπτώσεων, και η ατμοσφαιρική φωτογραφία, πάντα σε συνδυασμό με τα δάση της Ιρλανδίας, βοηθούν την εξαιρετική Susannah York να αποδώσει τη σύγχυση του χαρακτήρα της (μάλιστα για αυτό το ρόλο της βραβεύτηκε στο φεστιβάλ των Καννών). Είναι τα φαντάσματα που συναντά προϊόν της de facto ζωηρής φαντασίας της (η κυρία τυγχάνει συγγραφεύς) ή οι μεταφυσικές της εμπειρίες εμπεριέχουν κάτι το απτό όπως φαίνεται να προκύπτει απ' τις μαρτυρίες των γύρω της..;

Ο σκηνοθέτης για την τελική λύση του μυστηρίου θέλησε να θέσει τη συγγραφέα συνηρπασμένη απ' την πρόοδο της σχετικά με το παιδικό μυθιστόρημα που ετοιμάζει και κατ' επέκταση εύκολο έρμαιο της ίδιας της φαντασίας. Το ευτύχημα γι' αυτόν ήταν ότι η πρωταγωνίστρια κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έγραψε στ' αλήθεια το βιβλίο που αφηγείται σε όλη την ταινία (ονομάζεται In Search of Unicorns). Έτσι, τουλάχιστον μέχρι το οργιώδες βράδυ της Kathryn/York, η ταινία ακολουθεί την μεταφυσική τροπή που γεννά η φαντασία της συγγραφέως. Με την εξόντωση και του τελευταίου της "εχθρού" (που δεν θα μπορούσε να είναι άλλος απ' τον ίδιο της τον εαυτό) ο Altman είναι έτοιμος να ανατρέψει το φαινομενικό θρίαμβο του φανταστικού προς όφελος ενός ορθολογιστικού τρόμου (που, σας πληροφορώ, προκύπτει από μια εντελώς αληθινή πάθηση).

Ο τρόπος που επιτυγχάνεται αυτή η ανατροπή, αν και υποδειγματικός, "κατάφερε" να μπερδέψει τους περισσότερους απ' το κοινό των φεστιβάλ της εποχής. Το Images αν και αγοράστηκε απ' την Columbia στην αγορά των Καννών τελικά δεν βρήκε καν κανονική διανομή στις αίθουσες.

O Altman παρ' όλη την κακομεταχείριση της ταινίας του είχε παίξει με τους κανόνες που δέχονταν όλοι (θυμίζουμε τότε ήταν ήδη σε θέση να επιβάλλει τους δικούς) και είχε κερδίσει. Το ότι δεν το κατάλαβε σχεδόν κανείς θα μπορούσε να είναι η αυταπόδειξη (αστειεύομαι προφανώς), πάνω απ' όλα όμως πήρε τα πιο σφοδρά κλισέ των ψυχολογικών θρίλερ (και της χιτσκοκικής κυρίως παράδοσης) και με την ορθή χρήση τους προς δόμηση μιας αγχωτικής ατμόσφαιρας, έφτιαξε ένα συναρπαστικό και διόλου συνηθισμένο φιλμ.

ΥΓ. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος κι ακόμη να το χωνέψω.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2007

Reign Over Me


Κάθε φορά που βγαίνει ένα 9/11 φιλμ η πρώτη μου σκέψη είναι πάντα η ίδια: "σαν πολύ νωρίς δεν είναι;". Για την φετινή επέτειο διάλεξα το Reign Over Me, ακόμη φρέσκο στο βίντεο κλαμπ της γειτονιάς σας.

Κι όμως έχουν περάσει 6 χρόνια.

Σκέφτομαι ότι αυτή την ιδέα του πρόωρου μου την καλλιεργούν και τα ίδια τα φιλμ που ασχολούνται με την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Ο
Greengrass για παράδειγμα στο United 93 και ο Stone στο ηρωικό του άσμα World Trade Center, κινηματογραφούν το γεγονός σαν χθεσινό.

Κι όμως έχουν περάσει 6 χρόνια! Απ' τη μέρα που κυρήχθηκε ο πόλεμος κατά της αόρατης τρομοκρατίας, αλλάζοντας άρδην το πολιτικό σκηνικό σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο. Απ' τη
"μέρα που σταμάτησε να γυρίζει η Γη" όπως χαρακτηριστικά τραγουδούσαν οι Αμερικάνοι. Υπήρχαν όμως και οι πιο αισιόδοξοι που άκουγαν το Rising του Bruce Sprinsteen, το πρώτο κομμάτι αστικής τέχνης που ασχολήθηκε με την επίθεση στο κέντρο της Ν. Υόρκης (μαζί με το 28th Hour για να μην ξεχνάμε τα δικά μας). Είμαι 100% σίγουρος πως ένας απ' αυτούς ήταν και ο σκηνοθέτης Mike Binder.

Το
Reign Over Me αποτελεί την πρώτη σοβαρή του δουλειά. Όχι επειδή η ταινία εμπεριέχει δραματουργία της προκοπής. Αποφεύγει παρ' όλ' αυτά να γίνει ένα ακόμη παρωχημένο δράμα χαρακτήρων χάρη στην... καταγωγή των τελευταίων. Ο Adam Sandler υποδύεται έναν άνδρα που έχει χάσει την υπόλοιπη οικογένειά του στις επιθέσεις. Ο Don Cheadle απ' την άλλη είναι ένας συμφοιτητής του απ' την οδοντοϊατρική που τον αναγνωρίζει στον δρόμο και προσπαθεί να αναθερμάνει την φιλική τους σχέση, την οποία ο μέχρι και πρώην συγκάτοικός του δείχνει να έχει ξεχάσει, όπως και ολόκληρη την προ 9/11 ζωή του. Το κρίμα στην ταινία είναι ότι οι δορυφορικές διαπροσωπικές σχέσεις που παρουσιάζονται (η δικαστική διαμάχη με τα πεθερικά του πρώτου, η οικογενειακή κατάσταση και οι πελάτες του χαρακτήρα του Cheadle) ποσώς μας αφορούν, τουλάχιστον όπως παρουσιάζονται απ' τον Binder (o ίδιος ο σκηνοθέτης κρατάει έναν μικρό μα κρίσιμο ρόλο). Αξίζει όμως να επικεντρώσει στις σκηνές μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών και ας δούμε το γιατί.

Με την πτώση των διδύμων το πλήγμα το δέχεται η Αμερική. Παρουσιάζεται ως παγκόσμιο, γεννά μια προπαγάνδα που εν τέλει αποτυγχάνει, αφήνει ανοιχτές πληγές και μια κοινή γνώμη παγιδευμένη μεταξύ περηφάνιας (που επιβάλλει το "κουράγιο") και τρομολαγνείας (που επιβάλλει δράση). Μπερδεμένη σίγουρα όπως ο οδοντίατρος του
Don Cheadle. Τα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει η υπόλοιπη υφήλιος (και περισσότερο οι Ευρωπαίοι) ανέλυσε, σχολίασε και κατέληξε για το πως θα πρέπει να αντιδράσει η Αμερική στο μεγαλύτερο όσο και αναπάντεχο πρόβλημα που της προέκυψε. Λόγια και σκέψεις που προφανώς δεν είχαν καμία αξία γιατί στην απόλυτη πραγματικότητα (και είναι πραγματικά εντυπωσιακό) ο μέσος Αμερικάνος βρίσκεται συνειδησιακώς σ' ένα ιδιότυπο απυρόβλητο (πιθανώς αν δεν είχαν αναπτυχθεί τέτοιοι μηχανισμοί δεν θα υπήρχε και η 11η).

Όταν βλέπεις όμως όλες αυτές τις απόψεις, των απ' έξω, ενσωματωμένες σε μια mainstream αμερικανική παραγωγή το πράγμα διαφέρει. Στο Reign Over Me παρακολουθούμε απ' την μία μια Αμερική που προτιμά να ξεχάσει τα όσα έγιναν (και να αντιδρά βίαια όταν της το θυμίζουν - με μια ακόμη επίθεση στο Ιράκ ας πούμε) κι απ' την άλλη την Αμερική που προσπαθεί να ανανήψει αλλάζοντας συνήθειες (συμπεριφορά και στάση). Είναι στιγμές που η ταινία μοιάζει απεγνωσμένη έκκληση στη λογική του Αμερικάνου θεατή, πάντοτε μακριά από ηρωισμούς και περιπέτειες.

Χρησιμοποιώντας μάλιστα ο Binder πλείστες αναφορές σε πάσης φύσεως λαοφιλείς δημιουργίες (από δίσκους μουσικής μέχρι videogames) προσφέρει ένα παραπάνω κίνητρο. Κορυφαία έμπνευση της ταινίας ο παραλληλισμός των δύο κεντρικών χαρακτήρων με το River του Bruce Springsteen (ευνόητοι οι λόγοι της παρουσίας του Boss) και το διαταραγμένο Quadrophenia (απ' όπου δανείζεται τον τίτλο και πολλά χαρακτηριστικά για τον χαρακτήρα του Sandler).

Το προαναφερθέν κρίμα βέβαια παραμένει...

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2007

The Invasion


Τουλάχιστον, μέρες που 'ναι, κάποιοι θα βρουν στο τραβεστί Invasion που ανοίγει την Πέμπτη την πιο αρμοστή αλληγορία για τις εξίσου τραβεστί βουλευτικές μας: Ότι βγαίνει απ' το στόμα τους μπορεί να σε μολύνει. Άμα σε πιάσουν στον ύπνο κινδυνεύεις να γίνεις ένας απ' αυτούς. Μοιάζουν μ' εσένα αλλά στην πραγματικότητα είναι εξωγήινοι που ήρθαν να κατακτήσουν τον κόσμο (ξεφύγαμε!!!). Όσο κι αν διατείνονται ότι δουλεύουν για το καλό σου, μέσα σου ξέρεις ότι ο συναισθηματικά κενός κόσμος τους δεν σε αφορά. Ο μόνος τρόπος να τους ξεγελάσεις είναι να φέρεσαι σαν ένας απ' αυτούς. Έτσι σε αφήνουν ήσυχο.

Δεν υπάρχει πιο αισιόδοξος τρόπος να δεις το άστοχο αυτό remake στο κλασσικό
Invasion of the Body Snatchers, που προφανώς δεν δημιουργήθηκε σαν αντί-προπαγάνδα κατά των εκλεκτών κομματαρχών μας, άλλα όπως και να το κάνουμε, απ' τη μέρα που ο Finney δημοσίευσε το πρώτο επεισόδιο της διάσημης και πολυδιασκευασμένης ιστορίας του, αυτή τήκτει μια γενικότερη πολιτική ιδέα. Η παραλίγο ταινία του Hirshbiegel, αποτελεί την 4η κινηματογραφική της μεταφορά. Οι δυο πρώτες απ' τις τρεις προηγούμενες*, πέτυχαν με το να πάρουν αυτή τη γενική (όπως και προφανή) ιδέα και να την εκσυγχρονίσουν, ανάλογα πάντα με την πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ. Το καινούργιο Invasion προσπαθεί αλλά αποτυγχάνει, χάνοντας το παιχνίδι στο δεύτερο μέρος του, όπου η Nicole Kidman τρέχει και δεν φτάνει. Νύξεις υπάρχουν αλλά δεν είναι αρκετές. Ποιος πιστεύω ότι φταίει για την τελική μετριότητα; Σίγουρα όχι ο σκηνοθέτης.

Ο
Hirshbiegel έχει στο παρελθόν δώσει σπουδαία δείγματα κινηματογραφικής γραφής. Στο κάλεσμα του Hollywood υποθέτω πως απάντησε με ένα σφιχτό κλειστοφοβικό θρίλερ αγωνίας φιλμάροντας λίγο απ' το αδιέξοδο της ανθρωπότητας (κάτι τέτοιο τουλάχιστον διαφαίνεται απ' την αρχή του φιλμ). Ποια ήταν η άποψη των παραγωγών για την ταινία που τους παρέδωσε; "Πολύ καλλιτεχνικό"!!!!!!! Πολύ καλλιτεχνικό αν έχετε το Θεό σας!!! Έτσι το project ανέλαβαν οι διάσημοι αδερφοί Wachowski και η γνωστή βιτρίνα τους, ο James McTeigue, κι απ' ότι είδαμε το "τακτοποίησαν" ασυστόλως, με συμπληρωματικά γυρίσματα και καινούργιες σκηνές (εννοείται ότι κι αυτοί οι άνθρωποι δεν φέρουν καμία ευθύνη).

Θα είχε πιστεύω τρομερό ενδιαφέρον να βλέπαμε την ταινία όπως την οραματίστηκε αρχικά ο Γερμανός... Δεν είναι ότι του έχω εμπιστοσύνη, απλά με τις μέχρι τώρα παραστάσεις πιστεύω ότι δύσκολα θα έφτιαχνε, με τέτοια πρώτη ύλη κάτι, τόσο μέτριο.


*Το (τρίτο στη σειρά) φιλμ του αγαπημένου
Ferrara την αφήνουμε στην άκρη ως σινεματικό παράδοξο.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2007

Walk the Line


Η κινηματογραφική βιογραφία, είδος που αναγκαστικά εμπεριέχει ιστορία μέσα του (και ως όλοι γνωρίζουμε πια η ιστορία δεν μπορεί να είναι αντικειμενική), έχει διαβρωθεί ανεπανόρθωτα. Οι κάποτε αιχμηρές ακμές των πολιτικών βιογραφιών ή τα biopics αθλητών και καλλιτεχνών που σκόπευαν παιδαγωγικά σχεδόν να εμπνεύσουν, έχουν πια στρογγυλέψει (κατά κανόνα προς όφελος του πρωταγωνιστή τους). Παράλληλα, σε ένα αναπάντεχα επιτυχημένο και επίκαιρο στο Hollywood (και τα ταμία) είδος κανένας προσωπογράφος δεν δύναται πια να ξεπεράσει το μοντέλο του.

Απ' τον κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε ο απονευρωμένος (όπως τον λέει κι ο φίλτατος
Μπουκάτσας) James Mangold. Ο σκηνοθέτης αποδεικνύεται ακαδημαϊκότερος των όσων προμήνυε το ελπιδοφόρο ξεκίνημά του, αλλά όχι τόσο όσο ο Taylor Hackford του Ray για παράδειγμα. Αρκούντως καταστρεπτικός πάντως για την ταινία του Johnny Cash.

Βασισμένο στα λόγια του ίδιου του μαυροντυμένου τροβαδούρου (όπως καταγράφηκαν στην αυτοβιογραφία του) το φιλμ θα μπορούσε τουλάχιστον να αντλήσει λίγο απ' το πνεύμα του πρωταγωνιστή της, διαφοροποιώντας τη φόρμα και το θέμα της απ' τα πολυάριθμα hits του είδους. Η πολυτάραχη ζωή του Cash άλλωστε προσφέρεται για κάτι τέτοιο (απ' τις φορές που η εμπεριεχόμενη ιστορία αβαντάρει την κινηματογραφική βιογραφία). Αντ' αυτού ο Mangold επιλέγει τα πάντα να αρχίσουν και να τελειώσουν στο live του Folsom Prison, ήτοι στην πιο αναγνωρίσιμη για το ευρύ κοινό στιγμή της καριέρας του. Τελικά προκύπτει άλλος ένας ματαιόδοξος αντιήρωας με βαριά σκιά και μεγάλα πάθη. Για μια ακόμη φορά παρακολουθούμε την άνοδο, την πτώση και την κάθαρση, μέσω μετρίων μάλιστα μιμητών (πέραν της επανάληψης του σχήματος τα πράγματα δεν ήταν και καθόλου έτσι με τον Johnny).

Σχετικά πρόσφατα πέτυχα ένα ντοκιμαντέρ στο Biography, παχυλό κι αφιερωμένο στον μακαρίτη. Ήταν απείρως συναρπαστικότερο απ' το Walk the Line.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Paprika


Η ψυχολογία και η ψυχανάλυση όπως εμφανίζονται στην πιο συγγενή τους τέχνη, τον κινηματογράφο, έχουν για χρόνια μείνει στάσιμες. Στη μελέτη του υποσυνείδητου προσπάθησαν να συνεισφέρουν πολλοί, όπως ο David Lynch που επιστημονικά μιλώντας μάλλον έφτασε στην πιο ακριβή αποτύπωσή του. Δεχόμενοι την παραδοσιακή ψυχανάλυση και τοποθετώντας τα όνειρα στην περιοχή του υποσυνείδητου, βλέποντας το Paprika ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά όπως οι ήρωες της ταινίας.

Είχα γράψει κάποτε ότι τον σουρεαλισμό πραγματικά τον βιώνουν μόνο οι εθισμένοι σε ουσίες και οι ετοιμοθάνατοι. Επίτηδες δεν αναφέρω όσους κοιμούνται. Το υποσυνείδητο δεν αναφέρεται σε πραγματικές καταστάσεις (ή τουλάχιστον αυτό που οι νοητικά στιβαροί προσδιορίζουν ως πραγματικό). Η περιοχή είναι υπερρεαλιστική από μόνη της δεν χρειάζεται καμιά δράση για να γίνει τέτοια. Τα όσα συμβαίνουν εκεί υπερβαίνουν ρεαλιστικής εξήγησης, αλλά η ανάγκη για την αποτύπωση της και την ερμηνεία της παραμένει. Ο σουρεαλισμός λοιπόν η μόνη οδός για να απεικονίσουμε τα όνειρα; Σίγουρα, ειδικά αν κοιτάξει κανείς το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου, του μεγαλύτερου καλλιτέχνη-ψυχαναλυτή που γνώρισε τούτη η χώρα.

Θέση που οι επίδοξοι Ανδρέες αυτού του κόσμου θα βρουν μπροστά τους: Όταν μπλέκει κανείς όνειρο με πραγματικότητα έχει πρόβλημα, είθισται να κρίνουμε σε τρία επίπεδα, αισθήσεις-σκέψη-ένστικτο. Έστω ένα να είναι ανενεργό, όπως όταν κοιμόμαστε, τότε κρίνουμε λανθασμένα.

Στην ταινία δυστυχώς μέσω ενός επιστημονικού κατασκευάσματος, μιας συσκευής ονόματι DC-Mini, τα όνειρα πραξικοπηματικά εισβάλλουν στις ζωές των ψυχαναλυτών και ψυχαναλυόμενων πρωταγωνιστών. Υπάρχει άρα πρόβλημα ή μάλλον προβλήματα. Το βασικότερο εξ αυτών είναι ότι το τολμηρό, σε αισθητικές επιλογές και αφηγηματική δομή, υπερρεαλιστικό φιλμ του πρώτου μέρους εκφυλίζεται στη συμβατική πλοκή και δράση της τελικής αναμέτρησης. Ο Satoshi Kon, απ' τους σύγχρονους μάγους του παραδοσιακού animation, αποδεικνύεται κακός διαχειριστής μιας πολύ καλής ιδέας, μη έχοντας τι να κάνει τα όνειρα και τους εφιάλτες του τα διαλύει στο τέλος.

Ο σκηνοθέτης τουλάχιστον καταφέρνει να περάσει και στο Paprika μέρος της δικιάς του καθαρά κινηματογραφικής (με την κανονικότερη έννοια που μπορείτε να φανταστείτε) αναζήτησης. Αυτό γίνεται με εμβόλιμες σκηνές άμεσα αναφερόμενες σε κινηματογραφικές τεχνικές αλλά και με τον χαρακτήρα του αστυνόμου-σκηνοθέτη που ονειρεύεται συνεχώς την ίδια καταδίωξη, αλλά σε διαφορετικό κινηματογραφικό είδος. Έτσι επιτυγχάνεται και ο επιθυμητός συσχετισμός μεταξύ της υπαρκτής εναλλακτικής πραγματικότητας του υποσυνείδητου (την οποία αποτελούν τα όνειρα) και της φιφτίχ που αποτελεί το σινεμά. Χαρακτηριστικά θέλοντας να μάθει τη συνέχεια της δράσης ο αστυνόμος Kogawa μπαίνει σε μία αίθουσα προβολών... Η παραπάνω σκηνοθετική παρέμβαση στο μύθο αποτελεί και το καλύτερο σημείο της ταινίας όπως και η επιλογή του Kon να κάνει animation ταινίες για ένα αμιγές και διαφορετικό κάθε φορά είδος τον κάνει να ξεχωρίζει απ' το σωρό, τους πάμπολλους Ασιάτες ανιμάδες που επιμένουν χρόνια τώρα στον ουμανισμό και την επιστημονική φαντασία. Υπάρχει και κάτι μεμπτό όμως που προκύπτει απ' τη μέχρι τώρα πορεία του: ενώ ο ίδιος επιμένει στις βασικές αρχές τις τέχνης του και τεχνικά κι αισθητικά εξελίσσει το animation του (το Paprika πηγαίνει την εμψύχωση ένα βήμα παραπέρα), μέχρι στιγμής δεν δείχνει διατεθειμένος να εξελίξει περαιτέρω τις εκφραστικές δυνατότητές του, οι οποίες όπως έχει αποδειχθεί κυρίως από Ευρωπαίους καλλιτέχνες είναι τεράστιες. Είναι σίγουρο πως μεγάλο μέρος του ποιοτικού σινεμά κρύβεται σε σχέδια και ζωγραφιές που απαιτούν ψηφιακή επεξεργασία για να ζωντανέψουν. Όσο πιο γρήγορα επέλθει η συμφιλίωσή τους με το κινηματογραφικό παρελθόν τόσο καλύτερα για όλους, θεατές και δημιουργούς. Αν δεν το κάνει (και) ο Kon, που δείχνει ότι έχει τις γνώσεις και μπορεί, τότε ποιος;

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2007