Η νέα ταινία του Θάνου Αναστόπουλου (Όλο το βάρος του κόσμου, το εξαίρετο κι αδικημένο ντεμπούτο του) βασίζεται μερικώς και αορίστως σε πραγματικά γεγονότα. Μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα Αλβανίας - Ελλάδας μετανάστες πανηγύριζαν στους δρόμους της Αθήνας, προκλητικά θα πουν μερικοί ηλίθιοι, την νίκη της ομάδας τους με αποτέλεσμα να γίνουν στόχος για άκρως επικίνδυνους εθνονταήδες. Σε μια απ' τις αναπόφευκτες συμπλοκές ο Γιώργος Σημαιοφορίδης, κεντρικός ήρωας της διόρθωσης, σκοτώνει έναν Αλβανό ξυλοκοπώντας τον στα σκαλιά του μετρό. Φυλακίζεται και τέσσερα (!!!) χρόνια μετά βγαίνει με αναστολή αναζητώντας την σύντροφο και το παιδί του αλλοδαπού. Πλέον πρέπει πέρα απ' το δυσοίωνο παρόν του ως απόκληρος, να διορθώσει και τα λάθη του παρελθόντος...
Οι κοινωνικοί άξονες γύρω απ' τους οποίους περιστρέφεται η (καθαρά) πολιτική ταινία είναι ο εθνικισμός-χουλιγκανισμός (εδώ ταυτόσημα) και η ζωή των μεταναστών. Γι' αυτό και ο πρωταγωνιστής θα περάσει απ' τα παλιά στέκια των τραμπούκων φίλων του αλλά τελικά θα καταλήξει να δουλεύει σε ψητοπωλείο με Αλβανό ιδιοκτήτη. Η αλήθεια είναι ότι ο σκηνοθέτης θέτει στην συμφιλίωση του ήρωα με το περιβάλλον του όρους εντελώς ψεύτικους γι' αυτό και σε πολλά σημεία η ταινία πάσχει δραματουργικά. Το συναισθηματικό κενό όπως αποτυπώνεται στο ανέκφραστο πρόσωπο του ηθοποιού Γιώργου Σημεονίδη και η ελλειπής προσέγγιση σε δύο ούτως ή άλλως "κουκουλωμένα" θέματα απ' την ελληνική καθημερινότητα φτάνουν να μιλούν για μια διόρθωση που υπ' αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατον να συμβεί.
Σε πρώτο πλάνο λοιπόν υπάρχει πάντα ένας προβληματισμός που αμβλύνει (ωρολογιακές) καταστάσεις. Αν ψάξει όμως κανείς την πολιτική θέση του Αναστόπουλου μάλλον θα την βρεί στο φόντο. Ο σκηνοθέτης μ' αυτόν τον τρόπο επιστρέφει σε ένα σινεμά που έπαψε να υπάρχει μετά την ανόμαλη μετάβαση απ' την δικτατορία στην προεδρευομένη, σινεμά καταγραφής παρά γραφής.
Ο εθνικιστής Σημαιφορίδης (όνομα και πράγμα) γεννήθηκε το 1974. Έφτασε μια μέρα να σκοτώσει με την ελληνική σημαία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Το 1974 η Ελλάδα υποτίθεται ότι εξαλείφει τα άκρα της. Ψέμα... Η μεταπολίτευση έφερε την ουδετερότητα στο μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων, αλλά διατήρησε τους πόλους. Η παραδειγματική τιμωρία των Συνταγματαρχών ήταν λαϊκή απαίτηση. Δεν ήρθε και προέκυψε η 17Ν. Απ' την άλλη μεριά όταν βολεύτηκε κι ο τελευταίος της περίφημης γενιάς του Πολιτεχνείου βρήκαν πάτημα οι εθνικιστές και οι κρυφοφασίστες άρχισαν να γίνονται φανεροί. Η Αθήνα της ταινίας δεν είναι πόλη-σκηνικό είναι πραγματικότητα, γι' αυτό γεγονότα και ειδήσεις, όπως η αναστάσιμος ακολουθία παρουσία του Αρχιεπισκόπου και τα πραγματικά εξώφυλλα για τη δολοφονία του Φιλόπουλου, συνοδεύουν κάθε κίνηση του πρωταγωνιστή. Οι χούλιγκανς τελικά είναι ότι και οι παρελάσεις, ότι είναι και η εθνικιστική ομιλία του Χριστόδουλου στο Σύνταγμα, ότι και οι μυστικές ομάδες που περνάν τη μέρα τους στα γυμναστήρια ώστε μια μέρα να βγουν να πλακώσουν έναν αλλοδαπό. Η Ελλάδα ως φασιστικό κατάλοιπο.
Αν η διόρθωση έχει σκοπό να αλλάξει τον ήρωά της έχει αποτύχει παταγωδώς. Ως καθρεύτης μιας πολιτικής πραγματικότητας όμως δεν χαρίζεται σε κανέναν. Κάποτε τέτοιες ταινίες ήταν επιτακτικά αναγκαίες. Ο Αναστόπουλος υπόγεια αποδεικνύει ότι 25 χρόνια μετά η ανάγκη υπάρχει ακόμα.
2 σχόλια:
Εισαι πιό ψυχραιμος από μενα και πιο νεος φυσικα. Φταιει που ειμαι παρορμητικος. Φταιει που φετος απο τις 14 ελληνικες ταινίες η μονη που περιμενα πραγματικα να..μιλήσει ηταν αυτή του Αναστόπουλου. Και θύμωσα γιατι δεν μίλησε, αλλα κατεγραψε. Σαν το διεθνες παρατηριο του Ελσίνκι. Ο κοσμος χανεται συρρικνώνεται. Τα παιδια τρελαίνονται. Οι φασιστες ειναι οι θεματοφυλακες της δημοκρατικης κοσμιότητας. Κι ουτε μυτη δεν ανοιγει. Ουτε μια σκληρη ταινία γι αυτο. Ουτε ενα ουρλιαχτό. Μονο σιωπηλη παρατηρηση. Σα τα σκυλια που γλυφουν τις πληγες τους.
Κουράστηκα. Κουραστηκα να τους δινω αλλοθι. Θέλω δραση τωρα. Α ρε Νικολαιδη γελας απο κει που εισαι. Γελας με την πολιτικαλ κορεκτ παλιοκατάσταση μη και θιγουν οι θεσμοι, της μασας ,της κονόμας. Εβλεπα τη ταινια και σκεφτομουνα τον αλλο μακαριτη τον Τασο Μιχαηλίδη. Α ρε πως καταντήσαμε ετσι. Να μας ενθουσιάζει το "πρεπον" κι οχι το "αληθινο".
Δεν διαφωνω μαζι σου. Απλα αυτο το ξεσπασμα ειναι απόρροια μιας προσωπικης αντίστασης χωρις κέρδος τοσα χρόνια και το'χα ανάγκη. Αλλιως ,δε λέει... να καίω για τη χαμένη νιότη μου, γέρος άνθρωπος. Ε?
Για την ταινία δεν μπορώ να πω, αφού δεν την είδα ακόμα, αλλά τουλάχιστον για το κείμενό σου, νομίζω ότι καλύπτει ακόμα και μέρος της ανάγκης του Τέλλου σε εκφραστικότητα και κρίσιμους υπαινιγμούς - που προσωπικά πάντοτε προτιμώ, κατ' αρχήν, από τις μεγαλοφωνές.
Δημοσίευση σχολίου