"Ο Στάνλεϊ Φίλιπς, πατριώτης και πατέρας δύο μικρών κοριτσιών, βρίσκεται σε ένα τρομερό δίλημμα όταν μαθαίνει πως η σύζυγός του, Γκρέις, σκοτώθηκε ενώ υπηρετούσε στο Ιράκ. Πώς θα πει στις κόρες του πως η μητέρα τους έχει φύγει από τη ζωή; Ο Στάνλεϊ προσπαθεί να κερδίσει λίγο χρόνο πηγαίνοντας ένα αυθόρμητο ταξίδι με τις κόρες του σε ένα θεματικό πάρκο στη Φλόριντα. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού θα συναντηθεί με τον φιλελεύθερο αδερφό του, ενώ προσπαθεί να ανακουφίσει τη θλίψη του τηλεφωνώντας στο σπίτι, ώστε να ακούσει τη φωνή της Γκρέις στον τηλεφωνητή."
Ο ελληνικός τίτλος ("Όταν έφυγε η Γκρέις") αδικεί τον υπαινιγμό του original. Γιατί η grace έχει εγκαταλείψει προ πολλού το συντηρητικό αμερικανικό κράτος. Τα θύματα ενός ακόμα πολέμου είναι απλά μία απ' τις παραμέτρους που οδηγούν εκεί. Η Grace Phillips της ταινίας είναι ένα απ' αυτά. Σύζυγος του πρώην στρατιωτικού και θερμού ρεπουμπλικάνου Stanley αφήνει πίσω της δύο ανήλικα κορίτσια και μια δυσβάσταχτη αλήθεια που ο υπεύθυνος φοβάται να τους αποκαλύψει. Αντ' αυτού μάλιστα αποφασίζει να τα πάει βόλτα στους Enchanted Gardens.
Στη συγκινητική ιστορία που αναπλάθει ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης James C. Strouse τις πολιτικές νύξεις συμπληρώνει μια καθ' όλα προσεγμένη δραματουργία. Αρχικά κινηματογραφείται με κλινικό τρόπο η Αμερική που ζει από και για τους τύπους, γι' αυτό και η κάμερα θα επιμείνει στα τακτοποιημένα δωμάτια, στην προκάτ αντίδραση των στρατιωτικών, στο καλογυαλισμένο πόμολο της πόρτας που κλείνει (το στυλ του σ' αυτό το σημείο ταιριάζει απολύτως με τον τίτλο). Με όχημα όμως, όχι το σενάριο, αλλά την εξαιρετική ερμηνεία του John Cusack σταδιακά αλλάζει ύφος παρουσιάζοντας την ψυχολογική κατάρευση του ήρωά της, για να παραδοθεί τελικά στον συναισθηματισμό της αναθεωρημένης τελικά σχέσης μεταξύ των κοριτσιών και του πατέρα. Η ταινία ακολουθεί ακριβώς την μεταστροφή του πρωταγωνιστή της και σε πρώτο επίπεδο, εκεί που θέλει να ευαισθητοποιήσει το κοινό για τις παράπλευρες-εσωτερικές απώλειες του πολέμου στο Ιράκ και να συγκινήσει, πετυχαίνει πλήρως το σκοπό της.
Μοιραία όμως καταλήγει να εξελίσσεται εις βάρος της αρχικής πολιτικής θέσης. Η διαπίστωση που αποτυπώνεται στις αποφάσεις του αυστηρού πατέρα και θέλει την ρεπουμπλικάνικη εξουσία να αποκρύπτει επιμελώς το τι πραγματικά συμβαίνει στη Βαγδάτη, φροντίζοντας οι πολίτες να έχουν κάτι άλλο για ν' ασχοληθούν (όπως ακριβώς ο Phillips που πάει εκδρομή τις κόρες του), παραμένει μια απλή αναφορά προς εσωτερική κατανάλωση. Το σχόλιο της λειτουργεί αποκλειστικά εντός των αμερικανικών συνόρων. Τουλάχιστον ο Strouse έχει φροντίσει να χωράει στην σύνοψη κι έτσι συντηρείται και μετά τους τίτλους τέλους. Γιατί απ' την μέση περίπου του φιλμ, όταν ξεμπερδεύουμε και με τον liberal Alessandro Nivola, βλέπουμε μια εντελώς ξεκομμένη απ' την πολιτική ταινία...
Αξιόλογη όπως και να 'χει η προσπάθεια του σκηνοθέτη που με το επιτηδευμένα άτεχνο ντεμπούτο του αφήνει πολλές υποσχέσεις. Εντυπωσιακός ο Cusack που για τρίτη φορά στην καριέρα του δίνει όλο του το είναι σε μια ταινία (οι πρώτες δύο τα High Fidelity και Grosse Point Blank), χαιρόμαστε δε που είναι έτοιμος να το ξανακάνει συνεχίζοντας "πολιτικά" με το War Inc. Σημειώστε επίσης δυο σημαδιακές guest εμφανίσεις: η Marisa Tomey κοσμεί την οθόνη για λίγα δευτερόλεπτα ως λουόμενη στην πισίνα ενός ξενοδοχείου ενώ την μουσική της ταινίας υπογράφει ο "ρεπουμπλικάνος" Clint Eastwood.
Ο ελληνικός τίτλος ("Όταν έφυγε η Γκρέις") αδικεί τον υπαινιγμό του original. Γιατί η grace έχει εγκαταλείψει προ πολλού το συντηρητικό αμερικανικό κράτος. Τα θύματα ενός ακόμα πολέμου είναι απλά μία απ' τις παραμέτρους που οδηγούν εκεί. Η Grace Phillips της ταινίας είναι ένα απ' αυτά. Σύζυγος του πρώην στρατιωτικού και θερμού ρεπουμπλικάνου Stanley αφήνει πίσω της δύο ανήλικα κορίτσια και μια δυσβάσταχτη αλήθεια που ο υπεύθυνος φοβάται να τους αποκαλύψει. Αντ' αυτού μάλιστα αποφασίζει να τα πάει βόλτα στους Enchanted Gardens.
Στη συγκινητική ιστορία που αναπλάθει ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης James C. Strouse τις πολιτικές νύξεις συμπληρώνει μια καθ' όλα προσεγμένη δραματουργία. Αρχικά κινηματογραφείται με κλινικό τρόπο η Αμερική που ζει από και για τους τύπους, γι' αυτό και η κάμερα θα επιμείνει στα τακτοποιημένα δωμάτια, στην προκάτ αντίδραση των στρατιωτικών, στο καλογυαλισμένο πόμολο της πόρτας που κλείνει (το στυλ του σ' αυτό το σημείο ταιριάζει απολύτως με τον τίτλο). Με όχημα όμως, όχι το σενάριο, αλλά την εξαιρετική ερμηνεία του John Cusack σταδιακά αλλάζει ύφος παρουσιάζοντας την ψυχολογική κατάρευση του ήρωά της, για να παραδοθεί τελικά στον συναισθηματισμό της αναθεωρημένης τελικά σχέσης μεταξύ των κοριτσιών και του πατέρα. Η ταινία ακολουθεί ακριβώς την μεταστροφή του πρωταγωνιστή της και σε πρώτο επίπεδο, εκεί που θέλει να ευαισθητοποιήσει το κοινό για τις παράπλευρες-εσωτερικές απώλειες του πολέμου στο Ιράκ και να συγκινήσει, πετυχαίνει πλήρως το σκοπό της.
Μοιραία όμως καταλήγει να εξελίσσεται εις βάρος της αρχικής πολιτικής θέσης. Η διαπίστωση που αποτυπώνεται στις αποφάσεις του αυστηρού πατέρα και θέλει την ρεπουμπλικάνικη εξουσία να αποκρύπτει επιμελώς το τι πραγματικά συμβαίνει στη Βαγδάτη, φροντίζοντας οι πολίτες να έχουν κάτι άλλο για ν' ασχοληθούν (όπως ακριβώς ο Phillips που πάει εκδρομή τις κόρες του), παραμένει μια απλή αναφορά προς εσωτερική κατανάλωση. Το σχόλιο της λειτουργεί αποκλειστικά εντός των αμερικανικών συνόρων. Τουλάχιστον ο Strouse έχει φροντίσει να χωράει στην σύνοψη κι έτσι συντηρείται και μετά τους τίτλους τέλους. Γιατί απ' την μέση περίπου του φιλμ, όταν ξεμπερδεύουμε και με τον liberal Alessandro Nivola, βλέπουμε μια εντελώς ξεκομμένη απ' την πολιτική ταινία...
Αξιόλογη όπως και να 'χει η προσπάθεια του σκηνοθέτη που με το επιτηδευμένα άτεχνο ντεμπούτο του αφήνει πολλές υποσχέσεις. Εντυπωσιακός ο Cusack που για τρίτη φορά στην καριέρα του δίνει όλο του το είναι σε μια ταινία (οι πρώτες δύο τα High Fidelity και Grosse Point Blank), χαιρόμαστε δε που είναι έτοιμος να το ξανακάνει συνεχίζοντας "πολιτικά" με το War Inc. Σημειώστε επίσης δυο σημαδιακές guest εμφανίσεις: η Marisa Tomey κοσμεί την οθόνη για λίγα δευτερόλεπτα ως λουόμενη στην πισίνα ενός ξενοδοχείου ενώ την μουσική της ταινίας υπογράφει ο "ρεπουμπλικάνος" Clint Eastwood.
2 σχόλια:
Kai sto 1408 ta dinei ola!
Δεν έχει να κάνει με τις ερμηνείες αυτό που γράφω αγαπητέ Ιωάννη.
Δημοσίευση σχολίου