Συμπαθής εναλλακτικός Harry Potter
Το Νησί των Χαμένων Ψυχών ακολουθεί μια αμερικάνικη μόδα, υιοθετώντας καθαρά βορειοευρωπαϊκή νοοτροπία στο σενάριο και αυστραλέζικα production values... Το παραπάνω μπαστάρδεμα τελικά λειτουργεί κάτι περισσότερο κι από θετικά γιατί το να κάνεις μια ταινία με τον τρόπο τον Αμερικάνων τη στιγμή που τη γυρίζουν κι αυτοί και να μην χωλένεις στην σύγκριση είναι σαν να προκρίνεται ελληνική ομάδα στους 16 του Champions League. Κάποιους ξεπέρασες, πάντα θα υπάρχουν 15 καλύτεροι από σένα (5 είναι μόνο τα Harry Potter...) αλλά όλοι θα ρίξουν μια ματιά και θ' αναρωτηθούν πως διάολο τα κατάφερες.
Η μόδα έχει να κάνει με το στήσιμο του παραμυθιού, όχι το ότι οι Δανοί γυρίζουν παραμύθι. Αν δεν γύριζαν τέτοια στη χώρα του Andersen τότε που..; Στο γνωστό μοτίβο μια έφηβη που πιστεύει στο υπερφυσικό έρχεται σε επαφή με ένα φάντασμα απ' το πολύ μακρινό παρελθόν που διαλέγει ως ξενιστή το σώμα του μικρού της αδερφού. Τότε μαθαίνει για μια οργάνωση που προστατεύει την ανθρωπότητα απ' το κακό και τη μαύρη μαγεία μέλος της οποίας είναι και το πνεύμα που κάλεσε. Οι δυο τους με τη βοήθεια κι ενός αφελούς γειτονόπουλου καλούνται να αντιμετωπίσουν το προαιώνιο κακό που αλωνίζει στις μέρες μας βασανίζοντας σκλαβωμένες ψυχές σ' ένα μικρό νησάκι.
Στην αναμενόμενη άνιση αναμέτρηση των δύο πλευρών το σενάριο φροντίζει να παρεμβάλλει μια έξυπνη πλοκή και διάσπαρτα αστεία περιστατικά (κάνοντας έτσι την ταινία κομματάκι πιο κατάλληλη και για τους ενήλικους θεατές αντίθετα με το Spiderwick Chronicles). Οι χαρακτήρες είναι μεν ελλειπείς αλλά όχι και απαίδευτοι, κάθε ένας απ' αυτούς για παράδειγμα αντιπροσωπεύει μια διαφορετική βαθμίδα στη σχέση των ανθρώπων με το μεταφυσικό. Υπάρχει το παιδί που δεν πιστεύει και καταλαμβάνεται απ' το πνεύμα, υπάρχει ο νεαρός που πιστεύει τα πάντα, υπάρχει η μικρή που θέλει να πιστέψει και περιμένει ένα σημάδι, ο ραδιολόγος που κάποτε πίστευε και εγκετέλειψε μετά από χρόνια άκαρπων ερευνών. Αν υποθέσουμε ότι ο θεατής είναι ο λιγότερο κλειστός απ' όλους αυτούς τότε πριν απ' όλα οι δικές του αντιστάσεις πρέπει να καμφθούν... Γι' αυτό, αναφέρουμε κάτι χαρακτηριστικό, κατά τη διάρκεια της πρώτης κιόλας αυτοσχέδιας τελετής στο κάδρο εμφανίζεται ξαφνικά μια αφίσα "I want to believe". Θα έλεγε κανείς πως αν εξαιρέσουμε την ούτως ή άλλως ανεγκέφαλη δράση η ταινία αναλώνεται (με σημειολογικές κυρίως παρεμβάσεις) στο να υπερασπίζεται το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει, κι αν θεωρήσουμε ότι αυτή είναι η πρωταρχική υποχρέωση κάθε ταινίας που εμπίπτει στο φανταστικό τότε θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι το Νησί των Χαμένων Ψυχών το καταφέρνει με τον ορθότερο (κυρίως για το target group του) τρόπο.
Μοιρασμένο μεταξύ των αρμοστών εώς παραμυθένιων φυσικών τοπίων του Βορρά και των στενών μεσοαστικών δωματίων (απ' όπου θα προκύψει τελικά και ο δαίμονας) το φιλμ καταφέρνει με ελάχιστα μέσα (και αρκετά συμπαθητικά ειδικά εφέ) να καταφέρει αποτέλεσμα χολυγουντιανών προδιαγραφών διατηρώντας τον ακέραιο τον ψυχαγωγικό του τόνο. Μην φανταστείτε καμιά φτηνιάρικη παραγωγή, το ελάχιστα προκύπτει ακριβώς επειδή υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Δεν λείπουν άστοχες στιγμές καθαρού εντυπωσιασμού αλλά για πρώτη ίσως φορά ο σκηνοθέτης Nikolaj Arcel βρίσκει το σωστό μέτρο για τις οικογενειακές του περιπέτειες.
Το Νησί των Χαμένων Ψυχών ακολουθεί μια αμερικάνικη μόδα, υιοθετώντας καθαρά βορειοευρωπαϊκή νοοτροπία στο σενάριο και αυστραλέζικα production values... Το παραπάνω μπαστάρδεμα τελικά λειτουργεί κάτι περισσότερο κι από θετικά γιατί το να κάνεις μια ταινία με τον τρόπο τον Αμερικάνων τη στιγμή που τη γυρίζουν κι αυτοί και να μην χωλένεις στην σύγκριση είναι σαν να προκρίνεται ελληνική ομάδα στους 16 του Champions League. Κάποιους ξεπέρασες, πάντα θα υπάρχουν 15 καλύτεροι από σένα (5 είναι μόνο τα Harry Potter...) αλλά όλοι θα ρίξουν μια ματιά και θ' αναρωτηθούν πως διάολο τα κατάφερες.
Η μόδα έχει να κάνει με το στήσιμο του παραμυθιού, όχι το ότι οι Δανοί γυρίζουν παραμύθι. Αν δεν γύριζαν τέτοια στη χώρα του Andersen τότε που..; Στο γνωστό μοτίβο μια έφηβη που πιστεύει στο υπερφυσικό έρχεται σε επαφή με ένα φάντασμα απ' το πολύ μακρινό παρελθόν που διαλέγει ως ξενιστή το σώμα του μικρού της αδερφού. Τότε μαθαίνει για μια οργάνωση που προστατεύει την ανθρωπότητα απ' το κακό και τη μαύρη μαγεία μέλος της οποίας είναι και το πνεύμα που κάλεσε. Οι δυο τους με τη βοήθεια κι ενός αφελούς γειτονόπουλου καλούνται να αντιμετωπίσουν το προαιώνιο κακό που αλωνίζει στις μέρες μας βασανίζοντας σκλαβωμένες ψυχές σ' ένα μικρό νησάκι.
Στην αναμενόμενη άνιση αναμέτρηση των δύο πλευρών το σενάριο φροντίζει να παρεμβάλλει μια έξυπνη πλοκή και διάσπαρτα αστεία περιστατικά (κάνοντας έτσι την ταινία κομματάκι πιο κατάλληλη και για τους ενήλικους θεατές αντίθετα με το Spiderwick Chronicles). Οι χαρακτήρες είναι μεν ελλειπείς αλλά όχι και απαίδευτοι, κάθε ένας απ' αυτούς για παράδειγμα αντιπροσωπεύει μια διαφορετική βαθμίδα στη σχέση των ανθρώπων με το μεταφυσικό. Υπάρχει το παιδί που δεν πιστεύει και καταλαμβάνεται απ' το πνεύμα, υπάρχει ο νεαρός που πιστεύει τα πάντα, υπάρχει η μικρή που θέλει να πιστέψει και περιμένει ένα σημάδι, ο ραδιολόγος που κάποτε πίστευε και εγκετέλειψε μετά από χρόνια άκαρπων ερευνών. Αν υποθέσουμε ότι ο θεατής είναι ο λιγότερο κλειστός απ' όλους αυτούς τότε πριν απ' όλα οι δικές του αντιστάσεις πρέπει να καμφθούν... Γι' αυτό, αναφέρουμε κάτι χαρακτηριστικό, κατά τη διάρκεια της πρώτης κιόλας αυτοσχέδιας τελετής στο κάδρο εμφανίζεται ξαφνικά μια αφίσα "I want to believe". Θα έλεγε κανείς πως αν εξαιρέσουμε την ούτως ή άλλως ανεγκέφαλη δράση η ταινία αναλώνεται (με σημειολογικές κυρίως παρεμβάσεις) στο να υπερασπίζεται το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει, κι αν θεωρήσουμε ότι αυτή είναι η πρωταρχική υποχρέωση κάθε ταινίας που εμπίπτει στο φανταστικό τότε θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι το Νησί των Χαμένων Ψυχών το καταφέρνει με τον ορθότερο (κυρίως για το target group του) τρόπο.
Μοιρασμένο μεταξύ των αρμοστών εώς παραμυθένιων φυσικών τοπίων του Βορρά και των στενών μεσοαστικών δωματίων (απ' όπου θα προκύψει τελικά και ο δαίμονας) το φιλμ καταφέρνει με ελάχιστα μέσα (και αρκετά συμπαθητικά ειδικά εφέ) να καταφέρει αποτέλεσμα χολυγουντιανών προδιαγραφών διατηρώντας τον ακέραιο τον ψυχαγωγικό του τόνο. Μην φανταστείτε καμιά φτηνιάρικη παραγωγή, το ελάχιστα προκύπτει ακριβώς επειδή υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Δεν λείπουν άστοχες στιγμές καθαρού εντυπωσιασμού αλλά για πρώτη ίσως φορά ο σκηνοθέτης Nikolaj Arcel βρίσκει το σωστό μέτρο για τις οικογενειακές του περιπέτειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου