Έργα και ημέρες του αφροαεμρικάνου αρχιμαφιόζου Frank Lucas καθώς και του ισχυρά αδιάφθορου αστυνομικού Richie Roberts που τελικά τον συνέλαβε. Μια τυπική ιστορία ανόδου και πτώσης, αντιστρόφως ανάλογη με την κατάσταση στην τότε αμερικάνικη κοινωνία που αντιμετωπίζει το τέλος του πολέμου στο Βιετ-Νάμ και τα ναρκωτικά ως τον νούμερο ένα εσωτερικό εχθρό, όπως επισημαίνει και ο Richard Nixon κατά τη διάρκεια του φιλμ. Η διάδοχη κατάσταση που παρουσιάζεται στην αφετηρία με τον Lucas να περνάει στην κορυφή της ιεραρχίας του υποκόσμου, διά του τσαμπουκά του και μέσω μιας πολύ σωστής επιχειρηματικής κίνησης, απευθυνόμενος σε αγορά απελπισμένων πολιτών, συμπίπτει χρονολογικά με την μετάβαση μιας ολόκληρης χώρας απ’ τα λουλουδιασμένα 60s στην σκληρή συνειδητοποίηση των 70s.
Ο Frank Lucas λειτουργεί κόντρα στην παραπάνω αλλαγή. Συνεχίζοντας στο πνεύμα του πρώην αφεντικού του, ενός σύγχρονου «Ρομππέν του Χάρλεμ», αντιστέκεται σθεναρά στον εσκυγχρονισμό της μαφιόζικης παράδοσης (της ίδιας που «διδάσκουν» τα σπουδαία φιλμ του είδους) αρνούμενος να παραδόσει το εμπόριο και έστω μέρος της εξουσίας του σε διεφθαρμένους αστυνομικούς ή αλλιώς στην από καιρό ανερχόμενη συντηρητική τάξη. Αν για κάποιο λόγο ο αρχιμαφιόζος ήταν αδίστακτος, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στο φιλμ, δεν ήταν επειδή απλά φύτευε μια σφαίρα σ’ όποιο κεφάλι του εμπόδιζε το δρόμο του αλλά επειδή χλευαστικά χρησιμοποίσε τα όπλα της ίδιας της ρεπουμπλικάνικης εξουσίας: τα ναρκωτικά που εξαφάνισαν τους Χίπις και τα πτώματα των στρατιωτών του NAM. Εκεί που οι αστυνομικοί προσέφεραν ποσότητα (από νοθευμένη ηρωίνη) ο Lucas προσέφερε ποιότητα με το Blue Magic, την καθαρότερη «παραμύθα» της πόλης στην πιο συμφέρουσα τιμή. Το εμπόριο ναρκωτικών πέρασε πλέον αποκλειστικά στα χέρια του και ο ίδιος δουλεύοντας μακριά απ’ τις όποιες μεθοδεύσεις της νέας τάξης πραγμάτων κράτησε χαμηλό το προφίλ του καταφέρνοντας να περνά απαρατήρητος απ’ τους αδιάφθορους που κλήθηκαν να πιάσουν τους μεγαλέμπορους. Αν και ελάχιστες οι φορές που παρέκλινε απ’ τον (μαφιόζικα) ενάρετο βίο ήταν αρκετές για να οδηγήσουν στην αποκάλυψη του ονόματός του και κατά συνέπεια στην σύλληψή του.
Κι αυτό γιατί απέναντί του βρέθηκε ένας όμοιός του, ένας μπάτσος τόσο έντιμος απέναντι στους συναδέλφους του που βρήκε και παρέδωσε 1έκ. δολάρια γνωρίζοντας πως στο τέλος κάποιος χαρτογιακάς θα τα φάει. Κι αν ο πρώτος καταλήγει ηγετική μορφή για την αφροαμερικάνικη κοινότητα του Χάρλεμ, ο δεύτερος αναδεικνύεται σχεδόν άγιος (σ’ εκείνη τη σκηνή του δικαστηρίου) από τον σκηνοθέτη Ridley Scott.
Με τον τελευταίο στο τιμόνι να πω την αμαρτία μου περίμενα μια εντελώς διαφορετική ταινία. Έπαιξε ρόλο και το promotion που παρουσίαζει εξ αρχής αντιμέτωπους τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Η αντιπαράθεση τελικά δεν έρχεται ποτέ (κάθε άλλο μάλιστα) και η γραμμική αφήγηση, που καλύπτει χρονικό εύρος 7 περίπου ετών, λειτουργεί προς όφελος μιας πιστής καταγραφής κι αναπαράστασης των γεγονότων. Μια ιστορία δύο αφανών ηρώων τύπου αστυνομικού ρεπορτάζ στα χέρια του σπανίως συγκρατημένου Scott θα περίμενε κανείς με τέτοια υποστήριξη απ' το studio να καταλήξει αν όχι σκορσεζικό έπος, που είναι και της μόδας, τραγωδία Μονομάχων. Ευτυχώς και αντίθετα παρακολουθούμε απλά το χρονικό.
Ο "χρονογράφος" Scott δεν παραλείπει να κατέβει με την κάμερα στα γκέτο αποτυπώνοντας μέρος της νέγρικης κουλτούρας κι υπερβολής, υπενθυμίζει το μεγάλο αστυνομικό σκάνδαλο κατάχρησης εξουσίας, θέτει ως άγουσες δυνάμεις του φιλμ τους Washington και Crowe που τον αποζημιώνουν με τις ερμηνείες τους ενσαρκώνοντας ιδανικά το δίπολο του πυρήνα. Επισημαίνει επίσης το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, οριοθετώντας το τέλος για τις παραδοσιακές αξίες του δρόμου (ή της ζούγκλας της ασφάλτου - πολύ τον γουστάρω τον τίτλο του Huston) που αντικαθίστανται ακόμη και στο έγκλημα από αγνές business πρακτικές. Φιγούρα στο μεταίχμιο αυτής της κατάστασης ο Frank Lucas. Ο πιο καλός επιχειρηματίας που επέλεξε να βαδίσει μόνος μακριά απ' τους κανόνες του εμπορίου. Είπαμε 7 χρόνια κατάφερε να κρατήσει... Στην ουσία ένας ρομαντικός, όπως η τροπή που παίρνει η ιστορία του(ς) λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι. Αντιφατική φύση...
Ο Frank Lucas λειτουργεί κόντρα στην παραπάνω αλλαγή. Συνεχίζοντας στο πνεύμα του πρώην αφεντικού του, ενός σύγχρονου «Ρομππέν του Χάρλεμ», αντιστέκεται σθεναρά στον εσκυγχρονισμό της μαφιόζικης παράδοσης (της ίδιας που «διδάσκουν» τα σπουδαία φιλμ του είδους) αρνούμενος να παραδόσει το εμπόριο και έστω μέρος της εξουσίας του σε διεφθαρμένους αστυνομικούς ή αλλιώς στην από καιρό ανερχόμενη συντηρητική τάξη. Αν για κάποιο λόγο ο αρχιμαφιόζος ήταν αδίστακτος, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται στο φιλμ, δεν ήταν επειδή απλά φύτευε μια σφαίρα σ’ όποιο κεφάλι του εμπόδιζε το δρόμο του αλλά επειδή χλευαστικά χρησιμοποίσε τα όπλα της ίδιας της ρεπουμπλικάνικης εξουσίας: τα ναρκωτικά που εξαφάνισαν τους Χίπις και τα πτώματα των στρατιωτών του NAM. Εκεί που οι αστυνομικοί προσέφεραν ποσότητα (από νοθευμένη ηρωίνη) ο Lucas προσέφερε ποιότητα με το Blue Magic, την καθαρότερη «παραμύθα» της πόλης στην πιο συμφέρουσα τιμή. Το εμπόριο ναρκωτικών πέρασε πλέον αποκλειστικά στα χέρια του και ο ίδιος δουλεύοντας μακριά απ’ τις όποιες μεθοδεύσεις της νέας τάξης πραγμάτων κράτησε χαμηλό το προφίλ του καταφέρνοντας να περνά απαρατήρητος απ’ τους αδιάφθορους που κλήθηκαν να πιάσουν τους μεγαλέμπορους. Αν και ελάχιστες οι φορές που παρέκλινε απ’ τον (μαφιόζικα) ενάρετο βίο ήταν αρκετές για να οδηγήσουν στην αποκάλυψη του ονόματός του και κατά συνέπεια στην σύλληψή του.
Κι αυτό γιατί απέναντί του βρέθηκε ένας όμοιός του, ένας μπάτσος τόσο έντιμος απέναντι στους συναδέλφους του που βρήκε και παρέδωσε 1έκ. δολάρια γνωρίζοντας πως στο τέλος κάποιος χαρτογιακάς θα τα φάει. Κι αν ο πρώτος καταλήγει ηγετική μορφή για την αφροαμερικάνικη κοινότητα του Χάρλεμ, ο δεύτερος αναδεικνύεται σχεδόν άγιος (σ’ εκείνη τη σκηνή του δικαστηρίου) από τον σκηνοθέτη Ridley Scott.
Με τον τελευταίο στο τιμόνι να πω την αμαρτία μου περίμενα μια εντελώς διαφορετική ταινία. Έπαιξε ρόλο και το promotion που παρουσίαζει εξ αρχής αντιμέτωπους τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες. Η αντιπαράθεση τελικά δεν έρχεται ποτέ (κάθε άλλο μάλιστα) και η γραμμική αφήγηση, που καλύπτει χρονικό εύρος 7 περίπου ετών, λειτουργεί προς όφελος μιας πιστής καταγραφής κι αναπαράστασης των γεγονότων. Μια ιστορία δύο αφανών ηρώων τύπου αστυνομικού ρεπορτάζ στα χέρια του σπανίως συγκρατημένου Scott θα περίμενε κανείς με τέτοια υποστήριξη απ' το studio να καταλήξει αν όχι σκορσεζικό έπος, που είναι και της μόδας, τραγωδία Μονομάχων. Ευτυχώς και αντίθετα παρακολουθούμε απλά το χρονικό.
Ο "χρονογράφος" Scott δεν παραλείπει να κατέβει με την κάμερα στα γκέτο αποτυπώνοντας μέρος της νέγρικης κουλτούρας κι υπερβολής, υπενθυμίζει το μεγάλο αστυνομικό σκάνδαλο κατάχρησης εξουσίας, θέτει ως άγουσες δυνάμεις του φιλμ τους Washington και Crowe που τον αποζημιώνουν με τις ερμηνείες τους ενσαρκώνοντας ιδανικά το δίπολο του πυρήνα. Επισημαίνει επίσης το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, οριοθετώντας το τέλος για τις παραδοσιακές αξίες του δρόμου (ή της ζούγκλας της ασφάλτου - πολύ τον γουστάρω τον τίτλο του Huston) που αντικαθίστανται ακόμη και στο έγκλημα από αγνές business πρακτικές. Φιγούρα στο μεταίχμιο αυτής της κατάστασης ο Frank Lucas. Ο πιο καλός επιχειρηματίας που επέλεξε να βαδίσει μόνος μακριά απ' τους κανόνες του εμπορίου. Είπαμε 7 χρόνια κατάφερε να κρατήσει... Στην ουσία ένας ρομαντικός, όπως η τροπή που παίρνει η ιστορία του(ς) λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι. Αντιφατική φύση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου