Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Night and the City


"Ο Χάρυ Φάμπιαν τρέχει για να σωθεί μέσα σε ένα κατασκότεινο σκηνικό. Θέλει να γίνει σπουδαίος και δεν τον ενδιαφέρει πως θα συγκεντρώσει χρήματα για να το πετύχει. Κλέβει διαρκώς από την κοπέλα του, τη Μαίρη, τραγουδίστρια στην Ασημένια Αλεπού, ένα κλαμπ που ανήκει στον αποκρουστικό Φιλ Νόσερος. Έχει ένα σχέδιο όμως- να πάρει τον έλεγχο των αγώνων επαγγελματικής πάλης από το Γκριγκόριους, παλαίμαχο παλαιστή. Όταν εκείνος πεθαίνει, θα αποκαλυφθεί το σχέδιο του μέσα από μία φευγαλέα ματιά της κόλασης, παραμορφωμένα εικαστικά εφέ και σκοτεινού συμβολισμού."

Το 1950 ο Dassin γυρίζει το Night and the City, για πολλούς συμπεριλαμβανομένου και του γράφοντος το αριστούργημά του. Ήταν η περίοδος που η πίεση του McCarthy προς τους κόκκινους του hollywood είχε γίνει από αφόρητη εώς θανάσιμα επικίνδυνη. Ο επίσης υπό πίεση παραγωγός Darryl Zanuck αναγνωρίζει το κρίσιμο της κατάστασης και του προσφέρει το η Νύχτα και η Πόλη, ένα μυθιστόρημα του Εβραίου συγγραφέα Gerald Kersh. Η πόλη του τίτλου είναι το Λονδίνο κι έτσι το φιλμ γίνεται ουσιαστικά το διαβατήριο του σκηνοθέτη προς την Ευρώπη και την ελευθερία.

Αυτή η πρόφαση λοιπόν στάθηκε η αφορμή για την καλύτερη ταινία του Dassin, που ολοκληρώνει έτσι την αμερικάνικη περίοδό του. Υπάρχει σαφής διαφοροποίηση στο σκηνοθετικό του στυλ πριν και μετά την φυγή του απ' την Αμερική. Το Night and the City, όπως και το εκπληκτικό Rififi που ακολουθεί στην φιλμογραφία του, στέκονται μάρτυρες μιας μεταβατικής κατάστασης (με διαφορετικό τρόπο το καθένα). Με την εγκατάστασή του στην Ευρώπη ο Dassin έρχεται σε επαφή με πολλά, ετερόκλιτα αρκετές φορές, καλλιτεχνικά ρεύματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η κινηματογραφική του γραφή να διαβρωθεί και ο έκδηλος νατουραλισμός των πρώτων του ταινιών (που αποθεώνεται στο Rififi) σταδιακά να υποχωρήσει μέσα στις ταινίες του. Εν προκειμένω ο δημιουργός καταφεύγει σε μια εξπρεσιονιστική απεικόνιση μιας πόλης γεμάτης μικροκακοποιούς καλλιεργώντας την (πολυθρύλητη) μεταφυσική αγωνία του φινάλε. Το σκηνικό ελάχιστα θυμίζει την αγγλική πρωτεύουσα, μέχρι να φτάσουμε στο φινάλε εύκολα μπορεί να παρεξηγήσει κάποιος το Λονδίνο για την Νέα Υόρκη ή το Σικάγο των 30's, εποχή κατά την οποία γράφτηκε και το βιβλίο. Γενικότερα ο Dassin ακολουθεί σκηνοθετική γραμμή εφαπτόμενη αυτής του αρχετυπικού νουάρ.

Ωστόσο στην ομαλή αφήγηση που υιοθετεί συμπεριλαμβάνει (σχεδόν ως μεταμοντέρνα επέμβαση ή σαν φώνασκουσα επισήμανση) μια ολιγόλεπτη σκηνή που θυμίζει έντονα το πρότερο ντοκιμαντερίστικο ύφος του. Αναφέρομαι στην βουβή σεκάνς του ρινγκ, μίνι τεχνικό επίτευγμα που θα επαναληφθεί ως ολοκληρωμένος άθλος στην επόμενη ταινία του. Εκεί όπου αναμετράται το παρόν με το παρελθόν. Η νεκρή τέχνη, όπως αναφέρεται η ελληνορωμαϊκή, απέναντι στο υποκοσμικό κατεστημένο. Εσωτερική πάλη στην πραγματικότητα. Το Night and the City είναι ίσως η πιο αυτανοφορική δημιουργία του Dassin. Συνήθως οι ταινίες του στοχοποιούσαν τον προφανή εχθρό (αυτόν που τελικά τον κατέστρεψε) σκιαγραφώντας παράλληλα την αμερικάνικη κοινωνία. Αυτό γινόταν με την χρήση ισχυρών μοτίβων που απαντώνται, με εκνευριστική είναι η αλήθεια συχνότητα, στο έργο πολλών σπουδαίων συγχρόνων του δημιουργών. Η νουάρ θεματική είναι ένα απ' αυτά. Η κοινωνία οπορτουνιστών και χαφιέδων είναι ένα δεύτερο. Ξεπερνώντας τα επεξηγηματικά μοτίβα όμως ο Dassin βρίσκει σημείο ταύτισης με τον εντελώς αρνητικό ήρωά του. Κι οι δυο τους εγκαταλείπουν πάνω που πιάσαν την καλή. Κι οι δύο φεύγουν κυνηγημένοι απ' τους χαφιέδες. Ο ελληνικής καταγωγής Kristo είναι ο λιγότερο "μακαρθικός" κακός στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη, ωστόσο κι αυτό να μην συνέβαινε είναι εμφανές ότι η ταινία γίνεται για δηλωθεί η φυγή, όχι για να καταδείξει τους ενόχους της. Ο συνήθης προβληματισμός του σχετικά με την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως τον είδαμε στο Brute Force ή ακόμη πιο έντονο στο Celui qui doit Mourir, δεν έχει θέση στην Ασημένια Αλεπού και στο γυμναστήριο του Φάμπιαν. Σε απόλυτους φιλμογραφικούς όρους το Night and the City αποτελεί διάλειμμα.

Είναι γεγονός πως η καριέρα του Dassin στερείται ηθικά και ψυχολογικά φωτεινών στιγμών, θεωρώ συγκλονιστικό όμως το γεγονός (και παράλληλα ενδεικτικότερο πολλών σχετικών με τον μακαρθισμό ταινιών για την κατάσταση που επικρατούσε) ότι κράτησε την πιο απαισιόδοξη για τον εαυτό του. Ειρωνικά στην ταινία υπάρχει ελπίδα και την ενσαρκώνει με την διακριτική της παρουσία η Gene Tierney. Πριν πέσουν οι τίτλοι θα την σκοτώσει κι αυτή. Φριχτή διαπίστωση ότι η καριέρα του λαμβάνει πρόωρο τέλος. Δυστυχώς η ιστορία θα τον δικαιώσει, μετά απ' το εν λόγω έκανε μόνο ένα σπουδαίο φιλμ κι από 'κει και πέρα χάθηκε σε μια ανεπιτυχή αναζήτηση νέας σκηνοθετικής ταυτότητας. Αυτής που θα τον έπαιρνε μακριά απ' την νύχτα μιας γυμνής πια πόλης.

ΥΓ. Μια εβδομάδα πριν τον Dassin χάσαμε και τον εξαιρετικό στο ρόλο του Φάμπιαν Richard Widmark.

City of Men


"Με φόντο την επικίνδυνη ζωή στις φτωχογειτονιές του Ρίο ντε Τζανέιρο και με απλούς ανθρώπους στους βασικούς ρόλους, η "Πόλη των Ανθρώπων" βρίσκει δύο παιδικούς φίλους να έρχονται αντιμέτωποι με τον ανελέητο κόσμο των ντίλερ και των ναρκωτικών. Η φιλία τους απειλείται να διαλυθεί για πάντα όταν ένα καταστρεπτικό μυστικό που κουβαλούν χρόνια βγαίνει στην επιφάνεια."

Spin-off του τηλεοπτικού City of Men και κατ' επέκταση άτυπη συνέχεια της Πόλης του Θεού. Με την παραπάνω πρόταση γεννάται (και με τα πρώτα πλάνα επιβεβαιώνεται) η υποψία πως κάποιοι στην Βραζιλία αποζητούν τα δεδομένα οφέλη μιας εμπορικής (αφού μόνο το όνομα τα συνδέει) συνέχειας του Cidade de Deus. Μεταξύ αυτών κι ο δημιουργός του Fernando Mereilles που εδώ συμβάλει ως παραγωγός...

Όπως φαίνεται κι απ' την σύνοψη του διανομέα τα παιδάκια στις φαβέλες μεγάλωσαν, για την ακρίβεια σήμερα γίνονται 18 χρονών. Κατά τον Paolo Morelli (στενός συνεργάτης του Mereilles) πιάσανε κι αυτά όπλα, μπλέξανε σε μία συμμορία κι αυτό έγινε όχι από επιλογή αλλά από συνήθεια. Ο πόλεμος στο Λόφο όμως λειτουργεί περισσότερο ως background παρά ως προτεραιότητα για τον σκηνοθέτη. Αντίθετα με το σχεδόν χρονογραφικό πρώτο φιλμ (που εντελώς εκβιαστικά εκμεταλλεύεται μέχρι και επίκαιρα της εποχής) η κάμερα διαιρεί ακριβοδίκαια τον φιλμικό χρόνο μεταξύ των αντίπαλων συμμοριών και των δύο "φιλήσυχων" φίλων/πρωταγωνιστών, για να καταλήξει τελικά ότι στον ακύρηχτο πόλεμο της φαβέλας όλοι είναι εν δυνάμει θύτες κι όλοι θύματα. Το να μην έχεις πατέρα γίνεται πολύ χειρότερο όταν δίπλα σου είναι αυτοί που τον σκότωσαν. Απ' την άλλη για να μεγαλώσεις το παιδί σου απαραίτητη προϋπόθεση είναι να επιβιώσεις ο ίδιος, με ότι αυτό συνεπάγεται.

Παρά τη θλιβερή διαπίστωση πρόκειται ένα για φιλμ κενό. Μια συμβατική περιπέτεια καμουφλαρισμένη με το ωχρό και την μιζέρια της φτωχογειτονιάς. Διατηρεί έναν έντονο σκηνοθετικό ρυθμό (χωρίς ωστόσο να έχει το νεύρο του προκατόχου του) και μια λανθάνουσα λαογραφική διάθεση, αλλά σε τελική ανάλυση η στάση που υιοθετεί απέναντι στο, υπαρκτό μεν υπερμεγενθυμένο στο πανί δε, πρόβλημα είναι πρόστυχη. Τόσο επειδή ενδόμυχα ο Morelli μοιάζει γοητευμένος απ' τις παρατεταμένες κάννες των περιστρόφων (πλημμέλημα) όσο κι επειδή εκμεταλλεύεται το συγκεκριμένο σκηνικό όντας παράλληλα μια σφόδρα εμπορική ταινία προορισμένη να κάνει πολλά εισιτήρια (κακούργημα).

Shutter


Shutter και ξερά σκατά

O Masayuki Ochiai συνεχίζει να εκπορνεύει κατάλοιπα γιαπωνέζικου, κατά το κοινώς λεγόμενο, τρόμου, αυτή τη φορά μάλιστα στην αγγλική. Η πρώτη και πιθανότατα τελευταία του ταινία στο hollywood αποτελεί remake του ομότιτλου ταϊλανδέζικου φιλμ (παραγωγής 2004).

Πρωταγωνιστές της είναι ένας ταλαντούχος φωτογράφος (Joshua Jackson) και η όμορφη κι αργόσχολη ερωμένη του (την ενσαρκώνει η Rachael Taylor). Αφού πηγαίνουν στο Τόκυο για μια φωτογράφιση μόδας, έρχονται αντιμέτωποι με ένα φριχτό μυστικό. Όλα ξεκινούν όταν το πρώτο τους βράδυ νομίζουν ότι χτύπησαν μια κοπέλα με το αυτοκίνητο ενώ οι "ενοχλήσεις" συνεχίζονται όταν προσπαθούν να εμφανίσουν τα φιλμ απ' τις φωτογραφικές τους οπότε περίεργες λάμψεις εμφανίζονται στο χαρτί.

Η ταινία είναι τουλάχιστον απαράδεκτη. Το καλό είναι ότι είναι τόσο κακή (όξύμωρο) που μπορεί να πείσει τους Αμερικάνους παραγωγούς να σταματήσουν να ψάχνουν σενάρια τρόμου στην Ασία. Το ίδιο και η έτερη J-horror μεταφορά που κυκλοφορεί αυτόν τον καιρό διεθνώς, το The Eye με την Jessica Alba. Δεν έχω τίποτα με το συγκεκριμένο (υπο)είδος, έχω όμως με τους σύγχρονους εκπροσώπους του. Οι άυλοι πρωταγωνιστές και η παραμυθένια ατμόσφαιρα των θρύλων της ανατολής υπήρξαν πρώτη ύλη για ορισμένες αρκετά καλές (και ιδιαίτερα ενοχλητικές) γιαπωνέζικες ταινίες σε πολύ περασμένες 10ετίες. Στα 00s, λες και δεν αρκούσε η εγχώρια εμπορική κακομεταχείριση, η άστοχη εκμετάλλευσή τους βρήκε ανταπόκριση στις γύρω ασιατικές χώρες. Κορέα και ΧονκΚονγκ γέμισαν την βιντεοαγορά με βαρετές φτηνές παραγωγές που οι περισσότερες έμοιαζαν εξοργιστικά μεταξύ τους. Μερίδιο στην ανυπόφορη μόδα διεκδίκησαν και οι Ταϊλανδοί με τους Φιλιππινέζους, χωρίς να αλλάζουν κάτι στην αρχική συνταγή. Καταλαβαίνετε ότι σήμερα οι Αμερικάνοι είναι σα να ανακυκλώνουν χιλιοχρησιμοποιημένο κωλόχαρτο, πασπαλισμένο με δευτεροκλασάτη νιότη (τύπου Jackson και Gellar) και να το σπρώχνουν στην παγκόσμια πια αγορά.

H παραπάνω ποιοτική διεργασία δυστυχώς παρουσιάζει μεγάλη πιθανότητα λάθους κι έτσι συμβαίνει καμιά φορά ο διανομέας αντί για το ανακυκλωμένο χαρτί να παραλάβει σκέτα τα περιττώματα... Κάτι τέτοιο συνέβη και στην περίπτωση του Shutter.

(στο σβέρκο μου 'κατσε το γαμημένο)

Shine a Light


Σε καιρούς που εταιρίες και καλλιτέχνες ψάχνουν δια της τεχνολογικής οδού νέους τρόπους να πλασσάρουν την «πολεμική» μιας ζωντανής εμφάνισης στο κοινό, ο Martin Scorsese παίρνει την κάμερα και την ανεβάζει στο στίβο της «μάχης». Δεν κυνηγάει σταγόνες ιδρώτα, δεν αποζητά θριαμβευτικά sing-alongs, την αφήνει αγχωμένη να καταγράφει τη στιγμή.

Επί της ουσίας πρόκειται για μια μοναδική συνάντηση δύο κολοσσών (σε αξίες mainstream περιοδικού μιλάμε για τον σπουδαιότερο εν ζωή σκηνοθέτη και την μεγαλύτερη μπάντα αυτή τη στιγμή στον πλανήτη). Αν το καλοσκεφτείς όμως τα πάντα στο Shine a Light μοιάζουν με μια σωστά υπολογισμένη τομή στις διόλου παράλληλες πορείες των Stones και του Scorsese. Στις περισσότερες ταινίες του τελευταίου υπήρχαν διάσπαρτες οι προϊδοποιήσεις. Ήρθε η ώρα ο σκηνοθέτης να φιλμάρει ζωντανή την έμπνευσή του, να πιάσει την ενέργεια του Gimme Shelter (παροιμιώδες το κόλλημα του) εν τη γεννέση.

Γι’ αυτό ίσως και έχει το περισσότερο άγχος απ’ όλους (θα το δείτε στην αρχή και στο τέλος), τόσο που δεν μπορεί να σταματήσει να το βλέπει επαγγελματικά. Συνεχίζει την καταγραφή στα επινίκια των παρασκηνίων, δεν σταματάει να φωνάζει μέχρι που θα παραλάβει, εκτός από την τέλεια τελευταία λήψη, την χλευαστικά αυθάδη γλώσσα-σήμα κατατεθέν των Rolling Stones. Τον φαντάζομαι την στιγμή που βλέπει την φάτσα του στο μοντάζ, να παρακολουθεί τον εαυτό του, όχι να προσκυνάει όπως έκανε ως νεανίας στην ντυλανική Κομπανία, αλλά να εκλιπαρεί για το set list ή έστω για ένα tip σχετικά με την έναρξη της συναυλίας. Υπήρξε παρεξήγηση. Το Shine a Light μπορεί να λέει από κάτω by Scorsese αλλά η στιγμή ανήκει στην μπάντα…

…Και τότε βλέπει τα πλάνα που του χάρισαν και θυμάται ότι όταν ο Richards και Wood παίζουνε παρέα τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά. Θυμάται ότι οι Rolling Stones μεγάλωσαν συνεχώς αμφισβητούμενοι για το αν θα αντέξουν αλλά ο Jagger στα 60φεύγα βάζει κάτω όλους τους σύγχρονους performers. Και ξαφνικά χαίρεται που έσπειρε οπερατέρ σ’ όλη την αίθουσα κι αρχίζει να ψάχνει τις εντάσεις. Βρίσκει τις καλύτερες στιγμές του καθενός (guest μουσικών συμπεριλαμβανομένων) και το αποτέλεσμα είναι η πιο ζωντανή απ’ τις ζωντανά κινηματογραφημένες συναυλίες. Κι εκεί προς το τέλος που μέσα στην αίθουσα έχουν αρχίσει τα πως και τα γιατί έρχεται το riff του Satisfaction για να απαντήσει σ’ όλα τα αινίγματα του κόσμου.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

La Clef


"Ένας άντρας πληροφορείται τον θάνατο του πατέρα του, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ. Όταν αποφασίζει να συναντήσει τον μυστηριώδη άνδρα που έχει τις στάχτες του νεκρού, έρχεται αντιμέτωπος με μια συμμορία εμπόρων ναρκωτικών, ενώ συναντάει και μια γυναίκα που αλλάζει τα πάντα. Μια αστυνομικός ερευνά τον φόνο ενός άντρα που θάφτηκε ζωντανός, ενώ ένας πατέρας αναζητάει τα ίχνη της κόρης του, με τη βοήθεια ενός ιδιωτικού αστυνομικού και μιας οπλισμένης καραμπίνας. Αυτοί οι τρεις, θα συναντηθούν με τον πιο απροσδόκητο τρόπο. Κανένας δεν θα αλλάξει πορεία, κανένας δεν θα κάνει πίσω, ακόμα κι αν αυτό τον οδηγήσει στην καταστροφή."

Αν κάπου εμφανέστατα πάσχει το πειραγμένο νουάρ του Γκιγιόμ Νικλό είναι στο υπέρ του δέοντος πολύπλοκο σενάριό του. Η ιστορία του πατέρα που ψάχνει την κόρη του και της αστυνομικού εμπλέκονται περισσότερο ως υποπλοκές παρά ως ισότιμες αφηγηματικές συνιστώσες. Ωστόσο είναι αρκούντως αποπροσανατολιστικές και ενώ το σημείο τομής των διαφαίνεται πολύ πριν συμβεί, πολύ πριν το φινάλε δηλαδή, όταν οι τρεις χαρακτήρες βρεθούν επιτέλους σε κοινό χωροχρόνο αλληλεπιδρούν με τον πλέον... ανώδυνο τρόπο.

Παρά το δυσκατάληπτο του πράγματος το La Clef διαθέτει έξοχο στυλ και ενοχλητική ατμόσφαιρα, μόνιμα γνωρίσματα του κλασικίζοντος γαλλικού νουάρ και ικανά από μόνα τους να καθηλώσουν. Υπάρχει και μία έξυπνη αντιστροφή του όρου femme fatale στο πρόσωπο της ασθενικής Vanessa Paradis. Ευλογείται επίσης απ' την ερμηνεία του λατρεμένου (ελέω Ne le Dis á Personne) Γκιγιόμ Κανέ στον κεντρικό ρόλο.

Για το τέλος και για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το Κλειδί ολοκληρώνει την αρκούντως παράδοξη αστυνομική τριλογία του Νικλό, προηγούμενα μέρη της οποίας ήταν τα Une affaire privée και Cette femme-là. Η αστυνομικός που εμφανίζεται εδώ να παρατηρεί από απόσταση τα τεκτενόμενα κυνηγώντας χαμένα πτώματα ήταν η πρωταγωνίστρια του δεύτερου μέρους. Υπάρχει άμεσος συσχετισμός (σε θέμα και προβληματική) μεταξύ των τριών ταινιών.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

King of California


Στην σύγχρονη Γη της Επαγγελίας που αποτελεί η Καλιφόρνια ένας άντρας και δη ημίτρελος ανακυρύσσεται βασιλιάς μ' αυτή την γλυκόπικρη και απολύτως συμπαθή ανεξάρτητη ταινιούλα. Ο, ορισμός του hollywoodιανού, Michael Douglas πρωταγωνιστεί ελαφρώς παραποιημένος υποδυόμενος τον πνευμάτικά ασταθή πατέρα της Evan Rachel Wood ενώ σκηνοθεσία και σενάριο υπογράφει ο πρωτάρης Mike Cahill.

Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του σε ψυχιατρικό ίδρυμα ο Charlie μελετούσε την ιστορία του Juan Florismarte Garces, ενός Ισπανού εξερευνητή που έφτασε μέχρι την Καλιφόρνια κουβαλώντας υποτίθεται έναν θησαυρό που του παράπεσε κάπου κοντά στο σπίτι του. Την ίδια ώρα η κόρη του έχει αφήσει το σχολείο και αυτοσυντηρείται δουλεύοντας στα McDonalds. Ο θησαυρός γίνεται εμμονή στον Charlie, τόσο που όταν παίρνει εξιτήριο αρχίζει και σκάβει στην περιοχή ακολουθώντας τα στοιχεία που του δίνονται απ' τα ημερολόγια του πάτερ Garces.

Απ' την μία υπάρχει η αντιστροφή των ρόλων μέσα στην διαλυμμένη οικογένεια (κι εδώ ένα θεματάκι η ταινία το 'χει με το οικογενειακό αντιπρότυπο που αδέξια ανατρέπεται προς το τέλος). Το παιδί είναι αναγκασμένο να τρέχει πίσω απ' τον πατέρα να μην κάνει καμιά τρέλα. Απ' την άλλη ο παλιμπαιδίζοντας χαρακτήρας του Douglas είναι δομημένος πάνω σε αναφορές σε λογοτεχνικούς ήρωες κι ιστορικά πρόσωπα που οι περισσότερες δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές. Οι ομοεθνείς Δον Κιχώτης και Garces ας πούμε, τον δονκιχωτισμό του τελευταίου στην ανακάλυψη του Νέου Κόσμου αναπαράγει σήμερα ο Charlie αναζητώντας τον θησαυρό του. Αυτοί είναι οι δύο κύριοι άξονες γύρω απ' τους οποίους περιστρέφεται το King of California.

O επαναπροσδιορισμός της σχέσης πατέρα και κόρης (αφού οι δυο τους ξεκινάνε ουσιαστικά απ' την αρχή) βοηθάει τον Cahill να διατηρήσει καθ' όλη την διάρκεια του φιλμ τον ανθρώπινο χαρακτήρα του. Παρά το γενικότερο, μάλλον έυθυμο και χαλαρωτικό, ύφος της ταινίας ο αμπελοφιλοσοφίζοντας Charlie είναι μόνος του το δεύτερο επίπεδό της. Ένας άνθρωπος που γκρινιάζει συνέχεια για τις βίαιες παρεμβάσεις των συγχρόνων του πάνω στη φύση και που στην προσπάθεια του να γίνει κατά τον τίτλο βασιλιάς θα αναμετρηθεί συμβολικά με το Costco. Ένα κτίριο της αλυσίδας είναι χτισμένο πάνω απ' τον ποταμό που υποτίθεται ότι περιμένει ο θησαυρός. Υπάρχει σαφής διαφορά στην οδό που ακολουθεί ο Charlie για να γίνει "βασιλιάς" και στον τρόπο που ακολούθησαν οι κολοσσιαίες αλυσίδες καταστημάτων που αναφέρονται στο φιλμ. Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος καταλαβαίνουμε ότι ο (πολύ καλός) Douglas ενσαρκώνει έναν ρομαντικό που τα βάζει με τα δεδομένα. Δεδομένα ας πούμε είναι ότι δεν υπάρχουν θησαυροί στις μέρες μας κι ότι αν διαρρήξεις το κτίριο της Costco, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις σου, θα σε βάλουν φυλακή. Δεδομένο είναι ότι αν γεννήθηκες σε πρότυπη κατοικία και ο πατέρας σου είναι στο τρελάδικο δεν έχεις στον ήλιο μοίρα και μόνο υπάλληλος τους μπορείς να γίνεις.

Προς επιβεβαίωση των παραπάνω έρχεται η σκηνή του φινάλε με την Rachel Wood στην παραλία και τους Ασιάτες να "αποβιβάζονται" αναζητώντας το δικό τους καλύτερο αύριο. Η κάμερα μένει πάνω τους καθώς πέφτουν οι τίτλοι καταγράφοντας την αρχή μιας καινούργιας δονκιχωτικής απόπειρας. Πρόκειται σίγουρα για σκηνή κλειδί στην οποία συνοψίζονται όλα (ορθά) όσα ο Cahill παραμελεί να υπερτονίσει στο προηγούμενο της ταινίας. Ίσως από απειρία, ίσως από φόβο να μην χαλάσει το ενιαίο και καθαρά Paynικό (ο Alexander Payne είναι παρεπιπτόντως παραγωγός) ύφος της.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Nim's Island


Παιδική περιπέτεια με πρωταγωνιστές την Jodie Foster, την Abigail Breslin και, σε διπλό ρόλο, τον Gerard Butler που πάει κάπως έτσι: «Σε ένα ερημικό νησί στον ωκεανό, ζει η μικρή Νιμ με τον πατέρα της Τζακ. Κάθε τόσο ο πατέρας ξανοίγεται στο πέλαγος για να κάνει επιστημονικές μελέτες, αλλά μια μέρα δεν επιστρέφει γιατί έχει πέσει σε μεγάλη καταιγίδα. Το γεγονός αυτό οδηγεί την Νιμ στο να αρχίσει να αλληλογραφεί με την αγαπημένη της συγγραφέα, Άλεξ. Η Άλεξ, θέλοντας να συμπαρασταθεί στην Νιμ, αποφασίζει να την επισκεφθεί αλλά πέφτει σε τυφώνα. Ευτυχώς για αυτήν, η Νιμ τη σώζει με τη βοήθεια το θαλάσσιου λέοντά της. Όταν ο πατέρας της Νιμ επιστρέφει, η Άλεξ παίρνει μια απόφαση που της αλλάζει τη ζωή για πάντα…»

Η ελαφρώς άσχετη σύνοψη που παραθέτει η εταιρία διανομής κάθε άλλο παρά προϊδεάζει για το τι πραγματικά συμβαίνει στην ταινία. Όλη η φασαρία γίνεται γιατί η συγγραφέας Αλεξάνδρα Ρόβερ, μια αγοραφοβική και υποχόνδρια γυναίκα, πρέπει να βγει επιτέλους απ’ το σπίτι της και να μιμηθεί το λογοτεχνικό της alter ego, τον Άλεξ Ρόβερ. Την ίδια ώρα η μικρή Nim πιστεύει ότι αυτός που έρχεται να τη βοηθήσει είναι ο adventurer Ρόβερ κι όχι η συγγραφέας ενώ έχει να αντιμετωπίσει και την εισβολή ανεπιθύμητων παραθεριστών στον ιδιωτικό της παράδεισο. Προφανές επιμύθιο: δημιούργησε την δική σου περιπέτεια αντί να κάθεσαι με σταυρωμένα μπούτια.

Η γενικώς αδιάφορη παραγωγή απευθύνεται αποκλειστικά στο (πολύ) ανήλικο κοινό. Ίσως οι μικροί θεατές μπορέσουν να ταυτιστούν με τον χαρακτήρα της Breslin (που μιλάει με τα ζώα, κάνει τον Ταρζάν ενώ είναι και λίγο Ροβινσώνας Κρούσος). Το πιο ενήλικο κομμάτι της ταινίας όμως, αυτό δηλαδή που η πρωτοφανώς απαράδεκτη Jodie Foster μεταμορφώνεται από αγοραφοβική σε Κάπτεν Κουκ, δεν πείθει στιγμή, ούτε σαν πρόθεση ούτε σαν δραματουργία. H σκανδαλώδης δε φυσιογνωμική ομοιότητα του Alex Rover με τον Indy, ειδικά με δεδομένες τις «γειτονικές» ημερομηνίες εξόδου των ταινιών, μόνο αρνητικούς συνειρμούς μπορεί να προκαλέσει, σαν την εμφάνιση του Keanu Reeves στην αφίσα του Watcher ένα πράγμα.